Αποτέλεσμα του ελλείμματος δημοκρατίας, κακών χειρισμών, τόσο στην οικονομική όσο και στην προσφυγική κρίση αλλά κυρίως αποτέλεσμα της αλαζονικής συμπεριφοράς του γραφειοκρατικού κέντρου αποφάσεων, χαρακτηρίζει η κυβερνητική εκπρόσωπος Όλγα Γεροβασίλη το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Μ. Βρετανία, με συνέντευξη που παραχώρησε στη Thessnet.
Η κ. Γεροβασίλη αναφέρεται στις συναντήσεις του πρωθυπουργού με τους πολιτικούς αρχηγούς για τον εκλογικό νόμο και τη συνταγματική αναθεώρηση αλλά και στη στάση που τηρεί ο πρόεδρος της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης για τον οποίο υπογραμμίζει ότι σήμερα πνίγεται σε μια θάλασσα αντιφάσεων και επιδιώκει με κάθε τρόπο και κάθε τίμημα να γίνει πρωθυπουργός, ρισκάροντας ακόμη και τη σταθερότητα που έχει επιτευχθεί.
Το brexit
«Η απόφαση των Βρετανών πολιτών για αποχώρηση αυτού του ιστορικού μέλους από την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να μην είναι ευχάριστη, είναι όμως καθόλα σεβαστή. Τη θεωρώ -ως σήμερα- πιο δυνατό καμπανάκι κινδύνου για την πορεία της Ε.Ε.», αναφέρει η κυβερνητική εκπρόσωπος και προσθέτει ότι «αυτά είναι τα αποτελέσματα του ελλείμματος δημοκρατίας, των κακών χειρισμών τόσο στην οικονομική, όσο και την προσφυγική κρίση, αλλά και κυρίως της αλαζονικής συμπεριφοράς ενός γραφειοκρατικού κέντρου αποφάσεων». Είναι όπως εξάλλου σημειώνει οι «πρακτικές που τόνωσαν τις φυγόκεντρες δυνάμεις και τον εθνικισμό στην Ευρώπη»
«Δεν είναι ωστόσο ένα καταστροφικό αποτέλεσμα. Θα μπορούσε μάλιστα να γίνει η απαρχή για την θεμελίωση μιας νέας Ευρώπης, μίας δημοκρατικότερης και δικαιότερης Ευρώπης, περισσότερο ανεκτικής και αλληλέγγυας Ευρώπης. Αρκεί να μην επαναλάβουμε τα ιστορικά λάθη του παρελθόντος», υπογραμμίζει η κ. Γεροβασίλη.
Ο εκλογικός νόμος και η συνταγματική αναθεώρηση
Ερωτηθείσα για τα περιθώρια συναίνεσης ανάμεσα στην κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης για τον εκλογικό νόμο και τη συνταγματική αναθεώρηση, η κυβερνητική εκπρόσωπος επισημαίνει ότι «ο πρωθυπουργός έχει αποδείξει ότι επιδιώκει το θεσμικό διάλογο για όλα τα μείζονα θέματα» θυμίζοντας ότι αυτή ήταν η τρίτη πρόσκληση των πολιτικών αρχηγών από τον Αλέξη Τσίπρα, καθώς είχαν προηγηθεί οι συναντήσεις για το προσφυγικό ζήτημα και την ασφαλιστική μεταρρύθμιση. «Ειδικά η συνταγματική αναθεώρηση, αλλά και το εκλογικό σύστημα, δεν αποτελούν υπόθεση ενός κόμματος ή και της κυβέρνησης. Πρόκειται για θεσμικά ζητήματα, τα οποία υπερβαίνουν τo στενό πλαίσιο μίας ιδεολογικής αντιπαράθεσης και απαιτούν τη συνεννόηση όλων των δημοκρατικών δυνάμεων του κοινοβουλίου. Το ζητούμενο συνεπώς δεν είναι μία κάποια υποχρεωτική συναίνεση, αλλά η συνεννόηση για θέματα που αφορούν την ουσία του κοινοβουλευτισμού και τις βάσεις του πολιτεύματος», αναφέρει η κυβερνητική εκπρόσωπος.
Στο ερώτημα αν ο κύκλος επαφών του πρωθυπουργού με τους πολιτικούς αρχηγούς θα μπορούσε να λειτουργήσει ως προπομπός συμμετοχής τρίτου κόμματος στο κυβερνητικό σχήμα, η κυβερνητική εκπρόσωπος ξεκαθαρίζει πως «ούτε οι προηγούμενες συναντήσεις με τους πολιτικούς αρχηγούς, ούτε αυτή, έγιναν για τη βολιδοσκόπηση διεύρυνσης του κυβερνητικού σχήματος. Πολύ απλά γιατί ούτε τότε, ούτε τώρα, υφίσταται τέτοια ανάγκη».
«Είμαστε κυβέρνηση τετραετίας», σημειώνει η κ. Γεροβασίλη και επισημαίνει ότι «τα μείζονα θέματα που αφορούν τη χώρα και τον κοινοβουλευτισμό, απαιτούν συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Και βέβαια, η συνταγματική αναθεώρηση προϋποθέτει εκ των πραγμάτων και την αναζήτηση συναινέσεων εντός του κοινοβουλίου».
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη
Κληθείσα να σχολιάσει την αντιπολιτευτική τακτική του προέδρου της ΝΔ Κυριάκου Μητσοτάκη, η κυβερνητική εκπρόσωπος χαρακτηρίζει τη στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας αδιέξοδη, κάτι που, όπως λέει, αποδεικνύεται από την πραγματικότητα.
«Από την πρώτη ημέρα, ήδη της προηγούμενης διακυβέρνησής μας, η αξιωματική αντιπολίτευση επένδυσε τα πάντα στο σενάριο της «Αριστερής παρένθεσης». Παρά το γεγονός ότι διαψεύστηκε, όχι μία, όχι δύο, αλλά τρεις φορές στην κάλπη, επιμένει», σχολιάζει η κυβερνητική εκπρόσωπος και προσθέτει ότι «ο κ. Μητσοτάκης σήμερα πνίγεται σε μία θάλασσα αντιφάσεων. Εμφανίζεται ταυτόχρονα «αντιμνημονιακός» και πρώτος υπερασπιστής των απαιτήσεων του ΔΝΤ. Ενώ δηλώνει ότι η προηγούμενη συμφωνία που προέβλεπε σταθερά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4,5% ήταν ρεαλιστική, ταυτόχρονα θεωρεί το 3,5% του 2018 υπερβολικό. Και ξαφνικά σήμερα, εντελώς υποκριτικά, κατεβάζει τον πήχη στο 2%. Κατηγορεί γενικόλογα το λαϊκισμό και έχει για δεξί του χέρι το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα ακροδεξιού λαϊκισμού».
«Πολύ φοβάμαι ότι ο νέος αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας απλά επιδιώκει με κάθε τρόπο και κάθε τίμημα να γίνει πρωθυπουργός, ρισκάροντας ακόμη και τη σταθερότητα που έχει επιτευχθεί», αναφέρει η κυβερνητική εκπρόσωπος.
Η υλοποίηση της συμφωνίας
Ερωτηθείσα για τα σημεία στα οποία η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει, κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, η κ. Γεροβασίλη αναφέρει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το μόνο κόμμα σε αυτήν την εξαετία, το οποίο υπέβαλε στην κρίση του ελληνικού λαού συμφωνία με τους δανειστές. «Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου δεσμευτήκαμε ότι θα υλοποιήσουμε τη συμφωνία του περασμένου Ιουλίου, χωρίς παρέκκλιση και με τρεις απαράβατες αρχές: τη δίκαιη κατανομή των βαρών, την προστασία των πιο αδύναμων οικονομικά στρωμάτων και την προάσπιση της κοινωνικής συνοχής.Αυτά ακριβώς και κάναμε τους περασμένους μήνες», αναφέρει η κ. Γεροβασίλη και υπογραμμίζει ότι η κυβέρνηση μέσα στο στενό δημοσιονομικό πλαίσιο και παρά τις πολύ έντονες -ιδεοληπτικού χαρακτήρα- πιέσεις, έκανε δικαιότερο το φορολογικό σύστημα και επέβαλε τη δική της μεταρρυθμιστική πρόταση για το ασφαλιστικό, η οποία προστάτεψε τις κύριες συντάξεις. «Δεν ψηφίσαμε τίποτε περισσότερο από όσα προέβλεπε η συμφωνία του περασμένου καλοκαιριού. Δεν υποχωρήσαμε σε καμία από τις στρατηγικές μας θέσεις. Το ίδιο θα κάνουμε και τον Σεπτέμβριο, έχοντας μάλιστα από πολύ νωρίς εξασφαλίσει τη συμμετοχή της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του ΟΗΕ (ILO) στις διαπραγματεύσεις, ώστε να τηρηθούν όλες οι αναγνωρισμένες διεθνώς καλές πρακτικές στα εργασιακά».
Για το ενδεχόμενο ανασχηματισμού και αντικατάστασης υπουργών που με δηλώσεις τους μπορεί να έχουν φέρει σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση, η κυβερνητική εκπρόσωπος απαντά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ουδέποτε αποτελούσε ένα ακόμη παραδοσιακά μονολιθικό κόμμα του ελληνικού κοινοβουλίου. «Η ελεύθερη διατύπωση θέσεων, ακόμη και αντιθέσεων, είναι εγγεγραμμένη στο κομματικό μας DNA. Όσο λοιπόν δεν επηρεάζεται η άσκηση της διακυβέρνησης, πάνω στις σαφείς προγραμματικές μας θέσεις, δεν τίθεται κανένα θέμα «απολογίας». Ειδικά μάλιστα απέναντι στις ουκ ολίγες περιπτώσεις είτε παρανόησης είτε ακόμη και παραποίησης δηλώσεων. Κατά συνέπεια, το ζήτημα που θίγετε δεν συνδέεται με έναν ενδεχόμενο ανασχηματισμό, όποτε κρίνει ο πρωθυπουργός ότι αυτός πρέπει να γίνει. Καθένας από εμάς κρίνεται αποκλειστικά από την αποτελεσματικότητά του στο κυβερνητικό έργο και την άσκηση των υποχρεώσεών του και όχι από τις ανάγκες του θεάματος και της επικοινωνίας. Αυτή η τυπική για το παλαιό πολιτικό σύστημα, επιφανειακή άσκηση της διακυβέρνησης «για τα μάτια του κόσμου», ανήκει στο παρελθόν», απαντά η κυβερνητική εκπρόσωπος.