«Στέλιος Καζαντζίδης: Η φωνή, η ψυχή, η ζωή του»! Με μια... κατάδυση στον ψυχισμό του ξέγνοιαστου βαρκάρη, ο Γιώργος Λιάνης κατέγραψε τη δική του κληρονομιά γνωριμίας με τον έναν και μοναδικό «μύθο» του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, τον Στελάρα.
Ο συγγραφέας λίγες ημέρες πριν από την παρουσίαση της έκδοσής του στο Παλλάς μίλησε στην «Espresso»για τα 33 χρόνια γνήσιας φιλίας τους -από το 1968 ως το 2001- και τις άγνωστες αντρίκειες κουβέντες τους. Στο παζλ αυτής της πολύχρωμης και αποκαλυπτικής συγγραφής λείπει ένα κομμάτι.
Μια ιστορία κρυφή, ένα σημαντικό μυστικό, που ο δημοσιογράφος απέκρυψε εσκεμμένα. «Βαστάω πράγματι ένα γεγονός μέσα στην καρδιά μου το οποίο αρνούμαι να παραδώσω στον κόσμο. Δεν επιθυμώ να λιγοστέψω τον μύθο του γενναίου Ατλαντα. Νιώθω μια απέραντη ευθύνη -και ηθική- απέναντί του, επειδή ο απαρηγόρητος παρηγορητής των Ελλήνων αδικήθηκε από τρίτους αλλά κι από τον εαυτό του» αποκάλυψε ο κ. Λιάνης, που κατέχει τον μεγαλύτερο αριθμό αποκλειστικών συνεντεύξεων με τον Πόντιο ερμηνευτή.
Η έκδοση άργησε 16 ολόκληρα χρόνια και στο διάστημα αυτό ο Γιώργος Λιάνης μετρούσε ημέρες θλίψης και σιωπής απ' όταν αποχαιρέτησε τον καλό του φίλο. Ισως μάλιστα να καθυστερούσε περισσότερο, αν δεν συνέβαινε ένα απλό, αλλά ιδιαίτερα συγκινητικό γεγονός, που ώθησε τον συγγραφέα να αναμετρηθεί με το παρελθόν.
«Πριν από δύο χρόνια μιλώντας για τον Στέλιο Καζαντζίδη στην παρουσίαση του λευκώματος της Βάσως Καζαντζίδη με τίτλο “Τ’ αχνάρια ενός μύθου” ακούστηκε από το ακροατήριο μια φωνή “Ρε παιδί μου, εσύ είσαι... Ρολς Ρόις”. Ηταν ο Δημήτρης Μελισσανίδης, ο γνωστός επιχειρηματίας και εφοπλιστής, ο οποίος εντυπωσιάστηκε με όσα γνώριζα για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Εκείνος με παρότρυνε να ξεκινήσω το βιβλίο. “Γράψ’ το και τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνω εγώ” μου είπε». Με την πολύτιμη βοήθειά του, λοιπόν, οι μνήμες έγιναν λέξεις και μόλις «έτρεξαν» στο χαρτί ο κ. Λιάνης αφιέρωσε το βιβλίο στον κ. Μελισσανίδη. Χωρίς εκείνον, άλλωστε, δεν θα έπαιρνε ποτέ τον δρόμο για τα βιβλιοπωλεία.
Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου την ερχόμενη Τρίτη (στις 19.30) έχει οργανωθεί μια μεγάλη μουσική εκδήλωση που φέρει τον τίτλο «Υπάρχει» στο Παλλάς, με τη συμμετοχή σπουδαίων ερμηνευτών.
Στη βραδιά θα βρίσκεται και η 92χρονη νονά του σπουδαίου τραγουδιστή. «Αν ζούσε σήμερα ο Καζαντζίδης, θα ήταν 86 ετών» αναφέρει ο κ. Λιάνης. «Δηλαδή η Μαρία η νονά του ήταν μόλις έξι ετών όταν τον βάφτισε. Κι αυτό γιατί η μητέρα του, όταν ήταν έγκυος σε εκείνον, είχε δει ένα όνειρο με την Παναγία, στο οποίο της έλεγε ότι το παιδί που κυοφορούσε έπρεπε να το βαφτίσει Στέλιο μια παρθένα. Κι έτσι έγινε. Μάλιστα, τη γυναίκα αυτήν τη φρόντισε πολύ ο Καζαντζίδης βάζοντάς τη να δουλεύει πάντα στα νυχτερινά μαγαζιά».
Στο εξώφυλλο του βιβλίου, που δεν αποτελεί βιογραφία αλλά ούτε και αγιογραφία, όπως σημειώνει ο συγγραφέας του, φιγουράρει ένα γράμμα του τραγουδιστή προς εκείνον. «Ηταν μια από τις τέσσερις επιστολές που έλαβα από εκείνον, όταν έφυγε για την Αμερική. Εγώ τον ξεπροβόδισα με την τότε σύντροφό του Κορίνα. Μου έγραψε, λοιπόν, ζητώντας μου το πλέον παράδοξο: να μαζέψω επιστολές από σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Λοΐζο, που να αποδεικνύουν πόσο καλός τραγουδιστής ήταν, ώστε να πάρει την πράσινη κάρτα.
Θεωρούσε ότι οι ΗΠΑ ήταν η Γη της Επαγγελίας. Κι ενώ ομογενείς επιχειρηματίες τού έριχναν σακούλες με χρυσάφι στα πόδια για να τραγουδήσει, εκείνος ονειρευόταν να ανοίξει παπουτσάδικο. “Γιωργολιάνη”, μου έγραφε, “θα ανοίξω παπουτσάδικο και θα κυνηγάω ξιφίες στο Παλμ Μπιτς”. Είχε αυτό το θείο δώρο, αυτή την τεράστια φωνή, κι εκείνος έψαχνε να βρει τρόπους να ξεφύγει από το τραγούδι. Γι’ αυτό και προχώρησε στη δημιουργία δισκογραφικής εταιρίας και την παραγωγή του ούζου “Υπάρχω”. Ποιος; Ο άγιος Στέλιος της Ελλάδας και ολόκληρης της Μεσογείου» αναφέρει.
Λίγο πριν φύγει από τη ζωή ο Στέλιος Καζαντζίδης (2001) υπήρξε μια απομάκρυνση μεταξύ των δύο φίλων. Ο πρώην βουλευτής του ΠΑΣΟΚ αποφεύγει την κουβέντα με σιωπή παρατεταμένη. «Δεν ήθελα να είμαι κοντά του, ωστόσο κράτησα αλώβητη τη σχέση μας. Ημουν εκεί όταν πέθανε. Τον πένθησα, τον θρήνησα στο κοιμητήριο κι ακόμα τον θρηνώ. Θα τον πάρω στον ταξιδιωτικό μου σάκο όταν φύγω από τη ζωή» λέει και η φωνή του κομπιάζει από συγκίνηση.
Η γνωριμία τους σε μια βάρκα στον Θερμαϊκό
Με λόγια ζεστά κι ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη ο Γιώργος Λιάνης αναπολεί την πρώτη συνάντησή του με τον τραγουδιστή! Ηθελε μια συνέντευξη μαζί του για το περιοδικό «Επίκαιρα» και τον βρήκε να ψαρεύει στον Θερμαϊκό. «Ημουν 26 χρόνων. Κρατώντας το μαγνητοφωνάκι μου κι έχοντας μαζί μου τον σπουδαίο φωτορεπόρτερ Γιάννη Κυριακίδη συναντήσαμε τον Στέλιο σε μια βάρκα να ψαρεύει» λέει στην «Espresso».
Ο τραγουδιστής κοιτώντας τον κατάματα τού χαμογέλασε και δέχτηκε να του μιλήσει. «Θα πρέπει όμως να περιμένεις να... ταΐσω τα ψάρια! Εχεις χρόνο;» τον ρώτησε κι ο Λιάνης του έγνεψε καταφατικά. Και βγήκε στη στεριά έπειτα από εφτά ώρες! «Για απόφοιτο της τρίτης δημοτικού γνώριζε πολύ καλά την ιστορία του Πόντου και της Ελλάδας, που αγαπούσε πολύ. Μιλούσε ωραία ελληνικά. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος με τον σιδερένιο χαρακτήρα, το “ψηλό βουνό με τις βαθιές χαράδρες”, είχε και ολοκληρωμένη ηθική άποψη για τον κόσμο. Και το σπουδαιότερο, δεν πρόδωσε ποτέ την ύπαρξή του» μας λέει και συνεχίζει:
«Η γνωριμία μου μαζί του με επηρέασε παρά πολύ στο πώς άσκησα το λειτούργημα, τη δουλειά του δημοσιογράφου. Με έκανε πιο υπεύθυνο και στα πρώτα χρόνια της φιλίας μας είχα την ντομπροσύνη του. Επί Καζαντζίδη ήμουν επαναστάτης μέσα μου, αλλά στην πορεία ηρέμησα και η πολιτική με άλλαξε» παραδέχεται.
«Ηταν άνθρωπος πολύ ερεθισμένος από τη φτώχεια»
«Πριν από 40 χρόνια, στο πρώτο μου ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, άκουσα τον μεγαλύτερο τραγουδιστή της Τουρκίας, τον Ζεκί Μουρέν. Δεν ζει πια. Ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι καλύτερος. Πριν από 30 χρόνια είχα πάει στον Λίβανο για τους “Ρεπόρτερς”. Είχα ακούσει τη Φεϊρούζ, τη δεύτερη -μετά την Ουμ Καλσούμ- τραγουδίστρια του αραβικού κόσμου. Ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι καλύτερος από τη Φεϊρούζ. Βρεθήκαμε με την Ελενα Ακρίτα στην Επανάσταση των Γαριφάλων στην Πορτογαλία και εκεί άκουσα την ιέρεια των φάντος, την Αμάλια Ροδρίγεζ. Ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι καλύτερος!» αναφέρει στις σελίδες του βιβλίου του ο πρώην βουλευτής καθηλώνοντας τον αναγνώστη.
«Εχω ταξιδέψει σε όλη τη χώρα. Εχω ταξιδέψει πολύ και μαζί του. Κανενός άλλου τραγουδιστή η φωνή δεν διακλαδίζεται με τόση ευκολία στα μεγάλα πλήθη: εργάτες, μετανάστες, οικοδόμοι, συνταξιούχοι, φοιτητές, πόρνες, εργολάβοι, μικροί και μεγάλοι, τραγουδάνε Καζαντζίδη» λέει και σε άλλο σημείο αναφέρεται στους ανθρώπους που τον στιγμάτισαν... «“Ο καθένας έχει πάνω του για ώρα ανάγκης έναν ταξιδιωτικό σάκο, όπου κουβαλάει τα άκρως απαραίτητα για τη ζωή του” λέει ο Ελύτης. Ο δικός μου σάκος περιλαμβάνει στην τέχνη τη Μαρία Κάλλας, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Γιάννη Ρίτσο, την Κατίνα Παξινού. Τον Αλέκο Παναγούλη, τον Σπύρο Μουστακλή, τον Κωνσταντίνο Ματάτη (τον στρατιώτη που βασάνισε ο Παπαδόπουλος για το σαμποτάζ του Εβρου), τον Μάνο Κατράκη και τρεις τραγουδιστές: τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Φλέρυ Νταντωνάκη».
Σε άλλο κομμάτι του βιβλίου πλέκει ακόμα μία φορά το εγκώμιο του εθνικού μας τραγουδιστή, χωρίς ωστόσο να είναι αυτή η πρόθεσή του. «Τα λόγια μου τα αντλώ από τη ρωμαλέα φιλία, με την οποία με τίμησε 30 ολόκληρα χρόνια ο Στέλιος Καζαντζίδης. Δεν είναι ομορφόσογο οι άνθρωποι. Με τον Καζαντζίδη το κατάλαβα πολύ καλά αυτό. Και οι εξουσίες, οι κάθε λογής εξουσίες, από τον Καζαντζίδη το κατάλαβα καλά κι αυτό, είναι άπονες, σκληρές και άδικες. Ηταν άνθρωπος πολύ ερεθισμένος από τη φτώχεια. Κάτι που δεν ξέχασε ποτέ. Μου μιλούσε κάτω από την Καμάρα, στη Θεσσαλονίκη, και μου περιέγραφε αυτή τη φτώχεια σαν τον άγνωστο έρωτά του των παιδικών χρόνων. Οι φτωχοί, από κάποιο σημείο και πέρα, αποκτούν μια έπαρση και μια αλαζονεία. Ελάχιστη, και μια κακομοιριά. Ο Καζαντζίδης καθόλου. Μιλούσε για τις βρεγμένες φέτες ψωμί και τη ζάχαρη σαν το ξεχωριστό γλύκισμα της οικογένειας τις Κυριακές. Τέτοια πρόσωπα, που τα κυριαρχούν των ανθρώπων τα βάσανα, γεμίζουν από τα κρίματα των άλλων ανθρώπων. Θέλουν να επωμιστούν τα βάσανα και τις αγωνίες των άλλων. Ετσι γινόταν και με τον Καζαντζίδη. Κουμπαράς των απελπισμένων. Των κατατρεγμένων. Των απόκληρων»!
Πηγή: