Το πρωί της 16 Νοεμβρίου 1950 αναχώρησε από το λιμάνι του Πειραιώς το Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδος (ΕΚΣΕ), μετά την ολοκλήρωση της επιβιβάσεως του συνόλου του προσωπικού και των εφοδίων του που είχαν ξεκινήσει από την προηγούμενη μέρα, για την Κορέα, στο πλαίσιο υλοποιήσεως σχετικής αποφάσεως του νέου τότε Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) για παροχή στρατιωτικής βοήθειας από τις χώρες - μέλη του προς τη Νότια Κορέα, που υφίστατο τότε εντονότατη την κομμουνιστική απειλή από την εισβολή της Βορείου Κορέας και των Κινέζων συμμάχων της στο έδαφός της.
Το ΕΚΣΕ αποτελείτο από δυνάμεις του Στρατού Ξηράς (ένα πλήρες τάγμα πολεμικής συνθέσεως) και της Πολεμικής Αεροπορίας (τότε «Ελληνική Βασιλική Αεροπορία») με ένα Σμήνος 7 μεταφορικών αεροσκαφών C-47 Dakota, που αργότερα αυξήθηκαν σε 9 συνολικώς με τη διάθεση των επιπλέον αεροσκαφών από τους Αμερικανούς, καθώς και Διοίκηση του συνόλου του ΕΚΣΕ με το επιτελείο του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αρχική πρόβλεψη ήταν όπως ο Στρατός Ξηράς προσφέρει ένα Εκστρατευτικό Σώμα, μεγέθους ταξιαρχίας και δυνάμεως περίπου 3.500 ανδρών, με βάση τμήμα της 42ης Ταξιαρχίας της IX (9ης) Μεραρχίας Πεζικού, που έδρευε στην Κοζάνη, με Διοικητή τον τότε Ταξίαρχο (και μετέπειτα Αντιστράτηγο ε.α. και Υπουργό) Σόλωνα Γκίκα.
Η κατάσταση όμως επανεκτιμήθηκε από τον ΟΗΕ και αποφασίστηκε στο πλαίσιο της νέας σχεδιάσεως ο περιορισμός της δυνάμεως του ΕΚΣΕ σε 1.000 άνδρες, οπότε και συγκροτήθηκε η Διοίκηση με το Επιτελείο του ΕΚΣΕ, με Διοικητή τον τότε Συνταγματάρχη (ΠΖ) Ιωάννη Δασκαλόπουλο, ενώ Διοικητής του Τάγματος ορίσθηκε ο Αντισυνταγματάρχης (ΠΖ) και μετέπειτα ως Στρατηγός ο πρώτος Αρχηγός ΓΕΕΘΑ μετά την μεταπολίτευση (1974-1976), Διονύσιος Αρμπούζης. Ο Αρμπούζης ήταν ένας ικανότατος αξιωματικός απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων με την Τάξη του 1933, με σπουδαία πολεμική εμπειρία στον ελληνοϊταλικό και ελληνογερμανικό πόλεμο, στον υπόλοιπο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και στον Εμφύλιο πόλεμο.
Η δύναμή του ΕΚΣΕ ήταν 850 άντρες, που αργότερα αυξήθηκαν στους 1063 άντρες, των οποίων η εκπαίδευσή τους ξεκίνησε στη περιοχή της Λαμίας, με την προοπτική να μεταφερθεί στην Κορέα το πρώτο 15θήμερο του Νοεμβρίου 1950.
Ως προελέχθη στις 15 Νοεμβρίου 1950 άρχισε η επιβίβαση των Ελλήνων στρατιωτικών στο αμερικανικό οπλιταγωγό “General Han”, που απέπλευσε τις πρώτες πρωινές ώρες της επομένης και μετά από πλου 24 ημερών, κατέπλευσε, στις 9 Δεκεμβρίου 1950, στο λιμάνι Πουσάν της Νοτίου Κορέας, όπου τους υποδέχθηκαν οι Κορεατικές αρχές και ο Διοικητής της 8ης Στρατιάς του Αμερικανικού Στρατού. Αμέσως, από τις 18 Δεκεμβρίου 1950, το ελληνικό τάγμα εντάχθηκε στη δύναμη του 7ου Συντάγματος Ιππικού της 1ης Αμερικανικής Μεραρχίας.
Μετά την ενημέρωση και τον εφοδιασμό του Ελληνικού Τάγματος με αμερικανικής κατασκευής και προελεύσεως ιματισμό, οπλισμό, πυρομαχικά και οχήματα, ακολούθησε η μεταφορά του στην πόλη Σουβόν, σε απόσταση περίπου 35 χιλιομέτρων, νοτίως της πρωτεύουσας Σεούλ.
Αποφασίστηκε όπως για την περιοδική ανανέωση του προσωπικού του Τάγματος σε προσωπικό, αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες, η παραμονή του προσωπικού στην Κορέα θα ήταν εξάμηνης διάρκειας, οπότε στη διάρκεια του εξαμήνου θα συγκροτούνταν στην Ελλάδα «Τμήμα Αντικαταστάσεως» αναλόγου αριθμού, που εν συνεχεία θα μετέβαινε στη Κορέα με πλοία του ΟΗΕ. Αξίζει να σημειωθεί ότι όσοι στρατιώτες θητείας συμμετείχαν στο ΕΚΣΕ θα απολύονταν τρεις μήνες πιο νωρίς από όλους τους υπόλοιπους, ενώ για τους μόνιμους ο χρόνος παραμονής τους στη Κορέα θα υπολογίζονταν ως συντάξιμος και ο χρόνος διοικήσεως στο διπλάσιο. Όλοι τους, μόνιμοι και στρατεύσιμοι, πληρώνονταν αναλόγως του βαθμούς τους με «επίδομα εξωτερικού» σε δολάρια, γεγονός που καθιστούσε περιζήτητες (και περίβλεπτες) τις θέσεις τους λόγω – κυρίως των οικονομικών (και όχι μόνο) απολαβών που ελάμβαναν. Δεν πρέπει δε ποτέ να ξεχνούμε ότι ΤΟΤΕ η Ελλάδα προερχόταν από μία πλήρη δεκαετία πολεμικών συγκρούσεων (Β’ ΠΠ – Εμφύλιος), όπου όλος ο κόσμος ήταν απολύτως εξοικειωμένος με την ιδέα του πολέμου και του θανάτου, ενώ το σύνολο των μονίμων στελεχών είχαν όλοι τους κάποια πολεμική εμπειρία.
Έτσι το ΕΚΣΕ ουδέποτε είχε πρόβλημα προσωπικού, ενώ ταυτοχρόνως δεν υπήρχαν αντιδράσεις από την ελληνική κοινωνία πίσω στην χώρα μας, εκτός της Αριστεράς για προφανείς λόγους, ενώ οι Έλληνες στρατιώτες διακρίθηκαν όλως ιδιαιτέρως για την μαχητικότητα τους, την ικανότητά τους αλλά και την αντοχή τους και τη σκληραγωγία τους προκαλώντας έτσι τον θαυμασμό και την εμπιστοσύνη των Συμμάχων, ιδιαιτέρως δε των Αμερικανών, οι οποίοι τους ανέθεταν δύσκολες αποστολές και τους εμπιστεύονταν απολύτως.
Το ΕΚΣΕ παρέμεινε στην Κορεατική χερσόνησο από το Δεκέμβριο του 1950 μέχρι το Δεκέμβριο του 1955, ενώ το ελληνικό 13ο Σμήνος Μεταφορών αποσύρθηκε από την Κορέα στις 8 Μαΐου 1955, μετά από σχετική απόφαση της τότε κυβερνήσεως του Στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου στα τέλη Μαρτίου 1955.
Από 18 Δεκεμβρίου 1950 και μέχρι τις 19 Δεκεμβρίου 1953, το ελληνικό τάγμα διεξήγαγε σημαντικές αμυντικές και επιθετικές επιχειρήσεις, εντεταγμένες στα γενικότερα συμμαχικά σχέδια και υπό τη διοίκηση αμερικανικών σχηματισμών. Πολλές από τις συγκρούσεις αυτές, στις οποίες το ΕΚΣΕ συμμετείχε, υπήρξαν ιδιαίτερα σκληρές και αιματηρές, και διεξήχθησαν κάτω από ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες και απέναντι σε πολυπληθέστερο εχθρό.
Οι κυριότερες μάχες στις οποίες συμμετείχε το ΕΚΣΕ ήταν:
· στο ύψωμα 381, τον Ιανουάριο του 1951
· στο ύψωμα 326, τον Μάρτιο του 1951
· στο ύψωμα Σκοτς, τον Οκτώβριο του 1951
· στο ύψωμα Νόρι, τον Σεπτέμβριο του 1952
· στο ύψωμα Χάρι, τον Ιούνιο του 1953.
Από το φθινόπωρο του 1953 το ΕΚΣΕ αποτελούσε πλέον Σύνταγμα, που εντάχθηκε στην 3η Μεραρχία του Αμερικανικού Στρατού και εγκαταστάθηκε στην αμυντική τοποθεσία Τσορβόν. Στις 10 Μαρτίου 1955, η σύνθεσή του μειώθηκε εκ νέου σε επίπεδο τάγματος πεζικού, ενώ σταδιακά ξεκίνησε ο επαναπατρισμός του στρατεύματος που ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1955.
Σε αριθμούς αυτό «μεταφράζεται» ως εξής: Το ΕΚΣΕ, με μέγιστη δύναμη τους 2163 άνδρες, μειώθηκε τον Απρίλιο του 1955 στους 850 άνδρες και σταδιακά από τον Ιούλιο μέχρι το Δεκέμβριο 1955 στους 191 άνδρες. Από τον Ιανουάριο του 1956 μέχρι το Μάιο του 1958 παρέμεινε αντιπροσωπευτικό τμήμα αποτελούμενο από 1 Αξιωματικό και 9 οπλίτες.
Οι συνολικές απώλειες των Ελλήνων ανήλθαν σε 186 νεκρούς και 566 τραυματίες. Επίσης απωλέσθηκαν και 4 μεταφορικά αεροσκάφη C-47, στη διάρκεια πολεμικών αποστολών.
Η Νότια Κορέα προς τιμή της Ελλάδος και της συμμετοχής της χώρας μας στον αγώνα για την ελευθερία τους, ανήγειρε στην Κοιλάδα των Ηρώων, κοντά στη Σεούλ, Μνημείο για τους Έλληνες πεσόντες μαχητές, στρατιώτες και Αεροπόρους. Επίσης, το ΕΚΣΕ τιμήθηκε για τη συνολική ηρωική του δράση στον πόλεμο της Κορέας με εύφημο μνεία τόσο από τον πρόεδρο της Νοτίου Κορέας όσο και από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, ενώ οι κυβερνήσεις των δύο αυτών χωρών, απένειμαν πλήθος παρασήμων και μεταλλίων (148 παράσημα) σε Έλληνες στρατιωτικούς, ενώ στο προσωπικό του 13ου Σμήνους της ΕΒΑ απονεμήθηκαν 19 Αεροπορικά Μετάλια.