Αποκαρδιωτικά είναι τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την φτώχεια στην χώρα μας καθώς οι σχετικοί δείκτες παρουσιάζονται ζοφεροί. Οι δείκτες φτώχειας παραμένουν σε υψηλά επίπεδα ενώ 860.117 νοικοκυριά κινδυνεύουν με φτώχεια, με αυξημένο τον κίνδυνο για τα παιδιά.
Παράλληλα, στα 8.796 ευρώ διαμορφώνεται το μέσο ετήσιο ατομικό εισόδημα με ανησυχητικά σταθερό τον δείκτη οικονομικής ανισότητας.
Αναλυτικότερα, ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται σχεδόν σε έναν στους 4 (ποσοστό 35,7% του πληθυσμού της χώρας το 2015) παρουσιάζοντας μια μικρή μείωση σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, όπως επισημαίνει η Ελληνική Στατιστική Αρχή.
Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών (39,4%). Επίσης:
Σημειώνεται ότι το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 4.512 ευρώ ετησίως ανά άτομο και σε 9.475 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών.
Το έτος 2015, το 21,4% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας, όταν το όριο φτώχειας ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου εισοδήματος του νοικοκυριού.
Ο παραπάνω δείκτης, που κατά το 2005 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2004) ανερχόταν στο 19,6%, σημείωσε αύξηση κατά το 2011 και το 2012 (στο 21,4% και 23,4% αντίστοιχα), ενώ άρχισε να μειώνεται από το 2013.
Επίσης, το μέσο ετήσιο ατομικό ισοδύναμο εισόδημα ανέρχεται σε 8.796 ευρώ και το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας σε 17.182 ευρώ.
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 860.117 σε σύνολο 4.195.840 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 2.293.172 στο σύνολο των 10.723.089 ατόμων του πληθυσμού της χώρας.
Εξάλλου, από τα ίδια στοιχεία προκύπτουν και τα ακόλουθα συμπεράσματα:
• Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 26,6%, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2014, ενώ είναι υψηλότερος κατά 5,2 ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού.
• Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών ανέρχεται σε 13,7%, παρουσιάζοντας μείωση σε σχέση με το 2014.
• Ο πληθυσμός που διαβιεί σε νοικοκυριά που δεν εργάζεται κανένα μέλος ή εργάζεται λιγότερο από 3 μήνες, συνολικά, το έτος, ανέρχεται σε 1.111.300 άτομα ή σε 18,7% του πληθυσμού ηλικίας 18-59 ετών, ενώ το προηγούμενο έτος (2014) ανερχόταν σε 1.165.800 άτομα.
• Από τη μία πλευρά, αύξηση σημείωσε το ποσοστό του πληθυσμού που απειλείται από τη φτώχεια, ως προς το σύνολο του πληθυσμού, στην περίπτωση των:
- Εργαζομένων γυναικών κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες (11,0%). Η αύξηση αφορά κυρίως στις περιπτώσεις αυτοαπασχολούμενων γυναικών (1,8 ποσοστιαίες μονάδες) και λιγότερο στην περίπτωση όσων εργάζονται σε μισθωτές εργασίες (0,4 ποσοστιαίες μονάδες)
- Μονογονεϊκών νοικοκυριών κατά 4,4 ποσοστιαίες μονάδες (32,2%)
- Νοικοκυριών με έναν ενήλικα κάτω των 65 ετών κατά 4,2 ποσοστιαίες μονάδες (27,8%)
• Από την άλλη πλευρά, μειωμένο εμφανίζεται το ποσοστό του πληθυσμού που απειλείται από τη φτώχεια στην περίπτωση των:
- Μη εργαζομένων γυναικών κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες (24,0%)
- Λοιπών μη οικονομικά ενεργών γυναικών (εκτός συνταξιούχων) κατά 2,7 ποσοστιαίες μονάδες (25,6%)
- Νοικοκυριών με δύο ενήλικες και ένα εξαρτώμενο παιδί κατά 3,7 ποσοστιαίες μονάδες (18,9%)
- Νοικοκυριών αποτελούμενων από τρεις ή περισσότερους ενήλικες κατά 3,1 ποσοστιαίες μονάδες (18,6%)
• Ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται σε 3.828.500 άτομα ή σε 35,7% του συνόλου του πληθυσμού, σημειώνοντας μικρή μείωση κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες (κατά το έτος 2014 ήταν 3.884.700 άτομα που αντιστοιχούσαν στο 36,0% του πληθυσμού).
• Ο κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, υπολογιζόμενος με κατώφλια διάφορα του 60% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, ανέρχεται σε:
- 9,3%, αν το κατώφλι οριστεί στο 40% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος,
- 14,1%, αν το κατώφλι οριστεί στο 50% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος και
- 26,3%, αν το κατώφλι οριστεί στο 70% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, αντίστοιχα.
Αναφορικά με τον δείκτη κατανομής εισοδήματος (S80/S20) σε πεντημόρια εισοδήματος που αναφέρεται στο μερίδιο του ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος του «πλουσιότερου» 20% του πληθυσμού προς το ανάλογο εισόδημα του «φτωχότερου» 20% του πληθυσμού και επηρεάζεται από τις ακραίες τιμές της κατανομής του εισοδήματος, δηλαδή στο πλουσιότερο και στο φτωχότερο τμήμα του πληθυσμού, το 2015, με περίοδοαναφοράς εισοδήματος το 2014, παραμένει αμετάβλητος σε σχέση με το 2014 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2013) και ανέρχεται στο 6,5, δηλαδή, το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 6,5 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού.
Η οικονομική ανισότητα μεταξύ των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω παραμένει επίσης στα ίδια επίπεδα και διαμορφώνεται στο 4,1 όπως ήταν και το 2014, ενώ μεταξύ των ατόμων κάτω των 65 ετών διαμορφώνεται στο 7,4, παρουσιάζοντας μικρή άνοδο σε σχέση με το 2014, που ήταν στο 7,3.
Από τη μελέτη των δεικτών για τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού της χώρας προκύπτει ότι η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών (δυσκολία ικανοποίησης έκτακτων οικονομικών αναγκών, αδυναμία κάλυψης εξόδων για διακοπές μίας εβδομάδας τον χρόνο, αδυναμία διατροφής που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι, αδυναμία πληρωμής για ικανοποιητική θέρμανση της κατοικίας, έλλειψη βασικών αγαθών όπως πλυντήριο ρούχων, έγχρωμη τηλεόραση, τηλέφωνο ή αυτοκίνητο, αδυναμία αποπληρωμής δανείων ή αγορών με δόσεις, δυσκολίες στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών), δεν αφορά μόνο τον φτωχό πληθυσμό αλλά και μέρος του μη φτωχού πληθυσμού.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, και κυρίως από το 2009 και μετά, παρατηρείται αύξηση της υλικής στέρησης (δηλαδή αύξηση του πληθυσμού που, λόγω οικονομικών δυσκολιών, στερείται τεσσάρων τουλάχιστον βασικών αγαθών και υπηρεσιών από αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω).
Πιο συγκεκριμένα, το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες με αποτέλεσμα να στερείται, τουλάχιστον, τέσσερις από τις εννέα, συνολικά, διαστάσεις της υλικής στέρησης ανέρχεται σε 22,2% το 2015, ενώ το ποσοστό αυτό ήταν 21,5% το 2014, 20,3% το 2013, και 19,5% το 2012.
Η αύξηση του ποσοστού το 2015, σε σχέση με το 2014, είναι μεγαλύτερη στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας έως και 17 ετών (1,9 ποσοστιαίες μονάδες) συγκριτικά με τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Η υλική στέρηση των παιδιών ηλικίας έως και 17 ετών ανέρχεται για το 2015 σε 25,7%, ενώ το 2005 ήταν 9,9%.
Για τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω, το ποσοστό στέρησης το 2015 έχει σημειώσει μια μικρή μείωση (κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες) και ανέρχεται σε 15,2%. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2005 ήταν 19,4%.
Στα άτομα ηλικίας 18 έως 64 ετών το ποσοστό των ατόμων που στερούνται βασικών αγαθών και υπηρεσιών το 2015 ανέρχεται σε 23,5%.
Ενδεικτικά: