Σε... πορτοκαλί συναγερμό έχουν βρεθεί οι τράπεζες, μετά τη διαφαινόμενη νέα καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης, η οποία εν πολλοίς ανατρέπει τον υπάρχοντα σχεδιασμό τους, αφού μία από τις σταθερές που υπήρχαν στην εξίσωση για το 2017, ήταν ότι η 2η αξιολόγηση θα είχε ολοκληρωθεί το αργότερο στο κατώφλι του τρέχοντος έτους.
Μέσα σε αυτό το κλίμα αυξανόμενης ανασφάλειας, με τα «κόκκινα» δάνεια να αποκτούν ξανά θετικό πρόσημο, τις καταθέσεις να αρχίζουν να φυλλορροούν από το τραπεζικό σύστημα, τον εξωδικαστικό συμβιβασμό να λαμβάνει χαρακτήρα «γεφυριού της Άρτας», και τα θετικά που θα αποκόμιζαν οι τράπεζες από την ένταξη της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση να αποτελούν ένα όνειρο θερινής νυχτός, οι τραπεζίτες μόνο μακροπρόθεσμα σχέδια δεν μπορούν να κάνουν.
Αντιθέτως, κάνουν σενάρια προστασίας από έναν συστημικό κίνδυνο σε περίπτωση που δεν υπάρξουν θετικές εξελίξεις στην οικονομία και φτάσουμε με ανοικτά όλα τα μέτωπα στο φθινόπωρο. Εντός του Μαρτίου αναμένεται στην Αθήνα η επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (SSM) Ντανιέλ Νουί και η επίσκεψή της, μόνο εθιμοτυπικό χαρακτήρα δεν μπορεί να έχει.
Τα μηνύματα που θα της μεταφέρουν οι Έλληνες τραπεζίτες, αλλά και ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, δύσκολα θα την κάνουν να ... σκάσει χαμόγελα. Οι Βρυξέλλες, αλλά και η Φρανκφούρτη περίμεναν από την ελληνική πλευρά να επιδείξει το 2017 σαφείς ενδείξεις βελτίωσης της κατάστασης σε μία σειρά από ζητήματα όπως επιστροφή στην κερδοφορία, βελτίωση των κεφαλαιακών τους δεικτών, αποτελεσματική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, σταθερή αύξηση των καταθέσεων και έναρξη χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Σε κανέναν από αυτούς τους τομείς δεν έχει υπάρξει πρόοδος. Το αντίθετο, μάλιστα, στους περισσότερους οι ενδείξεις εμφανίζουν σαφή πισωγύρισμα. Στον προγραμματισμό της Ντ. Νουί ήταν να γίνει αποτίμηση μίας ουσιαστικά καλύτερης εικόνας και πλέον θα κληθούν από κοινού να αποτιμήσουν ενδείξεις μία νέας κρίσης. Και όλα αυτά σχεδόν 15 μήνες πριν από μία στιγμή ορόσημο για τις ελληνικές τράπεζες, που δεν είναι άλλη από τη διεξαγωγή των stress test το καλοκαίρι του 2018.
«Κόκκινα»
Τα πρώτα ανησυχητικά δείγματα για την επίδραση της αβεβαιότητας στη συμπεριφορά των δανειοληπτών διέγνωσαν, τον περασμένο μήνα, οι τράπεζες, καθώς είδαν όχι μόνο να μειώνεται ο αριθμός των αιτήσεων για ρυθμίσεις προβληματικών δανείων, αλλά και να επιδεινώνεται ο δείκτης αθέτησης πληρωμών. Μετά από ένα καλό 2016, κατά τη διάρκεια του οποίου υπήρξε βελτίωση, τόσο στον αριθμό και στην ποιότητα των ρυθμίσεων, όσο και στον ρυθμό εξυπηρέτησης ρυθμισμένων δανείων, ο πρώτος μήνας του νέου έτους επιφύλασσε δυσάρεστες εκπλήξεις. Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, από τα μέσα του Ιανουαρίου, παρατηρήθηκε αύξηση στον ρυθμό αθέτησης πληρωμών για ρυθμισμένα δάνεια και αξιοσημείωτη επιβράδυνση του αριθμού αιτήσεων για νέες ρυθμίσεις. Κάποιοι μάλιστα κάνουν λόγο για αύξηση των κόκκινων δανείων, άνω των 500 εκατ. Οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι ο κλάδος βρίσκεται επί του παρόντος εντός των στόχων μείωσης των «κόκκινων» δανείων, αλλά αν η περίοδος της αβεβαιότητας παραταθεί πέραν του Μαρτίου, αυξάνεται σημαντικά ο κίνδυνος εκτροχιασμού.
Εξωδικαστικός
Ένα θέμα που πραγματικά «καίει» τις τράπεζες και την οικονομία είναι ο εξωδικαστικός συμβιβασμός και η «ζημιά» που προκαλείται από την πολύμηνη συζήτηση για το νέο πλαίσιο εξωδικαστικού συμβιβασμού. Εδώ και σχεδόν έξι μήνες, το θέμα της εξωδικαστικής διευθέτησης παραμένει ψηλά στην επικαιρότητα, χωρίς να έχει συμφωνηθεί με τους θεσμούς. Αποτέλεσμα είναι να έχει δημιουργηθεί, κυρίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μια προοδευτικά αυξανόμενη προσδοκία για «γενναίες» διαγραφές χρεών, η οποία εξηγεί τόσο την απροθυμία των επιχειρηματιών να συζητήσουν ρυθμίσεις, πριν από την ψήφιση του νέου πλαισίου, όσο και τη μικρή επιδείνωση που παρατηρείται στον ρυθμό εξυπηρέτησης ρυθμισμένων δανείων. Και μπορεί το σχέδιο να τέθηκε για διαβούλευση πριν λίγες ημέρες, ωστόσο η έλλειψη της παραγράφου για την νομική κάλυψη των τραπεζικών στελεχών στις περιπτώσεις ρυθμίσεων δανείων, καθιστά το σχέδιο ιδιαίτερα αναποτελεσματικό.
Καταθέσεις
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά το τελευταίο διάστημα και ειδικά τον Ιανουάριο, η τάση συνεχίστηκε και τον Φεβρουάριο, παρατηρείται εκκροή καταθέσεων που υπερβαίνουν τα 2,5 δισ. προκαλώντας ανησυχία στις τράπεζες, που βλέπουν την ανοδική τάση που είχε καταγραφεί στο δεύτερο εξάμηνο του 2016 να αντιστρέφεται πλήρως. Bασική αιτία είναι η αβεβαιότητα που υπάρχει διάχυτη στους καταθέτες στο εσωτερικό, αλλά και σε όσους είχαν χρήματα στο εξωτερικό και οι οποίοι είχαν κατοχυρώσει επενδυτικό δικαίωμα. Όσοι είχαν φέρει χρήματα από το εξωτερικό, μπορούσαν ένα μέρος αυτών 30%, να το «διώξουν» ξανά εκτός της Ελλάδος, με βάση το περιεχόμενο των capital controls, πράγμα που κάνουν. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι πολλές τράπεζες ενημερώνουν πλέον τους καταθέτες ότι τελείωσε το όριο που είχαν (η κάθε τράπεζες έχει συνολικό μηνιαίο όριο), από τις 15-20 του μήνα. Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, εξαντλούν το όριο αναλήψεων μετρητών 840 ευρώ κάθε 15 ημέρες, έστω και αν δεν το χρειάζονται.
Handelsblatt: Ξανά σύννεφα στις τράπεζες
Το θέμα των ελληνικών τραπεζών μπορεί να μην είναι πρώτη είδηση στην Ελλάδα, ωστόσο αυτό δεν περνά απαρατήρητο στα διεθνή ΜΜΕ και ειδικά στη Γερμανία. Πρόσφατα μάλιστα η Handelsblatt σε δημοσίευμά της δείχνει να ασχολείται λιγότερο με το αποτέλεσμα της συνάντησης Μέρκελ-Λαγκάρντ και περισσότερα με την επικείμενη επίσκεψη της Ντανιέλ Νουί, στην Αθήνα τον Μάρτιο. Σύμφωνα με την οικονομική εφημερίδα το πρόσφατο Eurogroup δεν άφησε να εννοηθεί ότι θα υπάρξει μια γρήγορη συμφωνία στις διαπραγματεύσεις για την Ελλάδα. «Αυτό το αδιέξοδο στρέφει όμως και πάλι τις τράπεζες μακριά από την κερδοφορία. Αυτό διαφαίνεται από μια ολόκληρη σειρά συμπτωμάτων κρίσης. Η διευθέτηση δανειακών χαρτοφυλακίων μένει στάσιμη. Συγχρόνως οι καταθέσεις συρρικνώνονται. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάγκη νέας αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών, πιθανώς όμως με ευθύνη των μετόχων και των πιστωτών». Η τελευταία επίσκεψη της επικεφαλής της SSM στην Αθήνα ήταν το 2016, αλλά όπως σημειώνει η εφημερίδα αυτή τη φορά «οι μάνατζερ των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών, που βρίσκονται υπό την εποπτεία της ΕΚΤ, δεν έχουν κανένα καλό νέο για τη Νουί». Σε μεγάλο βαθμό, σύμφωνα με τους Έλληνες τραπεζίτες, η κακή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών εξαρτάται, μεταξύ άλλων, και από τη στασιμότητα στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος από τους δανειστές. Σε αυτό προστίθεται η αβεβαιότητα για τη συνέχιση της δανειακής βοήθειας, αλλά και τα νέα σενάρια για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την Handelsblatt, τα χρονικά περιθώρια για τις ελληνικές τράπεζες στενεύουν. «Η ώρα της αλήθειας θα έρθει το αργότερο με το stresstest της ΕΚΤ που προβλέπεται για το 2018».