Τους λόγους για τους οποίους οι εξετάσεις αντισωμάτων για τον κορωνοϊό δεν μπορεί να ανιχνεύσει το εύρος της ανοσιακής απάντησης στο εμβόλιο , ανέλυσε ο καθηγητής Πνευμονολογίας, Νίκος Τζανάκης.
«Τα αντισώματα και οι εξετάσεις που κάνουμε δεν ανιχνεύουν το σύνολο της ανοσιακής απάντησης στο εμβόλιο. Ανιχνεύουν ένα ή δύο είδη αντισωμάτων από την πολυκλωνική απάντηση αντισωμάτων που κάνει ο οργανισμός μας. Κάθε εργαστήριο έχει επιλέξει ανιχνεύει μόνο κάποια είδη. Ένας με χαμηλό δείκτη δεν σημαίνει ότι έχει χαμηλή άμυνα ή ανοσία έναντι στον ιό», τόνισε.
Εξήγησε ότι η κυτταρική ανοσία καθορίζει και τη χημική. «Τα κύτταρα μνήμης έχουν τη συνταγή και καθοδηγούν άλλα κύτταρα του οργανισμού, τα β λεμφοκύτταρα, να παράγουν αντισώματα. Συνεπώς με την είσοδο του ιού στο σώμα μας η κυτταρική ανοσία έχει ακόμα τη μνήμη και καθοδηγεί άμεσα τα β λεμφοκύτταρα να παράγουν μεγάλες ποσότητες αντισωμάτων και να καταστείλουν τον ιό εν τη γενέσει», υπογράμμισε.
Τρίτη δόση
Σε ό,τι αφορά στην τρίτη δόση του εμβολίου σε υγειονομικούς και πολίτες άνω των 60 ετών, τόνισε ότι πρόκειται για απόφαση σωστή.
Ανέφερε ότι όσοι έκαναν το εμβόλιο της AstraZeneca, θα κάνουν τρίτη δόση mRNA.
«Έχει δοκιμαστεί η μίξη των εμβολίων και ξέρουμε ότι η ανοσιακή απάντηση μετά από έναν ολοκληρωμένο εμβολιασμό με AstraZenca και mRNA είναι πάρα πολύ καλή και ασφαλής. Οι πιθανότητες μυοκαρδίτιδας είναι 1-2 στις 500.000 και μάλιστα εμφανίζεται κυρίως σε νεαρούς έφηβους. Ξεπερνιέται εύκολα με μια μικρή θεραπεία εκτός νοσοκομείου», είπε.
Ο καθηγητής εξήγησε ότι η βιασύνη για τρίτη δόση συνδέεται με την επιδημιολογική και εμβολιαστική εικόνα της χώρας.
«Προφανώς η Δανία και η Πορτογαλία με 90%-95% εμβολιαστική κάλυψη στις μεγάλες ηλικίες και πολύ χαμηλό επιδημιολογικό φορτίο μπορεί να μην πάρουν απόφαση για τρίτη δόση. Η απόφαση αυτή συσχετίζεται με αναποτελεσματική εμβολιαστική κάλυψη των μεγάλων ηλικιών», δήλωσε και πρόσθεσε ότι «αν είχαν εμβολιαστεί όλοι οι μεγάλοι, δεν θα υπήρχε τέτοια ζέση για τον εμβολιασμό των παιδιών»