Ο λογαριασμός ξεκαθαρίζει. Οι χώρες της Ευρώπης δεν υπέφεραν όλες στον ίδιο βαθμό από την κρίση του κορονοϊού. Η Γερμανία και οι σκανδιναβικές χώρες, για παράδειγμα, δοκιμάστηκαν λιγότερο από τη Γαλλία, την Ισπανία ή την Ιταλία. Το ίδιο θα ισχύσει πιθανότατα και με την οικονομική κρίση που προκαλεί ο γενικός εγκλεισμός του πληθυσμού.
Το βλέπουμε στις οικονομικές προβλέψεις για τις διάφορες χώρες. Στη Γαλλία υπάρχουν φόβοι για μείωση του ΑΕΠ κατά 8%, στη Γερμανία κατά λιγότερο από 3%. Η διαφορά αυτή θα αποτυπωθεί στα ποσοστά της ανεργίας: οι περισσότερο πληγείσες χώρες είναι εκείνες όπου η ανεργία ήταν μεγαλύτερη πριν από την πανδημία. Ο οικονομικός πόνος θα συνοδεύσει λοιπόν τον υγειονομικό.
Ο λογαριασμός αυτός, εφόσον επιβεβαιωθεί, θα επηρεάσει αναμφίβολα την πολιτική συζήτηση στην περίοδο μετά τον εγκλεισμό. Πολλοί πιστεύουν, αφελώς ίσως, ότι το υγειονομικό σοκ θα επιβάλει από μόνο του μια νέα πολιτική. Τίποτα δεν είναι λιγότερο βέβαιο. Δύο θέσεις φαίνεται ότι θα συγκρουστούν.
Οι πρώτοι - μάλλον συντηρητικοί - θα υποστηρίξουν μια ανάκαμψη της οικονομίας που θα επιτρέψει στη Γαλλία να επιστρέψει το συντομότερο στην «κανονικότητα» και να διατηρήσει τη θέση της: διάσωση άνευ όρων των επιχειρήσεων, άρνηση κάθε νέου φόρου για να μην αποθαρρυνθούν οι επενδυτές, απαίτηση από τους μισθωτούς να καταβάλουν νέες προσπάθειες, χαλάρωση των περιβαλλοντικών κανόνων για να διευκολυνθεί η επανεκκίνηση των βιομηχανιών κλπ.
Οι δεύτεροι - αριστεροί και οικολόγοι - επικαλούνται την κρίση για να ζητήσουν αναπροσανατολισμό της οικονομίας προκειμένου να προετοιμαστεί η χώρα για τις δύο επόμενες κρίσεις: την κοινωνική και την οικολογική. Αυτό που ζητούν είναι να εξαρτάται η ενίσχυση των επιχειρήσεων από τις προσπάθειές τους για τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, να γίνονται κρατικές επενδύσεις σε βιομηχανίες που δεν μολύνουν, να συμβάλουν περισσότερο οι πλούσιοι στην κοινή προσπάθεια και να κατευθυνθούν τα κοινωνικά επιδόματα προς τους περισσότερο εύθραυστους.
Οι πρώτοι θα επισημάνουν την απειλή που θα αποτελέσει μια μεγάλη πτώση της οικονομίας και μια απομάκρυνση της Γαλλίας από τους ευρωπαίους εταίρους της, και πρώτα από τη Γερμανία. Οι δεύτεροι θα κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο η Γαλλία να βιαστεί να κλείσει την παρένθεση υποβαθμίζοντας τις απειλές για το μέλλον που αποτελούσαν ήδη αδυναμίες του παρελθόντος: κοινωνική ανισότητα και κλιματική επιβάρυνση. Οι πρώτοι θα είναι ευχαριστημένοι αν επιστρέψουμε στην πρότερη κατάσταση. Οι δεύτεροι θα καταγγείλουν μια τέτοια επιλογή.
Η μακρονική πλειοψηφία θα προσπαθήσει να βρει μια ισορροπία ανάμεσα στους δύο αυτούς προσανατολισμούς, με τη φιλελεύθερη πτέρυγά της να επιλέγει την πρώτη σχολή και την κοινωνική της πτέρυγα να υιοθετεί τη δεύτερη. Η πολιτική συζήτηση, αντί να ανανεωθεί, θα φέρει και πάλι σε αντιπαράθεση τη Δεξιά με την Αριστερά. Στη σημερινή συγκυρία, το πιθανότερο είναι ότι θα νικήσει η Δεξιά. Κι αυτό θα επαναφέρει στο προσκήνιο, δύο χρόνια πριν από τις προεδρικές εκλογές, αυτό το πολύ πολιτικό ερώτημα: μπορεί να αλλάξει η Γαλλία ρότα αν δεν αλλάξει η πλειοψηφία;
*Ο Λοράν Ζοφρέν είναι διευθυντής της γαλλικής εφημερίδας Liberation
ΠΗΓΗ: Libération via ΑΠΕ-ΜΠΕ