Πριν από επτά χρόνια, ο Ντόναλντ Τραμπ εισήλθε στην αίθουσα διπλωματικής υποδοχής του Λευκού Οίκου και εκφώνησε σύντομη ομιλία που σήμανε τον θάνατο αυτού που μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου θεωρούσε επιτυχία-ορόσημο της παγκόσμιας διπλωματίας.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ ξεκίνησε δηλώνοντας ότι ήθελε να ενημερώσει σχετικά με «τις προσπάθειές μας να αποτρέψουμε το Ιράν από το να αποκτήσει πυρηνικό όπλο». Κατέληξε υπογράφοντας μνημόνιο που επέβαλε εκ νέου κυρώσεις στην ισλαμική δημοκρατία και κηρύσσοντας την έναρξη της λεγόμενης εκστρατείας «μέγιστης πίεσης».
Σε τροχιά σύγκρουσης
Μέσα σε 12 λεπτά, ο Τραμπ είχε διαλύσει το επίτευγμα της εξωτερικής πολιτικής που φέρει την υπογραφή του Μπαράκ Ομπάμα: μια συμφωνία του 2015 με την Τεχεράνη, η οποία περιόριζε αυστηρά τις πυρηνικές δραστηριότητες του Ιράν και είχε τη σύμφωνη γνώμη της Ευρώπης, της Ρωσίας και της Κίνας.
«Αν δεν κάνουμε τίποτα, ξέρουμε ακριβώς τι θα συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα», τόνισε ο Τραμπ. «Το κορυφαίο κράτος-χορηγός της τρομοκρατίας στον κόσμο θα βρίσκεται στο κατώφλι της απόκτησης των πιο επικίνδυνων όπλων στον κόσμο».
Τώρα, επιστρέφοντας στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ αντιμετωπίζει τις επιπτώσεις της απόφασης του 2018 – το Ιράν από τη συμμόρφωση με τη συμφωνία έφτασε στην επιθετική αύξηση της πυρηνικής του δραστηριότητας και πλέον, βρίσκεται σε τροχιά σύγκρουσης με τη Δύση, η οποία θα κορυφωθεί φέτος.
Οι φόβοι να ξεσπάσει νέος πόλεμος στη Μέση Ανατολή αυξάνονται και, αν το Ιράν εκτιμήσει πως αντιμετωπίζει υπαρξιακή απειλή, αυξάνονται οι πιθανότητες να γίνει η 10η πυρηνική ένοπλη δύναμη του πλανήτη.
Διπλωματική λύση
«Υπάρχει χώρος για διπλωματία. Αλλά και οι δύο πλευρές πρέπει να έχουν την πολιτική βούληση και την ετοιμότητα να ανταποκριθούν στη στιγμή», τονίζει στους FT η Κέλσεϊ Ντέιβενπορτ, διευθύντρια για την πολιτική μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων στην Ενωση Ελέγχου Οπλων.
Κάποιοι ζητούν σύγκρουση. Η ακροδεξιά πτέρυγα της κυβέρνησης του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ενθαρρυμένη έπειτα από ένα έτος κατά το οποίο κατάφερε σειρά από καίρια πλήγματα στο Ιράν και τους πληρεξουσίους του, πιέζει τις ΗΠΑ να υποστηρίξουν στρατιωτική δράση.
Ακόμα και οι Ευρωπαίοι που υπέγραψαν τη συμφωνία του 2015 – η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία (Ε3) – εμφανίζονται σε συγκρουσιακή πορεία με την Τεχεράνη.
Αντιτάχθηκαν στην αρχική απόφαση του Τραμπ να εγκαταλείψει τη συμφωνία, γνωστή με το ακρωνύμιό της, JCPOA, και μάταια αγωνίστηκαν να την αναβιώσουν με την κυβέρνηση Μπάιντεν. Αλλά έχουν απογοητευτεί από την επιθετική επέκταση των πυρηνικών δραστηριοτήτων του Ιράν και την αδιαλλαξία της Τεχεράνης υπό τον ανώτατο ηγέτη Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ.
Το «χαρτί» των κυρώσεων
Το κρίσιμο σημείο θα προκύψει το φθινόπωρο, ενόψει της λήξης των βασικών ρητρών της JCPOA στις 18 Οκτωβρίου. Οι Ε3 έχουν απειλήσει να χρησιμοποιήσουν την προθεσμία για να ενεργοποιήσουν τη λεγόμενη «διαδικασία snapback», η οποία θα επαναφέρει τις κυρώσεις του ΟΗΕ στο Ιράν.
Δυτικοί διπλωμάτες αναγνωρίζουν ότι το snapback θα ήταν επικίνδυνη στιγμή που θα ενθάρρυνε τους σκληροπυρηνικούς στο Ιράν, τις ΗΠΑ και το Ισραήλ και θα αύξανε την απειλή στρατιωτικής δράσης. Ωστόσο, εκτιμούν πως δεν υπάρχουν πολλές επιλογές αν δεν σημειωθεί πρόοδος στο διπλωματικό μέτωπο.
Η Τεχεράνη έχει ήδη προειδοποιήσει ότι θα αποσυρθεί από τη συνθήκη μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων εάν ενεργοποιηθεί το snapback. Εν τω μεταξύ, έχει επεκτείνει δραματικά την παραγωγή ουρανίου εμπλουτισμένου στο 60%, που είναι κοντά σε οπλικό βαθμό.
Παράλληλα, έχει διαμηνύσει ότι είναι πρόθυμη να επανέλθει σε διαπραγματεύσεις για τον πυρηνικό φάκελο. Ο ρεφορμιστής πρόεδρος Μασούντ Πεζεσκιάν κέρδισε τις εκλογές πέρυσι υποσχόμενος να εξασφαλίσει την ελάφρυνση των κυρώσεων – προφανώς με την υποστήριξη του Χαμενεΐ.
Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες δεν θεωρούν ότι το Ιράν κατασκευάζει πυρηνικό όπλο. Ωστόσο τον Φεβρουάριο, ο Τραμπ υπέγραψε υπόμνημα που αποκάλυψε τις προθέσεις του να παίξει σκληρό παιχνίδι με το Ιράν. Στο υπόμνημα ανέφερε ότι η Ουάσιγκτον θα επαναφέρει τις κυρώσεις μέγιστης πίεσης για να οδηγήσει τις εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν -την οικονομική σανίδα σωτηρίας του- στο «μηδέν».
Πρόσθεσε ότι το Ιράν θα πρέπει να αρνηθεί να αποκτήσει πυρηνικό όπλο, αλλά και διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους, καθώς και ότι το «τρομοκρατικό του δίκτυο» θα πρέπει να εξουδετερωθεί, αναφορά στους περιφερειακούς μαχητές που υποστηρίζει.
«Το Ιράν δεν επιθυμεί πόλεμο υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, καθώς υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ των δυνατοτήτων του και των ΗΠΑ», ανέφερε από πλευράς της πηγή της Τεχεράνης. «Ωστόσο, αν δεν απομένει άλλη επιλογή, θα πολεμήσει», πρόσθεσε η ίδια ποινή.
Περιφερειακές και άλλες δυνάμεις
Η Τεχεράνη έχει βελτιώσει τις σχέσεις της με ανταγωνιστικές δυνάμεις του Κόλπου, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, οι οποίες υποστήριξαν την πρώτη εκστρατεία μέγιστης πίεσης του Τραμπ, αλλά έκτοτε προσπάθησαν να αποκλιμακώσουν τις εντάσεις.
Σύμφωνα με την πηγή της Τεχεράνης, σε περίπτωση «μεγάλου πολέμου», το Ιράν θα έβαζε στο στόχαστρο αμερικανικές βάσεις στην περιοχή και πετρελαϊκές εγκαταστάσεις.
Οι Ε3 από πλευράς τους, έχουν πραγματοποιήσει τέσσερις γύρους συνομιλιών με τους Ιρανούς ομολόγους τους για να εκτιμήσουν το πιθανό περίγραμμα μιας συμφωνίας.
Τα αραβικά κράτη θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως χειρόφρενο σε οποιαδήποτε κλιμάκωση, λένε οι αναλυτές, με τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα, να επιθυμούν απεγνωσμένα να αποφύγουν νέα σύγκρουση στην περιοχή.
Σενάριο στρατιωτικού πλήγματος
Αναλυτές εκτιμούν πως μία επιλογή για τον Τραμπ μπορεί να είναι να διαπραγματευτεί λιγότερο φιλόδοξη συμφωνία που ουσιαστικά θα περιορίζει το πρόγραμμα εμπλουτισμού του Ιράν.
Ωστόσο, αυτό μπορεί να μην είναι αρκετό για το Ισραήλ. Ο Τζέικομπ Νέιτζελ, πρώην επικεφαλής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας του Ισραήλ υπό τον Νετανιάχου, τονίζει πως ο Ισραηλινός πρωθυπουργός επιδιώκει το Ιράν να χάσει κάθε δυνατότητα ανάπτυξης πυρηνικού προγράμματος και διατήρησης πυρηνικών εγκαταστάσεων για τα «επόμενα 100 χρόνια».
«Το Ισραήλ μπορεί να κάνει ό,τι χρειάζεται. Είναι πάντα καλύτερο να το κάνει με τις ΗΠΑ, αλλά υπάρχουν πράγματα που μπορούμε να κάνουμε μόνοι μας», αναφέρει ο Νέιτζελ. «Θα είναι πολύ πιο δύσκολο. Αλλά το Ισραήλ θα σταματήσει το Ιράν … αυτή τη φορά [οι διαπραγματεύσεις] δεν θα μας αποτρέψουν». Ανώτερος δυτικός διπλωμάτης τον οποίο επικαλούνται οι FT προειδοποίησε ότι «πορεία σύγκρουσης φαίνεται αναπόφευκτη».
Οι ειδικοί, ωστόσο, εκτιμούν πως δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι τα στρατιωτικά πλήγματα θα επιτύχουν την καταστροφή όλων των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, οι οποίες είναι χτισμένες σε βουνά και βαθιά κάτω από το έδαφος, αλλά θα είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσουν εχθρική απάντηση.
«Το τυπικό εγχειρίδιο του Ιράν είναι να σκληρύνει και να διασκορπίσει περαιτέρω τις πυρηνικές του εγκαταστάσεις», σύμφωνα με τον Ντέιβενπορτ. «Μακροπρόθεσμα, τα χτυπήματα απλώς θα οδηγήσουν το Ιράν πιο κοντά στη βόμβα και θα οδηγήσουν το πυρηνικό του πρόγραμμα πιο κάτω από το έδαφος».
Ο Χοσεΐν Μουσαβιάν, πρώην ανώτερος Ιρανός διπλωμάτης, που τώρα εργάζεται στο Πανεπιστήμιο Princeton, επιμένει ότι το Ιράν δεν σχεδιάζει να κατασκευάσει πυρηνικό όπλο. Ωστόσο ο ίδιος επισημαίνει πως το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να το ωθήσει προς αυτή την κατεύθυνση είναι μία στρατιωτική επίθεση.
«Η είσοδος των ΗΠΑ σε πόλεμο με το Ιράν θα είχε συνέπειες 10 φορές χειρότερες από τους πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν», σύμφωνα με τον ίδιο.
Ωστόσο, όπως ακριβώς οι ΗΠΑ αποτυγχάνουν να κατανοήσουν το Ιράν, έτσι και το καθεστώς της Τεχεράνης συνήθως υπερβάλλει εαυτόν, ανέφερε δυτικός διπλωμάτης στους FT.UnmuteRemaining Time -0:01 FullscreenAdvertisement
«Είμαι πολύ απαισιόδοξος. Αν και οι δύο πλευρές κινούνταν προς την κατεύθυνση της οικοδόμησης εμπιστοσύνης, ίσως. Αλλά απλώς φωνάζουν», πρόσθεσε. «Ακόμη και αν ο Χαμενεΐ ακολουθεί διαπραγματευτική τακτική, το ερώτημα είναι ποιος έχει το πάνω χέρι; Δεν είναι ο Χαμενεΐ».