Νύχτα 6 προς 7 Ιουνίου 1822: Η πυρπόληση της οθωμανικής ναυαρχίδος στη Χίο από τον πυρπολητή Κωνσταντή Κανάρη

 
ασσ

Ενημερώθηκε: 07/06/24 - 22:43

Του Λεωνίδα Σ. Μπλαβέρη

Τη νύχτα 6 προς 7 Ιουνίου 1822 σημειώθηκε η πυρπόληση της οθωμανικής ναυαρχίδος του Καρά Αλή από τον Ψαριανό πυρπολητή Κωνσταντή Κανάρη, ο οποίος μαζί με τον Υδραίο Ανδρέα Πιπίνο, είχαν επιτεθεί στον οθωμανικό στόλο μέσα στο λιμάνι της Χίου, αποτελώντας ένα από τα μεγαλύτερα ναυτικά κατορθώματα του της Επαναστάσεως του 1821.

Ενέργεια, με τεράστιο αντίκτυπο τόσο μεταξύ των υπολοίπων Ελλήνων, όσο και στο εξωτερικό, καθώς κατά την πυρπόληση της οθωμανικής ναυαρχίδος σκοτώθηκε και ο ίδιος ο Τούρκος ναύαρχος Καρά Αλής, ο σφαγέας της Χίου, γεγονός που θεωρήθηκε από όλους τους Έλληνες ως «θεία Δίκη».  

            Είχε προηγηθεί, στις 30 Μαρτίου 1822, η σφαγή της Χίου όπου ένας ισχυρός τουρκικός στόλος αποτελούμενος από 34 πλοία διενήργησε απόβαση στρατευμάτων στο νησί της μαστίχας, στοχεύοντας στο να καταπνίξει την επανάσταση των Ελλήνων κατοίκων της, κάτι που τελικώς έκανε κατά τον πλέον απάνθρωπο τρόπο!

Μετά τη σφαγή ο τουρκικός στόλος παρέμεινε αγκυροβολημένος στη Χίο και το στενό του Τσεσμέ με την έναντι αυτής Μικρασιατική ακτή. Η τότε ελληνική επαναστατική κυβέρνηση πέτυχε με μεγάλη δυσκολία να συγκεντρώσει σημαντικό χρηματικό ποσό (342.000 γρόσια) για τον εξοπλισμό στόλου.

Τελικώς κατάφερε να έχει μία παρατακτή δύναμη αποτελούμενη από 29 υδραίικα, 19 σπετσιώτικα και 16 ψαριανά καράβια, 64 συνολικώς καράβια, με αντικειμενικό σκοπό να διώξουν τους Τούρκους από τη Χίο και να εξουδετερώσουν τον τουρκικό στόλο. Η δεύτερη αποστολή ήταν τότε και η πιο σημαντική καθώς την ίδια εποχή είχε καταπλεύσει στις ελληνικές θάλασσες και ο αιγυπτιακός στόλος, ο οποίος αν ενωνόταν με τον Οθωμανικό θα ανέτρεπε την όποια ισορροπία στο Αιγαίο. Ο ελληνικός στόλος ανέμενε για σημαντικό χρονικό διάστημα να σημειωθούν οι καλύτερες συνθήκες για να χτυπήσει  τους Οθωμανούς Τούρκους.

Στις 10 Μαΐου 1822 σημειώθηκαν δύο επιθέσεις στο στενό του Τσεσμέ, χωρίς επιτυχία.

Στις 18 Μαΐου 1822 πραγματοποιήθηκε νυκτερινή επιχείρηση του ελληνικού στόλου, που προκάλεσε σύγχυση στον αντίστοιχο τουρκικό και σοβαρές ζημιές των πλοίων τους, απέτυχε όμως η προσπάθεια πυρπολήσεως της οθωμανικής ναυαρχίδος, που θα ήταν ένα καίριο χτύπημα ουσίας αλλά και εντυπώσεων.

Επακολούθησε μία αναταραχή στα πληρώματα του ελληνικού στόλου, καθώς είχαν καθυστερήσει οι πληρωμές τους, ενώ σημειώθηκε και μία διαφωνία μεταξύ Υδραίων και Σπετσιωτών ναυάρχων. Η διαφωνία «χόντρυνε», μετετράπη σε γενική σύρραξη, που είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση, στις 31 Μαΐου 1822, των Σπετσιώτικων καραβιών, παρά τις περί του αντιθέτου εκκλήσεις των Ψαριανών, που κατευθύνθηκαν προς την Κρήτη για να αποφευχθούν τα χειρότερα.

Τότε οι Ψαριανοί, με τη σύμφωνη γνώμη του ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τα πυρπολικά τους. Την παράτολμη επιχείρηση πυρπολήσεως της Οθωμανικής ναυαρχίδος του Καρά Αλή ανέλαβαν ο Ψαριανός Κωνσταντής Κανάρης και Υδραίος Ανδρέας Πιπίνος, με τον πρώτο να αναλαμβάνει να πυρπολήσει τη ναυαρχίδα του Καρά Αλή και τον δεύτερο το δίκροτο του Μπεκήρ μπέη που ήταν ο δεύτερος στη ιεραρχία του Οθωμανικού στόλου και το καράβι του το καράβι του υποδιοικητή.

Τα δύο πυρπολικά, «μπουρλότα» όπως λέγονταν στην ναυτική γλώσσα, θα συνοδεύονταν από τέσσερα πλοία, δύο των Ψαριανών Ν. Γιαννίτση και Γ. Κουτσούκου και ισάριθμα των Υδραίων Ι. Ζιάκα και Αντ. Ραφαλιά, αποστολή των οποίων ήταν η διάσωση των πληρωμάτων των δύο πυρπολικών μετά την επίθεσή τους.

Στις 1 Ιουνίου 1822 ξεκίνησε ο ελληνικός στολίσκος από τα Ψαρά με κατεύθυνση το στενό της Χίου, όπου ήταν αγκυροβολημένος ο Οθωμανικός στόλος.

Την νύχτα της 6 προς 7 Ιουνίου 1822, μία ασέληνη νύχτα, με ευνοϊκό ούριο άνεμο, της τελευταία νύχτα του Μπαϊραμιού, τα ελληνικά πλοία πλησίασαν τον τουρκικό στόλο, ήσυχα, και χωρίς να γίνουν αντιληπτά από τους Τούρκους. Η ευωχία από την τελευταία νύχτα της γιορτής σε συνδυασμό με το ότι όλα τα τουρκικά πλοία ήταν κατάφωτα, βοήθησε τα μέγιστα στο να μπορούν να τα διακρίνουν καθαρά οι Έλληνες που έρχονταν «από το σκοτάδι».

Ο Πιπίνος πλησίασε το καράβι του υποδιοικητή του οθωμανικού στόλου, «κόλλησε» το πυρπολικό του στα πλευρά του, και του έβαλε φωτιά. Το πλήρωμά του όμως δεν είχε στερεώσει καλά το πυρπολικό, γεγονός που σε συνδυασμό με το ότι το πλήρωμα του οθωμανικού αντιλήφθηκε την τελευταία στιγμή το ελληνικό καράβι, είχε ως αποτέλεσμα να καταφέρουν να το αποκολλήσουν.

Αντιθέτως, το πυρπολικό του Κανάρη όμως, του οποίου ο πηδαλιούχος, Ιωάννης Θεοφιλόπουλος, πραγματοποίησε εξαιρετικούς ελιγμούς, «κόλλησε» γερά στη ναυαρχίδα, και μάλιστα στην πλευρά που φυσούσε ο άνεμος, γεγονός που το «έσπρωχνε» πάνω στο οθωμανικό πλοίο. Τότε ο Κανάρης έβαλε φωτιά στα εύφλεκτα υλικά που υπήρχαν παντού στο σκάφος και σε λίγα λεπτά η φωτιά μεταδόθηκε σε όλο το πλοίο με αποτέλεσμα να αρχίσουν να εκπυρσοκροτούν τα πυρομαχικά και η μπαρούτι για τα 84(!) κανόνια του, με καταστροφικές συνέπειες, καθώς προκλήθηκε η ανατίναξη του πλοίου με ελάχιστους διασωθέντες από το πλήρωμα των 2.000 ανδρών. Ο Οθωμανός ναύαρχος Καρά Αλή, προσπαθώντας να ξεφύγει, τραυματίστηκε θανασίμως από ένα φλεγόμενο κατάρτι, που έπεσε πάνω του, ενώ ο Κανάρης και το πλήρωμά του επιβιβάστηκαν στην «σκαμπαβία» (την βοηθητική λέμβο) που έσερνε πίσω του το κάθε πυρπολικό και κωπηλατώντας κατάφεραν να επιβιβαστούν στα πλοία που τους περίμεναν και να ξεφύγουν σώοι και ασφαλείς. Τα πληρώματα των δύο πυρπολικων θα σωθούν χωρίς καμία απώλεια!

Στα Ψαρά, ο λαός και ο κλήρος παραληρώντας από ενθουσιασμό τους περίμενε στην παραλία του νησιού και τους συνόδευσαν στον ναό του Αγίου Νικολάου όπου τελέστηκε πανηγυρική δοξολογία.

Η παράτολμη επιχείρηση των Ελλήνων που κατέληξε στην καταβύθιση και μάλιστα με αυτόν τον εντυπωσιακό τρόπο της τουρκικής ναυαρχίδος προκάλεσε τους πανηγυρισμούς ολόκληρου του Ελληνισμού, τον τρόμο στα πληρώματα του τουρκικού οθωμανικού στόλου και, τον θαυμασμό ολόκληρης της Ευρώπης. Συμφώνως με τον Άγγλο ιστορικό Τόμας Γκόρντον, η πυρπόληση της ναυαρχίδας «ήταν ένα από τα πιο καταπληκτικά κατορθώματα που αναφέρει η ιστορία» και ο Κανάρης «ο πιο έξοχος εκπρόσωπος του ηρωϊσμού που η Ελλάδα όλων των εποχών μπορεί να υπερηφανεύεται» (wikipidia.org).

Από την άλλη πλευρά, ο οθωμανικός στόλος έντρομος, κατέφυγε πρώτα στην ασφάλεια της Μυτιλήνης και μετά σε αυτήν των στενών των Δαρδανελίων.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ