Η μετά το BREXIT περίοδος, δεν είναι η καλύτερη στις σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση O βασικός λόγος είναι ότι παρά τη γνωστή βρετανική τυπικότητα της πορείας by the book, οι βρετανικές κυβερνήσεις από το 2020 μέχρι σήμερα παρεκκλίνουν σε αρκετά σημεία της συμφωνίας αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Είτε από αδιαφορία είτε στοχευμένα, ώστε να επιτύχουν αλλαγές στην εφαρμογή της συμφωνίας προς το συμφέρον της Βρετανίας.
Πιο συγκεκριμένα, στη συμφωνία αποχώρησης περιλαμβάνονται τρεις βασικοί τομείς: οι οικονομικοί προβληματισμοί που προκύπτουν από τη συμμετοχή του ΗΒ στην ΕΕ, τα δικαιώματα των πολιτών και το Πρωτόκολλο Ιρλανδίας/Βόρειας Ιρλανδίας.
Και στους τρεις αυτούς τομείς υπάρχουν εκκρεμότητες και θολές προοπτικές.
Ως προς τα οικονομικά, τον Ιούνιο του 2021, η εκτίμηση των Βρυξελλών για τις καθαρές απαιτήσεις από το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν 47,5 δισεκατομμύρια ευρώ.
Με την προοπτική 6,8 δισεκατομμύρια ευρώ να πληρωθούν το 2021, 11 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022, και τα υπόλοιπα με διευθέτηση κατόπιν διαπραγμάτευσης.
Ωστόσο, η εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχει πυροδοτήσει διαμάχες στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς το Γραφείο Υπευθυνότητας Προϋπολογισμού του Ηνωμένου Βασιλείου, εκτίμησε στις Οικονομικές και Δημοσιονομικές Προοπτικές του Μαρτίου 2021 ότι το καθαρό κόστος του χρηματοοικονομικού διακανονισμού για το Ηνωμένο Βασίλειο θα ήταν πολύ χαμηλότερο, περίπου 34 δισ. στερλίνες ή περίπου 43 δισ. ευρώ. Μια διαφωνία που ακόμη δεν έχει επιλυθεί.
Ως προς το Πρωτόκολλο Ιρλανδίας/Βόρειας Ιρλανδίας, φαίνεται ότι παραμένει αμφιλεγόμενο, μετά τις εκλογές του Μαΐου στη Συνέλευση της Βόρειας Ιρλανδίας.
Οι συζητήσεις γι’ αυτό το θέμα προχωρούν αργά και δύσκολα.
Ενώ, ως προς τα δικαιώματα των πολιτών – και εδώ εννοούμε τα δικαιώματα Ευρωπαίων πολιτών που ζούσαν στη Βρετανία ή που μεταβαίνουν για εργασία ή για σπουδές μετά το Brexit, η κατάσταση είναι μάλλον χαώδης.
Πολλά τα προβλήματα διαμονής, υψηλό κόστος βίζας, εξαιρετικά υψηλό κόστος διδάκτρων και μάλιστα παρά το γεγονός ότι ακόμη η Βρετανία χρηματοδοτείται μέσω κοινοτικών προγραμμάτων όπως το ERASMUS ή το HORIZON.
Και βέβαια, ας μην παραβλέπουμε την σχεδόν πολεμική κατάσταση μεταξύ Βρετανών, Ολλανδών, Βέλγων, Γάλλων και Ισπανών αλιέων στα βρετανικά νερά, παρά το γεγονός πως η συμφωνία αποχώρησης προβλέπει πλήρη πρόσβαση στα νερά του βορειοανατολικού Ατλαντικού μέχρι τις 30 Ιουνίου του 2026.
Νέο μέγα θέμα έχει προκύψει και με τις αυξημένες ροές παράτυπων μεταναστών που διασχίζουν επισφαλώς τη θάλασσα της Μάγχης, με αφετηρία τις γαλλικές ακτές.
Oι απώλειες στο εμπόριο
Μελέτες δείχνουν αρνητικές επιπτώσεις στο εμπόριο, την παραγωγή και την κατανάλωση προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας και για τη Βρετανία και για την Ένωση.
Αξίζει, ωστόσο, να τονίσουμε πως η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος του Ηνωμένου Βασιλείου, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 50% του εξωτερικού εμπορίου της χώρας.
Μηχανήματα, αυτοκίνητα και χημικά είναι οι κύριες εξαγωγές και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Οι λοιπές επιχειρηματικές υπηρεσίες, τα ταξίδια, οι τηλεπικοινωνίες, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και οι μεταφορές είναι οι σημαντικότερες ροές και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Ειδικά δε για τον τουρισμό η Βρετανία είναι μια σημαντική αγορά, με πρώτη χώρα τουριστών για την Ελλάδα αφού εφέτος ξεπέρασαν τα 3 εκατομμύρια τουρίστες και οι τάσεις για του χρόνου είναι ιδιαίτερα αισιόδοξες, όπως αναμένεται να απογραφούν και στη μεγαλύτερη έκθεση επαγγελματιών του Τουρισμού που ανοίγει τις πύλες της στο Λονδίνο, από τις 7 έως τις 9 Νοεμβρίου.
Ο πόλεμος και η κρίση μειώνουν το χάσμα
Η συγκυρία βοηθά σε μια επαναπροσέγγιση σε πεδία της εξωτερικής πολιτικής αλλά και αντιμετώπισης του πληθωρισμού.
Η Τράπεζα της Αγγλίας οδηγεί τα επιτόκια παράλληλα και ανάλογα με την ΕΚΤ.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο κίνδυνος επισιτιστικής κρίσης, η ενεργειακή ανασφάλεια, το ανεξίθερμο μεταναστευτικό, η πράσινη οικονομική μετάβαση και άλλες προκλήσεις πολιτικής, όπως η αντιμετώπιση του υψηλού πληθωρισμού, δημιουργούν αναγκαστικά διαύλους επικοινωνίας και πεδία συνεργασίας.
Φαίνεται πως έχει γίνει κατανοητό εκατέρωθεν της Μάγχης πως η οικονομική αλλαγή αν δεν γίνει συντονισμένα στο πλαίσιο ενός κρίσιμου γεωπολιτικού ανάγλυφου θα προκαλέσει μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις.
Ενδεχομένως στα όρια του χάους, που φυσικά κανείς δεν θα ήθελε.
Κι αυτό σημαίνει πως η λειτουργία της δημοκρατίας θα πρέπει να ενισχυθεί μέσω μιας «επαναπολιτικοποίησης» στη χάραξη οικονομικής πολιτικής και συνεργασίας μεταξύ των παγκοσμίως ισχυρών οικονομικών κέντρων, ένα εκ των οποίων είναι το Λονδίνο.
Εξωτερική Πολιτική
Αυτό, το ερώτημα, εκτιμώ ότι απασχολεί όλα τα φόρα. Ιδιαίτερα αυτή την περίοδο που η ρωσική στάση μοιάζει με αβέβαιη πολεμική απειλή για όλη την Ευρώπη και που νέες απειλές της παγκόσμιας ισορροπίας ξεπροβάλουν και από την Ασία.
Παρά το γεγονός ότι στην προηγούμενη διετία είχαμε φτάσει σε σημείο το Λονδίνο να μην επικοινωνεί με τον Πρέσβη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τα πράγματα έχουν αλλάξει.
Η Λιζ Τρας μετείχε στη Διάσκεψη της Πράγας για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα, ενώ και ο Ρίσι Σούνακ κερδίζει μέρα με τη μέρα τη συμπάθεια των Βρυξελλών.
Την Παρασκευή 4 Νοεμβρίου, ο νέος Βρετανός πρωθυπουργός είχε τηλεφωνική επαφή με τον Πολωνό Πρόεδρο, Ματέους Μοραβιέτσκι, για το “πώς το Ηνωμένο Βασίλειο και η Πολωνία θα μπορούσαν να συνεχίσουν να ενισχύουν την ασφάλεια της ανατολικής πλευράς του ΝΑΤΟ”.
Η Πολωνία δεν ανήκει στην Κοινή Εκστρατευτική Δύναμη, της Συμμαχίας των 10 χωρών υπό την ηγεσία του Ηνωμένου Βασιλείου που δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο των “προσπαθειών αποτροπής σε όλη την ανατολική πλευρά”.
Ωστόσο, η Βρετανία φαίνεται πως θέλει να ισχυροποιήσει και το ρόλο της στο ΝΑΤΟ και την άτεγκτη στάση της έναντι της Ρωσίας και το ρόλο της στη λήψη πολιτικών αποφάσεων από κοινού με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στα οικονομικά τα χαλάμε λίγο…
Κι όπως έχει δηλώσει και ο Γιοζέπ Μπορέλ… “με το Brexit, τίποτα δεν γίνεται ευκολότερο και πολλά γίνονται πιο περίπλοκα.
Το πόσο πιο περίπλοκο εξαρτάται από τις επιλογές που θα κάνουν και οι δύο πλευρές”.
Ο «πραγματιστής» Ρίσι Σούνακ
Σε αποκλειστική συνέντευξή του προς την ΕΡΤ ο Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο LSE, Κέβιν Φέδερστοουν, μας είπε ότι ο Ρίσι Σούνακ είναι ένας μακροχρόνιος υποστηρικτής του Brexit και πως επιθυμεί να επιχειρηματολογήσει για τα οφέλη του Brexit.
Ταυτόχρονα, σημειώνει, πως ο Σούνακ είναι και πραγματιστής και έχει την πολιτική βούληση να προσπαθήσει να δημιουργήσει καλύτερες σχέσεις με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, ο χώρος του για να το κάνει αυτό, είναι περιορισμένος.
Ο Φέδερστόουν υποστηρίζει πως η στρατηγική της σχέσης ΕΕ- ΗΒ εξαρτάται από τη σκληρή φατρία του Brexit εντός του Συντηρητικού κόμματος και πως η σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πιθανότερο να παραμείνει τεχνική και με χαμηλής πολιτικής ευαισθησίας λύσεις.
Σε κάθε περίπτωση, αναλυτές επισημαίνουν πως η πρωτοβουλία του Προέδρου Μακρόν για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα είναι στην πραγματικότητα η σωστή ιδέα την κατάλληλη στιγμή.
Διευκολύνει με χαμηλό πολιτικό κόστος την ικανότητα ενός πρωθυπουργού στο Λονδίνο να συναντά τους αρχηγούς άλλων κυβερνήσεων σε όλη την Ευρώπη.
Έτσι, “η Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα προσφέρει την ευκαιρία να μιλήσουμε”, όπως επισημαίνει και ο Φέδερστοουν, τονίζοντας πως η ΕΠΚ “προσφέρει την ευκαιρία να πείσει, με ελάχιστες από τις ευαισθησίες του Brexit που είχαν υψωθεί στο παρελθόν