Την πρώτη πληροφορία για την ανάβλυση τού μύρου βρίσκουμε στον Ιωάννη Καμενιάτη, ο οποίος εξιστόρησε την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς το 904. Αυτός για πρώτη φορά αποκαλεί τον Άγιο Δημήτριο «μυροβλύτην»: «Αυτόν γαρ αυχεί Θεσσαλονίκη τον Παύλον έχειν της ευσεβείας διδάσκαλον το σκεύος της εκλογής, μετ’ εκείνον δε τον μέγαν εν μάρτυσι και αξιοθαύμαστον εν αθλοφόροις Δημήτριον τόν Μυροβλύτην, πολύν αγώνα υπέρ της ευσεβείας καταβαλόμενον".
Ο Κωνσταντίνος Ακροπολίτης (Μέγας Λογοθέτης από το 1296 ως το 1321, γνωστός συναξαριστής, ρήτορας, και επιστολογράφος) στον λόγο του «εις τόνΜεγαλομάρτυρα και μυροβλύτην Δημήτριον» περιγράφοντας ένα θαύμα θεραπείας οφθαλμών διά του μύρου, αποκαλεί τον Άγιο «μυροβλύτην». Γράφει ο Ακροπολίτης: «…σπεύδοιμι δε προς την του Μεγάλου Δημητρίου πόλιν όση μοι δύναμις, ως αν εκείσε γενόμενος παρά τε τον ναόν αφικοίμην και τη τιμία προσεπιρριφείην σορώ και τω θείωτούς οφθαλμούς επιχρισαίμην μύρωκαί την οπτικήν απολάβοιμι, πέποιθα γαρ ως πάραυτά μοι τας όψεις ο μυροβλύτης ιάσαιτο. Και ο μυροβλύτης «αλλά δεύρό μοι του ίππου επίβηθι προς βραχύ και προς ολίγον δια ναπαύθητι», (βιάζομαι να πάω στην πόλη του μεγάλου Δημητρίου με όση δύναμη έχω, φτάνοντας δε στον ναό και προσπίπτοντας στην τιμία σορό επάλειψα τα μάτια μου με το θείο μύρο και απέκτησα την όρασή μου. Είχα πιστέψει πως αμέσως ο μυροβλύτης θα μου χάριζε την όρασή μου. Και ο μυροβλύτης μου είπε: «έλα ανέβα πάνω στο άλογό μου για λίγο και ξεκουρά σου λιγάκι»).
Από μία επιγραφή του 1284 μ.Χ. πάνω σε λευκόμάρμαρο, η oποία βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη δίπλα στην πύλη του τζαμιού Εσκί Σεράι (ναός του Προφήτη Ηλία) που δημοσιεύθηκε από τους Ευθ. Τσιγαρίδα – Κάτια Λοβέρδου-Τσιγαρίδα και σήμερα βρίσκεται στο Ναό του Αγίου Γεωργίου (Ροτόντα), πληροφορούμαστε ότι ο ανακαινιζόμενος ναός του τρισμάκαρος «έχει εντός τον μέγα μυροβλύτη».
Από τη μελέτη των πηγών, των κανόνων, των ύμνων, των τροπαρίων και γενικά της λειτουργικής και λατρευτικής παράδοσης, προκύπτει ότι η ανάβλυση του μύρου γινόταν είτε από το πηγάδι , είτε από τον τάφο, είτε από τη λάρνακα και το κιβώριο, είτε από τη λογχισμέ νη πλευρά, είτε από το σώμα και τη σορό του μάρτυρα, ως την αστείρευτη πηγή. Τα μύρα αυτά ήταν «αείρροα», σχημάτιζαν «ποταμόν» που διαπότιζε όχι μόνο την πόλη αλλά και «πάσαν την γην» με αποτέλεσμα να καταγγέλλεται στην οικουμένη ότι το μύρο είναι «αμοιβή της αγνείας» του μάρτυρα και δείγμα «αληθούς αφθαρσίας». Επίσης «το αίμα Δημητρίου»που έρρευσε από τη λογχισμένη πλευρά μεταβάλλεται σε «μύρον κοινόν αναβλύζον εξ αυτής και παρέχον τοις πιστοίς ιάματα» (το αίμα του Δημητρίου που έρρευσε από την πλευρά του μεταβάλλεται σε κοινό – που μπορούν να το πάρουν όλοι – μύρο που αναβλύζει από αυτήν (την πληγή) και παρέχει θεραπείες στους πιστούς), ενώ η ευωδία του εκδιώκει τους δαίμονες. Η σορός των αγίων λειψάνων ανέκαθεν, αναφέρει ο άγιος Συμεών αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, αποτελεί «πηγή ακενώτων δωρεών που αναβλύζει αβύσσους ιαμάτων προς ανακούφιση όσων δοκιμάζονται», διότι αναδεικνύεται πάντα «θεραπευτήριο όσων πάσχουν, θεραπεία των ασθενών, παρηγοριά για όσους στενοχωριούνται, κοινό και σωτήριο καταφύγιο» όλων των ανθρώπων όχι μόνο των πολιτών αυτής της πόλης αλλά «και των ξένων». (Επιγραφή ψηφιδωτού δεξιού πεσσού ιερού βήματος 7ου αι.).
Βιώνοντας ο υμνογράφος την ευεργεσία που λαμβάνει κανείς από τις πρεσβείες του Αγίου, που ενώθηκε με την πηγή του μύρου που είναι ο Χριστός, κι απαθανατίζοντας επιγραμματικά την ορθόδοξη θεολογική θεώρηση των αγίων ως μελών της Εκκλησίας, αποκαλύπτει ότι ο Χριστός, η κεφαλή και η δόξα της Εκκλησίας, αυτός είναι το μύρο. «Το μύρον Χριστός εν τη ψυχή σου, Δημήτριε, ρεύσαν νοητώς, ως χείλεσι σοίς μέλεσι, μύρου πηγήν εξέχεε, της χάριτος τούΠνεύματος σεπτόν δεικνύων σε σκήνωμα». Ο Χριστός, που είναι το αιώνιο μύρο, έρρευσε στην καρδιά σου, Δημήτριε. Κι αυτό το μύρο, ο Χριστός, ξεχείλιζε όχι μόνο από το στόμα – με την ορθόδοξη διδασκαλία σου – αλλά από όλα τα μέλη του σώματός σου, του αγνού και αγίου. Έγινες ο ίδιος πηγή μύρου κι ευωδίαζες μέσα στον κόσμο σκορπώντας το άρωμα της χάρης στην Εκκλησία.
Ο στενός και αδιάρρηκτος δεσμός με τον Κύριο τον ταυτίζει μαζί του, ώστε τελικά και το αίμα του Μάρτυρα να γίνεται μύρο. Ακούει ο ποιητής τον Μεγαλομάρτυρα να απευθύνεται με περιπάθεια προς τον Κύριο:
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τον χαρακτηρίζει όσιο, παρθένο, πάγκαλο και παναμώμητο. Είχε έργο του κύριο το κήρυγμα και τη διδασκαλία του ευαγγελίου. Προικισμένος με διδακτικό χάρισμα, συγκέντρωνε πλήθη Θεσσαλονικέων στη Χαλκευτική στοά και με παρρησία, «απτοήτω γλώσση» κατά τον Λέοντα Σοφό, ευαγγελιζόταν στον ειδωλολατρικό κόσμο τη βασιλεία του Θεού. Κατέστησε έτσι τον εαυτό του ο άγιος σκεύος ευωδιαστό, που ανέβλυζε την οσμή της ζωής στους γύρω του(Β΄ Κορ. 2,14.16). Κι όταν αργότερα οι χριστιανοί βρέθηκαν μπρός στο αγιασμένο νερό του πηγαδιού, μέσα στο οποίο ρίχτηκε το νεκρό σώμα του Μάρτυρα, αυθόρμητα συνεδύασαν το μύρο του τάφου με την ευωδία της αγνότητας και το είδαν ως σύμβολο παρθενίας. Σχολιάζει εμπνευσμένα ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας προσφωνώντας τον άγιο Δημήτριο: «Ω συ, που δεν φάνηκες μόνο ο ίδιος ευωδία Χριστού, αλλά και στους άλλους ανθρώπους συνιστούσες το “κενωθέν μύρον”.Ώσύ, που άφησες πρώτα μεν αίμα, τώρα δε μύρο απ’ τις πληγές σου ή μάλλον και τώρα όχι λιγότερο από πριν αίμα. Διότι το σώμα σου, που πληγώθηκε από χτυπήματα και τραύματα τότε, ανέβλυσε μύρο. Επειδή καθόλου δεν του έλειπε η καθαρότητα και η αγνότητα και η παρθενία, μετέσχε κι αυτό στην ευωδία του πνεύματος. Το αίμα κατέστη το ίδιο μύρο».
Αν το μύρο συμβολίζει την παρθενία του Δημητρίου, το αίμα δηλώνει το μαρτύριό του. Ο άγιος υπήρξε παρθένος αλλά και ομολογητής. Υπήρξε διδάσκαλος αλλά και αθλητής.
Ομολόγησε την πίστη του μπροστά στον αυτοκράτορα του ρωμαικού κράτους που βρέθηκε εκείνες τις μέρες στη Θεσσαλονίκη επιστρέφοντας από μία εκστρατεία και άθλησε για το όνομα του Χριστού παλεύοντας με το θάνατο. Υπακούοντας στην προτροπή του αποστόλου Παύλου προς τον Τιμόθεο, πρώτος αυτός γεύθηκε τους καρπούς της διδασκαλίας του, το μαρτύριο δηλαδή, και τη δόξα του, όπως ο καλός γεωργός μεταλαμβάνει πρώτος από τους καρπούς των κόπων του (Β΄ Τιμ. 2,6). Φυλακισμένος μέσα στα λουτρά και αποδυτήρια του σταδίου, λογχίστηκε μόλις έγινε γνωστό ότι «ο Θεός του Δημητρίου» βοήθησε τον Νέστορα να νικήσει τον φοβερό μονομάχο Λυαίο. Το σώμα του ρίχτηκε μέσα σ’ ένα πηγάδι των λουτρών και το αίμα του πορφύρωσε το νερό μεταβάλλοντάς το σε μύρο. Αλλά το μύρο και το αίμα του Δημητρίου θα έμενε περιβεβλημένο μόνο με ανθρώπινη αίγλη, αν το περιορίζαμε στο πλαίσιο μίας απλής θυσίας, μεγαλειώδους οπωσδήποτε και ηρωικής, όπως είναι κάθε θυσία ανθρώπου για μία πίστη. Η θυσία όμως του αγίου έχει άλλες διαστάσεις, που ξεφεύγουν από τα μέτρα αυτού του κόσμου και την περιβάλλουν με φωτοστέφανο θεικό.
Συντελείται ως μίμηση Θεού και επιτελείται εν αγάπη, «καθώς και ο Χριστός ηγάπησεν ημάς και παρέδωκεν εαυτόν υπέρ ημών προσφοράν και θυσίαν τώΘεώ εις οσμήν ευωδίας» (όπως και ο Χριστός μας αγάπησε και έδωσε τη ζωή του για μας ως προσφορά και θυσία, που τη δέχεται ευχάριστα ο Θεός) (Εφ 5, 1-2). Από το μαρτυρικό τέλος του, λοιπόν, επί βασιλείας Μαξιμιανού (286-305) μέχρι και σήμερα ο μεγαλομάρτυρας και μυροβλύτης Άγιος Δημήτριος αξιώνεται μεγάλης τιμής και ευλάβειας σ’ όλο τον χριστιανικό κόσμο. Χριστιανοί από τα πέρατα της γης κατέκλυζαν τον τάφο του μάρτυρα και καθαγίαζαν τις ψυχές και τα σώματα από το άγιο μύρο που ανέβλυζε από τη σορό του, ενώ προκαθήμενοι άγιοι και ιεράρχες της Εκκλησίας των Θεσσαλονικέων από το ένα μέρος και λόγιοι άνδρες, ποιητές και ρήτορες από το άλλο, με λόγους, εγκώμια και ύμνους, ύμνησαν και τίμησαν τον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί με την πάροδο του χρόνου μεγάλη και πλούσια ρητορική και ποιητική φιλολογία γύρω από τον Άγιο. Η αφθονία και το αέναο του μύρου κατακλύζει και αρδεύει ως ποταμός και πέλαγος όχι μόνο τη Θεσσαλονίκη αλλά και ολόκληρη την οικουμένη και ο μεγαλομάρτυς από υπέρμαχος και φρουρός της Θεσσαλονίκης γίνεται «υπέρμαχος της οικουμένης» ολόκληρης.
Πηγή: Ναός του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης