Απειλεί η Ακροδεξιά την Ευρώπη; Η απάντηση είναι ναι. Για την ακρίβεια όχι απλά την απειλεί αλλά είναι η πρώτη φορά από τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που τα ακροδεξιά κόμματα ανά την ήπειρο δημιουργούν τέτοια δυναμική πρωτιάς και ισχυρής παρουσίας στις κάλπες της 9ης Ιουνίου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα τον προηγούμενο Ιανουάριο, οι ακροδεξιοί σχηματισμοί σε 9 χώρες της Ε.Ε. έρχονταν πρώτοι στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Η συγκεκριμένη τάση καταγραφόταν σε Αυστρία, Βέλγιο, Τσεχία, Γαλλία, Ουγγαρία, Ιταλία, Ολλανδία, Πολωνία και Σλοβακία, την ώρα που οι εν λόγω σχηματισμοί κατακτούσαν τη δεύτερη ή την τρίτη θέση στις προτιμήσεις των πολιτών στη Βουλγαρία, την Εσθονία, τη Φινλανδία, τη Γερμανία, τη Λετονία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία, την Ισπανία και τη Σουηδία.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι 18 από τις 27 χώρες της Ε.Ε. έχουν πραγματικά σοβαρό θέμα με την άνοδο της ακροδεξιάς. Σημαίνει επίσης ότι εάν επαληθευτούν οι προβλέψεις, η Ακροδεξιά στο νέο Ευρωκοινοβούλιο θα είναι η τρίτη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη.
Το τέρας
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο όλων είναι ότι η Ευρώπη δείχνει να συνηθίζει το τέρας και το επόμενο βήμα, σύμφωνα με τη ρήση του Μάνου Χατζιδάκι, είναι να αρχίσει να του μοιάζει. Γιατί το λέμε αυτό; Επειδή σύμφωνα με έρευνες αρκετοί είναι εκείνοι που δεν θεωρούν ως «απειλή» τα ακροδεξιά κόμματα.
Για παράδειγμα, στη γειτονική Ιταλία των κόμμα των «Αδελφών της Ιταλίας» της Τζόρτζια Μελόνι καταγράφηκε αρχικά ως ένα ακραίο, μεταφασιστικό κίνημα και τώρα θεωρείται περισσότερο mainstream δεξιό κόμμα, από πολλούς ψηφοφόρους στην Ιταλία, όσο και από αρκετούς στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με την έρευνα του Συμβουλίου, μόλις το 15% των ψηφοφόρων της Μελόνι πιστεύουν ότι η πρωθυπουργός τους επιθυμεί την έξοδο της χώρας από την Ε.Ε. ή την ευρωζώνη. Συμπερασματικά, αυτό αφαιρεί ένα σημαντικό όπλο από τους πολιτικούς της αντιπάλους, καθώς δεν μπορούν να την κατηγορήσουν ότι βάζει σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας τους.
Από την άλλη πλευρά, στην Πολωνία, το κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης, ξεκίνησε ως ένα επίσης mainstrem δεξιό κόμμα και έχει καταλήξει να έχει αντιευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τους αναλυτές, τέτοιες μεταλλάξεις μέσα στο χρόνο δυσκολεύουν σε μεγάλο βαθμό το ρόλο των παραδοσιακών κομμάτων της Δεξιάς που στέκονται υπέρ της Ευρώπης, να παρέχουν πειστικό αφήγημα και να καταφέρουν να περιορίσουν τις διαρροές προς τα δεξιά τους.
Μοιραία, υιοθετούν επίσης έναν περισσότερο ακραίο λόγο ή ακολουθούν πολιτικές που μοιάζουν αρκετές φορές με εκείνον την ακροδεξιάς, με απλά λόγια σέρνονται πίσω από τις δικές της κραυγές για θέματα όπως το μεταναστευτικό, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η πανδημία και οι επιπτώσεις της κ.α.
Γιατί ενισχύεται η Ακροδεξιά
Πολλοί θα πίστευαν ότι το μεταναστευτικό είναι ο υπ. αριθμόν έναν λόγος για την άνοδο της Ακροδεξιάς πανευρωπαϊκά. Όπως φαίνεται από τα στοιχεία για τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι χώρες της Ε.Ε., κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Προφανώς και συγκεντρώνει υψηλά ποσοστά σε κάποιες χώρες όπως π.χ. στη Γερμανία και την Αυστρία, σε άλλες όμως και κυρίως στον ευρωπαϊκό νότο όπως στην Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα βρίσκεται πολύ πιο χαμηλά στην ατζέντα.
Στις χώρες του νότου το βασικό πρόβλημα είναι ένα: η οικονομική κρίση και οι συνέπειές της. Ειδικά στην Ελλάδα βρίσκεται μακράν στην πρώτη θέση με δεύτερη την πανδημία και τις συνέπειές της, στην τρίτη θέση βρίσκεται η κλιματική αλλαγή κι αμέσως μετά ακολουθεί το μεταναστευτικό. Αντιθέτως στη Γερμανία το μεταναστευτικό παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση, με δεύτερη τον πόλεμο στην Ουκρανία (λόγω της ενεργειακής εξάρτησης της Γερμανίας από το ρωσικό αέριο) και τρίτη την κλιματική αλλαγή.
Το πρόβλημα της συνεννόησης
Βασικό ζητούμενο στην Ε.Ε. όλα τα προηγούμενα χρόνια ήταν η συνεννόηση και η διάθεση ουσιαστικής συνεργασίας μεταξύ των χωρών-μελών. Αυτό είναι κάτι που δείχνει να ξεθωριάζει και να μην είναι τόσο εφικτό σε μια Ευρώπη που η Ακροδεξιά όχι μόνο θα έχει ουσιαστικό λόγο αλλά θα μπορεί και να τορπιλίζει συμφωνίες και πολιτικές.
Το παράδειγμα της Ολλανδίας ταιριάζει γάντι σε αυτή την περίπτωση. Παραδοσιακά η χώρα ήταν μια από τους πιο πιστούς συνεργάτες των Βρυξελλών. Μετά τις τελευταίες εθνικές εκλογές και το σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού μεταξύ του ακροδεξιού κόμματος του Γκερτ Βίλντερς, δύο κεντροδεξιών κομμάτων και ενός τέταρτου σχηματισμού, τα πράγματα έχουν αλλάξει στη χώρα. Αυτή η αλλαγή αναμένεται να αποτυπωθεί και στην κάλπη των ευρωεκλογών με τους ακροδεξιούς να είναι το μεγάλο φαβορί.
«Στο όχι πολύ μακρινό μέλλον, η Ολλανδία θα μπορούσε να προστεθεί στον κατάλογο των χωρών των οποίων η υποστήριξη για αυξημένη ευρωπαϊκή συνεργασία δεν θα είναι εφικτή», αναφέρει η έρευνα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων.
Γερμανία – Αυστρία
Τρεις εβδομάδες πριν τις κάλπες επιχειρήσαμε να καταγράψουμε το κλίμα που επικρατεί σε δύο χώρες όπου η Ακροδεξιά συγκεντρώνει υψηλά ποσοστά. Ζητήσαμε την αρωγή του Φέρι Μπατζόγλου, δημοσιογράφου επί χρόνια σε γερμανόφωνα ΜΜΕ, ο οποίος τώρα εργάζεται για λογαριασμό της εφημερίδας ΤΑΖ του Βερολίνου. Τον ρωτήσαμε ποια είναι η εικόνα της πολιτικής δύναμης της Ακροδεξιάς στη Γερμανία και την Αυστρία
«Όταν μιλάμε για την Ακροδεξιά σε αυτές τις χώρες, αρκεί να επικεντρωθούμε στο AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) στη Γερμανία και το FPÖ (Κόμμα της Ελευθερίας) στην Αυστρία. Τα άλλα κόμματα αυτού του πολιτικού φάσματος δεν παίζουν ουσιαστικά κανέναν ρόλο εδώ και αρκετό καιρό σε αυτές τις δύο χώρες, τόσο στις δημοσκοπήσεις όσο και από άποψη πολιτικής σημασίας», είναι η απάντηση. Σημειώνει επίσης ότι το AfD είναι περισσότερο ισχυρό στην Ανατολική Γερμανία, ωστόσο έχει σημειώσει πτώση στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις και εξηγεί τους λόγους:
«Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, θα κέρδιζε το 17 τοις εκατό των ψήφων στις επερχόμενες ευρωεκλογές, δύο ποσοστιαίες μονάδες λιγότερο από ό,τι τον Απρίλιο. Σε κάθε περίπτωση, αυτό το ποσοστό είναι σημαντικά υψηλότερο από ό,τι στις ομοσπονδιακές εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου 2021, όταν το AfD κέρδισε έντεκα τοις εκατό των ψήφων.
Ας σημειώσουμε ότι το AfD είναι ιδιαίτερα ισχυρό στην Ανατολική Γερμανία. Στη Θουριγγία, όπου Πρωθυπουργός είναι ο αριστερός Bodo Ramelow από την Die Linke και όπου τον Σεπτέμβριο θα διεξαχθούν εκλογές σε επίπεδο κρατιδίου, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το AfD λαμβάνει στο μεταξύ ένα 30 τοις εκατό, γεγονός που το καθιστά την ισχυρότερη πολιτική δύναμη.
Οι κύριοι λόγοι για την πρόσφατα πτωτική του πορεία είναι δύο σκάνδαλα που το ταλαιπωρούν:
Το πρώτο αφορά τον πολιτικό του AfD Maximilian Krah, 47 ετών, δικηγόρο από την Δρέσδη, ο οποίος ήταν μέλος του CDU μέχρι το 2016 και από το 2019 είναι ευρωβουλευτής και επικεφαλής υποψήφιος του AfD για τις ευρωεκλογές. Μόλις πρόσφατα, ένας στενός συνεργάτης του Krah συνελήφθη από τις γερμανικές αρχές ως ύποπτος για κατασκοπεία υπέρ της κινεζικής μυστικής υπηρεσίας MSS.
Ο Krah, ο οποίος έχει τραβήξει την προσοχή στο παρελθόν με τις εμφατικά φιλοκινεζικές και φιλορωσικές θέσεις του, έχει έκτοτε απολύσει τον στενό του συνεργάτη. Το AfD συνεχίζει να στέκεται στο πλευρό του Krah. Παραμένει υποψήφιος για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο Krah αντλεί τη δημοτικότητά του σε μεγάλο βαθμό από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ιδίως από το TikTok, το οποίο του επιτρέπει να προσεγγίσει ιδίως τους νεότερους ψηφοφόρους.
Η δεύτερη υπόθεση αφορά τον βουλευτή του AfD στην Μπούντεσταγκ Petr Bystron. Είναι ύποπτος ότι έχει λάβει δωροδοκίες από τη Ρωσία. Η Γενική Εισαγγελία του Μονάχου έχει ερευνήσει διάφορα ακίνητα στο Βερολίνο, τη Βαυαρία και τη Μαγιόρκα – συμπεριλαμβανομένου του γραφείου του στη Μπούντεσταγκ. Ο Bystron είναι ύποπτος για δωροδοκία και ξέπλυμα χρήματος. Προφανώς όλα αυτά τρομάζουν πιθανούς ψηφοφόρους του AfD».
Το κόμμα Wagenknecht
Φέρνουμε στην κουβέντα το κόμμα της Sarah Wagenknecht, η οποία αποχώρησε από το κόμμα της Αριστεράς στις αρχές του έτους και το οποίο δείχνει να κάνει ζημιά στο AfD.
«Η Wagenknecht, η οποία είναι πολύ δημοφιλής στη Γερμανία, εμφανίζεται συχνά σε γερμανικά πολιτικά τοκ σόου και λάμπει εκεί με τη ρητορική της. Εξακολουθεί να είναι μέλος της Μπούντεσταγκ. Το κόμμα Wagenknecht προσελκύει πιθανούς ψηφοφόρους του AfD. Έχει θέσεις κοντά στο AfD όσον αφορά τη μεταναστευτική πολιτική και είναι εξίσου επικριτικό απέναντι στις ΗΠΑ, για παράδειγμα στο Ουκρανικό.
Το BSW, ένα νέο κόμμα, κερδίζει 7% στις δημοσκοπήσεις. Καθόλου άσχημα για αρχή. Και μια άλλη ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: το BSW είναι ιδιαίτερα ισχυρό στην ανατολική Γερμανία – όπως ακριβώς και το AfD. Πάντως, το AfD δεν χάνει τόσους ψήφους όσους κερδίζει το νέο κόμμα Wagenknecht. Αυτό σημαίνει ότι το κόμμα Wagenknecht αφαιρεί ψήφους (και) από άλλα κόμματα».
Ισχυρή Ακροδεξιά
«Στην Αυστρία τα πράγματα είναι απλά: Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, το FPÖ συγκεντρώνει το 27 τοις εκατό των ψήφων. Eίναι πλέον η αδιαμφισβήτητα ισχυρότερη πολιτική δύναμη στην Αυστρία, έξι ποσοστιαίες μονάδες μπροστά από το κυβερνών ÖVP (το Λαικό Κόμμα) και τους αντιπολιτευόμενους Σοσιαλδημοκράτες», σημειώνει ο Φέρι Μπατζόγλου και συνεχίζει:
«Ο ηγέτης του κόμματος Χέρμπερτ Κίκελ έχει κερδίσει δημοτικότητα. Αυτό ξεκίνησε με τη σθεναρή αντίθεσή του στη σκληρή πολιτική της κυβέρνησης στο θέμα του Covid-19. Συνεχίζεται τώρα με την κριτική του για τον υψηλό πληθωρισμό και την ακρίβεια στην Αυστρία. Οι ευρωεκλογές αποτελούν ένα δυνατό τεστ για το FPÖ. Θέλει να επιβεβαιώσει την ηγετική της θέση στο εγχώριο σκηνικό ενόψει των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών το φθινόπωρο. Ο Κίκελ θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει καγκελάριος. Σε αντίθεση με το AfD, το οποίο είναι τοξικό για τα υπόλοιπα κόμματα στη Γερμανία, το FPÖ στην Αυστρία είναι ένα παλιό κόμμα με κυβερνητική εμπειρία. Ο Kίκελ ήταν υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Κουρτζ. Είναι γνωστός για τη σκληρή μεταναστευτική του πολιτική. Κάτι που φαίνεται να έχει όλο και μεγαλύτερη απήχηση στον αυστριακό πληθυσμό».
– Ποιοι είναι κατά τη γνώμη σας οι βασικοί λόγοι ανόδου της Ακροδεξιάς σε αυτές τις χώρες; Γιατί πιστεύετε ότι τα προοδευτικά κόμματα (Σοσιαλιστές, Φιλελεύθεροι, Αριστερά) δεν δείχνουν να έχουν τη δυνατότητα να αναχαιτίσουν την επέλαση της Ακροδεξιάς;
«Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν εθνικοί λόγοι, αλλά υπάρχουν και πανευρωπαϊκοί λόγοι. Εξάλλου, όλα συνδέονται μεταξύ τους. Όσον αφορά τη δεύτερη πτυχή, υπάρχει μια γενική μετατόπιση προς τα δεξιά στις ευρωπαϊκές εκλογές. Είχε προηγηθεί η επιτυχία δεξιών ή και ακροδεξιών κομμάτων σε ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων χωρών. Ένα παράδειγμα είναι η Ιταλία, με τη μεταφασίστρια Τζόρτζια Μελόνι στο τιμόνι.
Γιατί η Ευρώπη κινείται προς τα δεξιά; Κατά τη γνώμη μου, ο λόγος είναι ότι η Ευρώπη μαστίζεται από πολυκρίσεις από τις αρχές του 2020. Πρώτα η κρίση του Covid. Mετά ο πληθωρισμός, ιδίως στην ενέργεια και τα τρόφιμα. Μετά ο πόλεμος στην Ουκρανία, δηλαδή στην καρδιά της Ευρώπης. Τώρα ο πόλεμος στη Γάζα, ο οποίος ναι μεν δεν λαμβάνει χώρα στην Ευρώπη, αλλά τροφοδοτεί επίσης φόβους στην Ευρώπη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το AfD υποστηρίζει ανοιχτά και σχεδόν φανατικά την ακροδεξιά ισραηλινή κυβέρνηση υπό τον πρωθυπουργό Βενιαμίν Νετανιάχου στον πόλεμο της Γάζας. Για αυτούς, ο πόλεμος στη Γάζα είναι ένας πόλεμος κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας. Κατά τη γνώμη μου, η στάση του AfD κρύβει κάτι περισσότερο: την ισλαμοφοβία. Το Ισλάμ εξισώνεται ουσιαστικά με την ισλαμική τρομοκρατία. Είναι ένα βασικό στοιχείο της ιδεολογίας των ακροδεξιών, κάτι που φαίνεται και στη σκληρή στάση τους στο μεταναστευτικό ζήτημα.
Οι ακροδεξιοί κάνουν αυτό που έκαναν πάντα: Ψάχνουν αποδιοπομπαίους τράγους. Και τους στιγματίζουν. Κατηγορούν τους μετανάστες, τους φτωχούς και αδύναμους και γενικά όσους χρειάζονται βοήθεια για όλα τα κακά. Είτε πρόκειται για απογοήτευση, είτε για διαμαρτυρία είτε ακόμη και για θυμό: τα συνθήματά τους βρίσκουν απήχηση σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα του εκλογικού σώματος.
-Οι εθνικοί λόγοι ποιοι είναι;
Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Στη Γερμανία και την Αυστρία, όπου οι Πράσινοι βρίσκονται σε κυβέρνησης συνασπισμού, πολλοί πολίτες ανησυχούν ότι ο πράσινος μετασχηματισμός των χωρών τους, τον οποίο επιδιώκουν οι κυβερνήσεις τους, θα είναι πολύ γρήγορος και, κυρίως, πολύ ακριβός. Για τη βιομηχανία, ιδίως την ενεργοβόρα βιομηχανία, η οποία ήταν μέχρι τώρα η ατμομηχανή της ανάπτυξης, αλλά και για τους απλούς πολίτες.
Είναι γνωστό ότι οι ακροδεξιοί αρνούνται την κλιματική αλλαγή και την κλιματική κρίση. Κατά συνέπεια, επωφελούνται πολιτικά από αυτούς τους φόβους όντας αντιπολίτευση. Οι λέξεις-κλειδιά εδώ είναι η απειλή της αποβιομηχάνισης (Deindustrialisierung) και η επικείμενη απώλεια της ευημερίας (Wohlstandsverlust). Είναι, πάντως, γεγονός ότι οι γερμανικές βιομηχανικές επιχειρήσεις επενδύουν στις ΗΠΑ ή ακόμη και στην Ελβετία με το εκεί υψηλότερο εργατικό κόστος επειδή η ενέργεια είναι πολύ φθηνότερη εκεί.
Επίσης, για εκατομμύρια Γερμανούς ιδιοκτήτες σπιτιών, ο νόμος για τη θέρμανση που πρότεινε ο πράσινος Υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ ήταν ένα πραγματικό σοκ. Ο νόμος προέβλεπε την κατάργηση των συστημάτων θέρμανσης με πετρέλαιο η φυσικό αέριο υπέρ της εγκατάστασης αντλιών θερμότητας στα σπίτια. Αυτό θα συνεπαγόταν πολύ ακριβές ανακαινίσεις σε παλαιότερα σπίτια, όπως καλύτερη μόνωση, για να γίνουν αυτές οι αντλίες θερμότητας αποδοτικές. Όλα αυτά θα κόστιζαν δεκάδες χιλιάδες ευρώ. Ανά σπίτι! Ο νόμος άλλαξε. Αλλά ο φόβος παραμένει. Και, όπως όλοι γνωρίζουμε, ο φόβος είναι ένας πολύ κακός σύμβουλος. Τούτο ισχύει επίσης όταν πρόκειται να ψηφίσεις».
Η προέλαση της Ακροδεξιάς στη Γαλλία
Στη Γαλλία, δύο κόμματα αποτελούν την άκρα δεξιά, εκτός κάποιων μικρών διάσπαρτων ομάδων. Στο Rassemblement National, απόγονο του Εθνικού Μετώπου του Ζαν Μαρί Λεπέν, οι βασικές φιγούρες είναι η Μαρίν Λεπέν και ο Ζορντάν Μπαρντελά. Το κόμμα Reconquest ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 2021 από τον Ερίκ Ζεμούρ και τη Μάριον Μαρεσάλ Λεπέν, εγγονή του Ζαν Μαρί Λεπέν και ανιψιά της Μαρίν Λεπέν.
Για την κατάσταση που επικρατεί στη Γαλλία ζητήσαμε την άποψη του δημοσιογράφου Φαμπιέν Περιέ, ανταποκριτή στην Αθήνα της γαλλικής εφημερίδας Λιμπερασιόν και της βελγικής Λε Σουάρ.
«Από τον Μάιο του 2023, το Rassemblement National, η κύρια ακροδεξιά δύναμη στη Γαλλία, ανεβαίνει στις δημοσκοπήσεις. Πριν από ένα χρόνο, ανερχόταν στο 25%· Τώρα είναι στο 31%. Το Reconquest παραμένει στο 5%. Αν και τα δύο κόμματα είναι ανταγωνιστές, είναι πολύ κοντά στους πολιτικούς προσανατολισμούς τους.
Ως εκ τούτου, η δηλωμένη ακροδεξιά συγκεντρώνει τώρα περισσότερο από το 35% των προθέσεων ψήφου. Βρίσκεται σε ανοδική καμπύλη εδώ και δεκαετίες, αλλά αυτή η άνοδος έχει επιταχυνθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες. Στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2022, το RN συγκέντρωσε το 23,15% των ψηφοφόρων και το Reconquest to 7,07%», μας εξηγεί κι εν συνεχεία αναλύει τους λόγους αυτής της ανόδου.
«Αυτή η άνοδος είναι μέρος ενός πλαισίου πολιτικής δυσαρέσκειας, όπως φαίνεται από την αύξηση της αποχής. Συνδέεται επίσης με με μια απογοητευτική πολιτική που ακολουθεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Εμμανουέλ Μακρόν και η κυβέρνησή του. Ταυτόχρονα, η Αριστερά, διχασμένη, δεν φαίνεται πλέον να είναι σε θέση να απαντήσει στα ερωτήματα του εκλογικού πυρήνα της.
Από την άλλη, ο υποψήφιος του RN προσπαθεί να αναπτύξει την εικόνα ενός ισχυρού άνδρα που έχει απαντήσεις να προσφέρει, ιδιαίτερα σε κοινωνικά ζητήματα, στο κόστος ζωής και απασχόλησης. Ακόμη και αν η ρητορική είναι απλοϊκή και πολλά από τα επιχειρήματά του δεν αντέχουν στην ανάλυση, μπορεί να προσελκύσει ορισμένους ψηφοφόρους που αισθάνονται ότι «αυτό είναι το μόνο κόμμα που δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί».
Στην πραγματικότητα, όμως, το RN ψήφισε κατά της αύξησης του κατώτατου μισθού στα 1.500 ευρώ τον Ιούλιο του 2022 και κατά των τροπολογιών της αριστεράς για την εγκατάσταση γιατρών σε απομακρυσμένες περιοχές. Στο οικονομικό επίπεδο, παραμένει αποφασιστικά δεξιός. Επίσης, μπόρεσε να επωφεληθεί από ένα διπλό πλεονέκτημα: πολλές από τις πολιτικές που υποστηρίζει το RN έχουν εφαρμοστεί εν μέρει από διάφορες κυβερνήσεις, ιδιαίτερα υπό τον Εμμανουέλ Μακρόν (μεταναστευτική πολιτική, τέλος του δικαιώματος γέννησης κ.λπ.). Ταυτόχρονα, το RN πλαισιώνεται από μερικούς ανώτερους δημόσιους υπαλλήλους, όπως ο Φαμπρίς Λεζερί, ο οποίος ήταν πρώην διευθυντής της Frontex και διορίστηκε σε αυτή τη θέση όταν ο Φρανσουά Ολάντ ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Επιπλέον, η άκρα δεξιά έχει προοδεύσει φτάνοντας σε πολύ υψηλά ποσοστά μεταξύ των λιγότερο μορφωμένων, των εργατικών τάξεων και των ενδιάμεσων ηλικιακών ομάδων. Στόχος της είναι πλέον να προσελκύσει πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μεσαίες και ανώτερες τάξεις, αλλά και συνταξιούχους».
Σύμφωνα με στοιχεία του γαλλικού υπουργείου Εσωτερικών, το βράδυ της 7ης Οκτωβρίου όταν και πραγματοποιήθηκε η τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ, καταγράφηκαν 815 περιστατικά με «αντισημιτικό» χαρακτήρα, θυμίζοντας εποχές μεσοπολέμου.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να δούμε μια έρευνα που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Elabe πριν από λίγους μήνες και αφού είχε ξεκινήσει η νέα κρίση στη Μέση Ανατολή.
Το 77% των Γάλλων, σύμφωνα με το Ινστιτούτο, εξέφρασε την ανησυχία του για την «ατμόσφαιρα που επικρατεί στη Γαλλία», ενώ το 83% δήλωνε «ανήσυχο» για την αύξηση του αριθμού των αντισημιτικών ενεργειών στη χώρα. Το 75% δήλωνε «βέβαιο» ότι η σύγκρουση Χαμάς και Ισραήλ αποτελεί κίνδυνο εντάσεων για τη Γαλλία.
Η επόμενη ερώτηση στον κ. Περιέ έχει να κάνει με το ρόλο της Αριστεράς στη Γαλλία και αν μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα στην Ακροδεξιά. Μας λέει πράγματα που πάνω, κάτω έχουμε ακούσει και για την Ελλάδα.
«Η Αριστερά έχει αποστασιοποιηθεί από τις εργατικές τάξεις. Πρέπει να επανασυνδεθεί με την επιτόπια εργασία, την ανάλυση των ερωτήσεων των ψηφοφόρων, τις καθημερινές τους δυσκολίες. Αν δεν αντιπαρατεθούμε στα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα επειδή αυτές οι μάχες δίνονται παράλληλα, η Αριστερά πρέπει να απαντήσει στα καθημερινά ερωτήματα, αντί να πολλαπλασιάζει τα παραδείγματα εύκολης επιτυχίας, του ονείρου του «αυτοδημιούργητου ανθρώπου» μακριά από την πραγματικότητα που βιώνει η πλειοψηφία των ανθρώπων.
Η πολιτική στο TikTok δεν μπορεί να αντικαταστήσει την εργασία στο πεδίο. Με άλλα λόγια, όσο η Αριστερά δεν επανασυνδέεται με τις εργατικές τάξεις, τους επισφαλείς, τους ανθρώπους που εργάζονται και αισθάνονται ότι δεν πληρώνονται αξιοπρεπώς, όσο ξεχνά τον συνεταιριστικό και συνδικαλιστικό ιστό που θα έπρεπε να αποτελεί τη βάση της, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία».
Η αποκήρυξη του παρελθόντος
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι ένας από τους λόγους που η Ακροδεξιά τα πηγαίνει τόσο καλά στην Ευρώπη, είναι ότι έχει επιχειρήσει να αφήσει στο παρελθόν τις εξάρσεις βίας στις οποίες επιδίδονταν τα μέλη της εις βάρος μεταναστών, ΛΟΑΤΚΙ+, Ρομά και άλλων κοινωνικών ομάδων και να επιδείξει ένα «σοβαρό» πρόσωπο. Οι ρατσιστικές επιθέσεις βέβαια ουδόλως έχουν περιοριστεί.
Στο πλαίσιο αυτό της «αποκήρυξης» του παρελθόντος μόλις πριν λίγες μέρες και 2 εβδομάδες πριν τις ευρωεκλογές επήλθε μια ρήξη μεταξύ του γαλλικού κόμματος Rassemblement National και του γερμανικού AfD. Αφορμή στάθηκε μια συνέντευξη που έδωσε ο επικεφαλής του ψηφοδελτίου του AfD Μαξιμίλιαν Κραχ στην ιταλική εφημερίδα Ρεπούμπλικα, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων ότι «δεν ήταν όλοι οι SS εγκληματίες».
Η φράση αυτή αποτέλεσε την αφορμή για το RN να διακόψει τη συνεργασία του με το AfD όπως δήλωσε η ίδια η Μαρίν Λεπέν ενώ και το έτερο κορυφαίο στέλεχος του γαλλικού κόμματος, Ζορντάν Μπαρντελά ανέφερε ότι μετά απ’ αυτό «το AfD έχει ξεπεράσει τις γραμμές που θεωρώ κόκκινες».
Υπενθυμίζεται ότι το κόμμα της Λεπέν, όπως επίσης και το AfD ήταν δύο από τα βασικά μέλη της ομάδας «Ταυτότητα και Δημοκρατία – ID» στο ευρωκοινοβούλιο μαζί με το Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας (FPO) και το Ιταλικό Κόμμα (Lega) μεταξύ πολλών άλλων ευρωπαϊκών ακροδεξιών κομμάτων που προσχώρησαν σ’ αυτήν.
Πηγή: in.gr