Ο εφημέριος ιερού ναού της Πελοποννήσου, δεν έμενε στα θρησκευτικά του καθήκοντα, αλλά προσποιούμενος τον γιατρό «θεράπευε» τους ασθενείς του με μεταλλικό γουδοχέρι και μάλιστα με το αζημίωτο.
Βέβαια, η δράση του μαθεύτηκε γρήγορα με αποτέλεσμα να βρεθεί εκτός , αφού όμως είχε προλάβει για τα...θαύματά του να εισπράξει αρκετά ευρώ, καθώς χρέωνε 50 ευρώ την επίσκεψη-θεραπεία με...μεταλλικό γουδοχέρι, ενώ εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι τα θύματά του, δεν ήταν και λίγα, πιστεύοντας πως με αυτόν τον τρόπο θα θεραπευτούν οριστικά!
Όπως περιγράφεται σε μαρτυρίες παθόντων, ο ιερέας χτυπούσε με σιδερένιο γουδοχέρι τους ασθενείς στα σημεία που πονούσαν ή εκεί που υποτίθεται ότι ήταν τα σημεία της παθήσεως.
Οπως κατέθεσαν ασθενείς, όταν δέχονταν τα χτυπήματα με το σιδερένιο γουδοχέρι αισθάνονταν «ισχυρότατον πόνον και μούδιασμα». Μάλιστα, δύο ασθενείς-μάρτυρες κατέθεσαν ότι με τα γιατροσόφια που χρησιμοποιούσε ο ιερέας για τη «θεραπεία» της μητέρας τους «ουδόλως ιάθησαν, αλλ’ αντιθέτως η κατάστασις της υγείας της μητρός τους επεδεινώθη έτι πλέον».
Μάλιστα σε έγγραφο του τοπικού ιατρικού συλλόγου βεβαιώνεται ότι οι μέθοδοι θεραπείας που εφαρμόζει ο επίμαχος είναι «ιατρικώς απαράδεκτες και ποινικώς κολάσιμες».
Οταν οι ασθενείς ρωτούσαν τον ιερέα τι οφείλουν για την «ιατρική επίσκεψη», εκείνος απαντούσε: «Να αφήσετε ό,τι θέλετε». Δύο μάρτυρες κατέθεσαν ότι για τις ιατρικές υπηρεσίες που του παρείχε ο ιερέας τού έδωσαν «αυτοπροαιρέτως» 50 ευρώ.
Τα ήξερε όλα ο μητροπολίτης, αλλά...
Ο μητροπολίτης εγγράφως του είχε ζητήσει να σταματήσει τις «θεραπευτικές ενέργειες και πράξεις του» και να απασχοληθεί αποκλειστικά με το όμορφο ποιμενικό έργο της σωτηρίας των ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά εκείνος όχι μόνο δεν συμμορφώθηκε, αλλά συνέχισε τον ιδιότυπο θεραπευτικό του δρόμο, προκαλώντας έτσι με τις πράξεις του «τον μέγιστον σκανδαλισμόν εις τας συνειδήσεις των πιστών».
Τελικά, στον «γιατρό-ιερέα» επιβλήθηκε ομόφωνα η ποινή της αργίας των 13 μηνών από κάθε ιεροπραξία, χωρίς όμως στέρηση των αποδοχών του. Παράλληλα, μετατέθηκε σε άλλη εφημεριακή θέση. Κρίθηκε ένοχος «επί εξαπατήσει πιστών δια της αντιποιήσεως ιατρικού επαγγέλματος και ιατρικών πράξεων, επί αθετήσει εντολής δοθείσης υπό του Επισκόπου του και παρακοή κατ’ εξακολούθησιν και επί μεγίστω σκανδαλισμώ των συνειδήσεων των πιστών».
Αντίθετα, απαλλάχθηκε λόγω αμφιβολιών από την κατηγορία «της επ’ αμοιβή εξαπατήσεως πιστών και της προκλήσεως σωματικών κακώσεων», καθώς από καμία μαρτυρία δεν προκύπτουν σωματικές κακώσεις στους ασθενείς του, ούτε αποδείχθηκε ότι υπήρχε δόλος εκ μέρους του για πρόκληση κακώσεων.
Επίσης, το Συνοδικό Δικαστήριο είχε «ισχυρότατες αμφιβολίες» ως προς τη λήψη της αμοιβής των 50 ευρώ ανά επίσκεψη, αφού δεν απαιτούσε χρήματα, αλλά έλεγε να αφήσουν οι ασθενείς ό,τι θέλουν.
Ετσι, τον απήλλαξαν από τις κατηγορίες της πρόκλησης σωματικών κακώσεων και της χρηματικής αμοιβής.
Μετά την πειθαρχική ποινή μετατέθηκε σε άλλη ενορία, αλλά ουδέποτε πήγε, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να παυθεί οριστικά με απόφαση του μητροπολίτη «επειδή κατέλιπε την εφημεριακή του θέση υπέρ τον μήνα αδικαιολογήτως».
Τελικά, κατέφυγε στο και στράφηκε τόσο κατά της πειθαρχικής απόφασης όσο και κατά της απόφασης του μητροπολίτη με την οποία παύθηκε.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας εξέδωσαν δύο αποφάσεις. Με τη μία δικαίωσαν τον ιερέα -αν και είναι αργά πλέον- και με τη δεύτερη δικαίωσαν τον μητροπολίτη.
Με την πρώτη απόφαση κρίθηκε μη νόμιμη η αιτιολογία της απόφασης του Συνοδικού Δικαστηρίου με την οποία του επιβλήθηκαν η ποινή της αργίας και της μετάθεσης, ενώ με τη δεύτερη κρίθηκε ότι αδικαιολόγητα δεν πήγε στη νέα ενορία και κατόπιν αυτού είναι νόμιμη η απόφαση του μητροπολίτη με την οποία παύθηκε.