Καθώς μια ολόκληρη χώρα, με πληγωμένο το εθνικό της γόητρο, πανηγυρίζει οσάκις ο Εθνικός μας Ύμνος κρούεται κάθε φορά που ένας αθλητής ανεβαίνει στο χρυσό βάθρο, αξίζει να θυμηθούμε κάποια βασικά πράγματα για τη συμμετοχή της Ελλάδας στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Διαχρονικά, η συγκομιδή των μεταλλίων από τους Έλληνες αθλητές ήταν πενιχρή, για ένα λαό με πανάρχαια αθλητική παράδοση, αλλά και σώματα, μυαλό και ψυχή κατάλληλα για αθλητισμό.
Οι πλέον αποδοτικές Ολυμπιάδες (αν εξαιρέσει κάποιος την πρώτη του 1896 με 50 μετάλλια) ήταν αυτές της Ατλάντας το 1996 με συνολικά 8 μετάλλια, του Σίδνεϊ το 2000 με 13 και της Αθήνας το 2004 με 18. Η τελευταία ήταν η πιο πλούσια, αν κι αναμενόταν μεγαλύτερη συγκομιδή. Στις πρόσφατες Ολυμπιάδες, τα μετάλλια έρχονταν κυρίως από την άρση βαρών, τα θαλασσινά αθλήματα και λίγα σχετικά από το στίβο.
Για να πανηγυρίζουμε οι υπόλοιποι τις πρωτιές τους κι εκείνοι μια θέση στο βάθρο, οι αθλητές περνούν μια μακρά περίοδο στέρησης των βασικών απολαύσεων, με βλάβη, τις περισσότερες φορές, της μετέπειτα ζωής τους, αλλά και υποβολή σε προσωπικές θυσίες. Ο αθλητισμός σήμερα είναι σε παγκόσμιο επίπεδο εντελώς επαγγελματικός, πράγμα που σημαίνει ότι, οι αθλητές έχουν ως κύριο επάγγελμα την αθλητική σταδιοδρομία, για όσο χρόνο μπορεί να ασκούν αυτή τη δραστηριότητα.
Ανέκαθεν οι αθλητικές επιτυχίες μιας χώρας ήταν η καλύτερη προβολή της στο διεθνές στερέωμα και γι' αυτό η Πολιτεία χορηγούσε προνόμια στους Ολυμπιονίκες. Συν τω χρόνω, ο θεσμός των χορηγών (τραπεζών, μεγάλων εταιρειών κλπ.) μπήκε στη διαδικασία στήριξης και επομένως εξασφαλίστηκε στους πρωταθλητές ένα ζηλευτό παρόν και ένα άνετο μέλλον.
Η οικονομική κρίση είχε επίπτωση και στον αθλητισμό. Παρατηρούμε ότι μετά το 2004, η συγκομιδή των μεταλλίων επανήλθε στα συνήθη επίπεδα των 3-5 ανά Ολυμπιάδα. Το Κράτος και οι δημόσιες εταιρείες δεν είχαν τα περισσεύματα για συντήρηση της αθλητικής προσπάθειας και οι ιδιωτικές εταιρείες δεν μπορούσαν να προσφέρουν πλέον τις χορηγίες του παρελθόντος. Η διάλυση της ομάδας της άρσης βαρών με τη γνωστή ιστορία των αναβολικών, αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα σ ένα άθλημα που διέπρεπε η Χώρα για τρεις περίπου Ολυμπιάδες.
Τα ανωτέρω κάνουν τις προσπάθειες όλων των σημερινών αθλητών και των Ολυμπιονικών περισσότερο σημαντικές από το παρελθόν. Η δόξα του Ολυμπιονίκη, παρόλο ότι διαρκεί λίγο, δείχνει ότι, ο τελικός στόχος περισσότερο επιτυγχάνεται με το ψυχικό απόθεμα παρά από την άνεση των υλικών μέσων, αφού αυτά μπορεί να τά έχουν όλοι. Ο κότινος είναι πάντα ελκυστικότερος του χρήματος. Όλα αυτά μέσα σ' ένα αθλητικό περιβάλλον που κυριαρχεί ο φαβοριτισμός και η διαφθορά.
Ο αθλητισμός αποτελεί για τη Χώρα μια ακόμα σταθερά διεθνούς προβολής. Κάτι σαν τον τουρισμό. Είναι μια αποτελεσματική επένδυση μιας μικρής σε πληθυσμό και έκταση χώρας, σε ένα διαρκές ανταγωνιστικό παγκόσμιο περιβάλλον.
Η Πολιτεία οφείλει να το δει έτσι το πράγμα, να οργανώσει εκ βάθρων και με στοιχειώδη οικονομικά μέσα, τους τομείς του αθλητισμού, ιδίως όπου υπάρχει ικανό έμψυχο υλικό και να προσφέρει ένα σοβαρό αθλητισμό που δεν θα στηρίζεται μόνο στην φιλοτιμία μεμονωμένων προσώπων. Και επειδή τίποτε δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς χρήματα, η Πολιτεία πρέπει να καλέσει όλους τους ιδιώτες-οικονομικούς παράγοντες του αθλητισμού να συνεισφέρουν, δίκην χορηγίας από λίγο ο καθένας, για την ανόρθωση των ολυμπιακών ομάδων σε ένα πρόγραμμα τουλάχιστον δυο Ολυμπιάδων, αντί να πετάνε τα χρήματά τους εδώ κι εκεί για συντήρηση αμφισβητούμενων δραστηριοτήτων (π.χ. συλλόγους οπαδών κλπ.).
Όλα τα παραπάνω, αντί των πολιτικών συγχαρητηρίων που κατόπιν εορτής απευθύνονται στους Ολυμπιονίκες, οι οποίοι λησμονούνται λίγες μέρες μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα και ενώ κάποιοι τρέχουν να φωτογραφηθούν μαζί τους, προσπαθώντας να πάρουν κάτι από την αίγλη τους!