Στην χρονική σειρά των γεγονότων που οδήγησαν στην απόφαση για την επιλογή της ισραηλινής ELBIT έναντι της καναδικής εταιρείας CAE για την «Δημιουργία Διεθνούς Εκπαιδευτικού Κέντρου Πτήσεων στην Καλαμάτα»(ΔΕΚ), «που αποτελεί στόχο μεταξύ άλλων της Πολεμικής Αεροπορίας (ΠΑ), καθώς εκτιμάται ότι θα συνδράμει στον εκσυγχρονισμό της παρεχόμενης πτητικής εκπαίδευσης», αναφέρθηκε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νικόλαος Παναγιωτόπουλος απαντώντας σε ερώτηση που κατέθεσαν στη Βουλή οι βουλευτές του Κινήματος Αλλαγής Βασίλης Κεγκέρογλου και Γιώργος Φραγγίδης με θέμα «Εκπαιδευτικό Κέντρο Αεροπορίας στην Καλαμάτα».
Συγκεκριμένα ο κ. Παναγιωτόπουλος γνωστοποίησε τα ακόλουθα:
«Για την υλοποίηση του ανωτέρω επιχειρησιακού στόχου, λαμβάνοντας υπόψη την πολυδιάστατη φύση του εγχειρήματος, συντάχθηκε «Μελέτη Ολοκληρωμένης Πρότασης Υποπρογράμματος (ΜΟΠΥΠ)», με τίτλο «Δημιουργία Διεθνούς Εκπαιδευτικού Κέντρου Πτήσεων στην 120 ΠΕΑ»(ΔΕΚ).
Στην εν λόγω μελέτη, η οποία εγκρίθηκε από το ΣΑΓΕ (Συμβούλιο Αρχηγών Γενικών Επιτελείων) με την υπ' αριθ.55/2017 γνωμάτευσή του, εξετάστηκαν, η υλοποίηση της εκπαίδευσης σε κέντρα εκπαίδευσης εξωτερικού, η προμήθεια νέου αεροσκάφους (Α/Φ) προκεχωρημένου - επιχειρησιακού σταδίου, η προμήθεια μεταχειρισμένου Α/Φ προκεχωρημένου - επιχειρησιακού σταδίου, καθώς επίσης και η περίπτωση χρηματοδοτικής μίσθωσης.
Από τα προεκτεθέντα καταδείχτηκε ότι, ως πλέον συμφέρουσα λύση για την κάλυψη των απαιτήσεων της ΠΑ και τη δημιουργία ΔΕΚ, ήταν η διατήρηση του Α/ΦΤ-6 και η χρηματοδοτική μίσθωση Α/Φ, προς αντικατάσταση του Α/Φ Τ-2C/Ε.
Στο πλαίσιο αυτό, το Ανώτατο Αεροπορικό Συμβούλιο (ΑΑΣ) με την υπ' αριθ.45/2018 απόφασή του ενέκρινε τις επιχειρησιακές και τεχνικές απαιτήσεις, για τη δημιουργία ΔΕΚ στην Καλαμάτα και εν συνεχεία, ξεκίνησαν οι διερευνητικές ενέργειες και η διαβούλευση επί πρότασης που κατατέθηκε από την εταιρεία Canadian Aviation Electronics(CAE), το κόστος της οποίας ανερχόταν σε περίπου 1,822 δισ. ευρώ για χρονικό διάστημα είκοσι ετών».
«Το υπόψη υποπρόγραμμα, με σκοπό τη σύναψη Διακρατικής Συμφωνίας με τον Καναδά, ουδέποτε ενεργοποιήθηκε και ως εκ τούτου, το Συμβούλιο Άμυνας(ΣΑΜ) με την υπ' αριθ. 1/2019 απόφασή του (σ.σ. οι ερωτώντες βουλευτές αναφέρουν τον Ιανουάριο του 2019), ενέκρινε τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων για την επίτευξη του ως άνω σκοπού, καθώς και τη διερεύνηση των άλλων προσφορών από την ΠΑ», πρόσθεσε.
Συνεχίζοντας, ο κ. Παναγιωτόπουλος ανέφερε ότι «με την υπ' αριθ. 185/2020 απόφαση του ΑΑΣ, εγκρίθηκε η διαμόρφωση των ανωτέρω επιχειρησιακών και τεχνικών απαιτήσεων, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα κατάσταση στην εκπαίδευση των νέων Ιπταμένων. Επιπροσθέτως, εξετάστηκαν μεταξύ άλλων και η περίπτωση προμήθειας νέου εκπαιδευτικού Α/Φ για την αντικατάσταση του Α/Φ Τ-2, η οποία απορρίφθηκε, ως μη συμφέρουσα, καθώς θα απαιτούσε σημαντική επένδυση αρχικού κεφαλαίου και μεγάλο χρόνο υλοποίησης.
Τέλος, περαιτέρω στοιχεία δεν δύνανται να αποδεσμευθούν μέσω της παρούσας διαδικασίας λόγω υψηλής διαβάθμισης. *(Σε κάθε περίπτωση, στην Επιτροπή εξοπλιστικής της Βουλής δόθηκαν όλες οι απαραίτητες απαντήσεις που ετέθησαν από τους συμμετέχοντες βουλευτές, από τον κ. ΥΕΘΑ σε πολύωρη συζήτηση)», κατέληξε στην γραπτή απάντησή του.
Επίσης, απαντώντας σε ερώτηση που κατέθεσε στη Βουλή η βουλευτής του Μέρα 25 Σοφία Σακοράφα με θέμα «Επιπτώσεις δημιουργίας κέντρου εκπαίδευσης πιλότων μαχητικών αεροσκαφών στη Μεσσηνία», ο κ. Παναγιωτόπουλος γνωστοποίησε τα εξής:
-Η λειτουργία του πολιτικού αεροδρομίου «Καπετάν Βασίλης Κωνσταντακόπουλος», δεν επηρεάζεται από τις πτήσεις των εκπαιδευτικών αεροσκαφών της Πολεμικής Αεροπορίας και
-Αναφορικά με το πεδίο Βολής Σχίζας, η Πολεμική Αεροπορία αντιλαμβάνεται πλήρως τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς της τοπικής κοινωνίας από τη χρήση του (σ.σ. η περιοχή έχει χαρακτηρισθεί Natura). Στο πλαίσιο αυτό, έχει μειώσει στο ελάχιστο την επιχειρησιακή εκμετάλλευσή του και επιτρέπει τη χρήση του μόνο από εκπαιδευτικά Α/Φ και υπό συγκεκριμένες αυστηρές διαδικασίες, καθόσον δεν υφίσταται άλλη επιλογή εκπαίδευσης των Ιπταμένων της σχολής Ικάρων, οι οποίοι, αναμφίβολα αποτελούν για τη χώρα τη μελλοντική αποτρεπτική δύναμη σε κάθε απειλή και την εγγύηση της ειρήνης, κατέληξε.