«Δεν υφίσταται Κράτος Δικαίου όταν σε μια Πολιτεία η Κοινωνία λειτουργεί χωρίς Δικαιοσύνη, αλλά και όταν η Δικαιοσύνη δεν είναι ταγμένη στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου, στην υπηρεσία του δημόσιου συμφέροντος», επισήμανε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κ. Προκόπης Παυλόπουλος, κηρύσσοντας την έναρξη του διήμερου επιστημονικού συνεδρίου, με θέμα «Δικαιοσύνη και Κοινωνία», που οργανώνουν τα διοικητικά δικαστήρια της Θεσσαλονίκης, ο Δήμος και ο Δικηγορικός Σύλλογος.
Ο κ. Παυλόπουλος χαρακτήρισε «άρρηκτο» τον δεσμό ανάμεσα στις έννοιες της Δικαιοσύνης και της Κοινωνίας. Είπε ότι για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης το δημόσιο συμφέρον νοείται τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο και σημείωσε πως με την έννοια αυτή συνάγεται ότι μόνον υπό όρους Κράτους Δικαίου νοείται η αποτελεσματική υπεράσπιση του Δημόσιου Συμφέροντος -Εθνικού και Ευρωπαϊκού- και αυτό το Κράτος Δικαίου προϋποθέτει την λειτουργία δικαστικής εξουσίας, η οποία εκπληρώνει την αποστολή της υπό όρους ανεξαρτησίας, προσωπικής και λειτουργικής, των δικαστικών λειτουργών και, ως εκ τούτου, το Κράτος Δικαίου αλλά και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης αποτελούν αντηρίδες του εν γένει Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού.
Αναφερόμενος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) ο κ. Παυλόπουλος τόνισε πως έρχεται να καλύψει κενά, τα οποία αφήνει η διστακτικότητα των κορυφαίων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υιοθετήσουν δραστικά μέτρα για την περαιτέρω θεσμική θωράκιση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Γι αυτό «και κάθε συνειδητοποιημένος Ευρωπαίος έχει χρέος να υπερασπίζεται την αλήθεια, ότι η ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος νοείται μόνον όταν ανταποκρίνονται πλήρως στις απαιτήσεις μιας αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, η οποία υπηρετεί την διάκριση των εξουσιών, άρα το Κράτος Δικαίου και τον θεσμικό και πολιτικό κολοφώνα του, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της».
Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Προκόπη Παυλόπουλου
Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Προέδρου της Δημοκρατιας έχει ως εξής:
«Με αισθήματα εξαιρετικής τιμής, τόσο υπό την Θεσμική όσο και υπό την Ακαδημαϊκή μου ιδιότητα, αποδέχθηκα την πρόσκληση ν’ απευθύνω χαιρετισμό στο Συνέδριό σας με τίτλο «Κοινωνία και Δικαιοσύνη». Ο τίτλος, πράγματι πολυσήμαντος, αναδεικνύει τον άρρηκτο δεσμό των δύο εννοιών: Δεν υφίσταται Κράτος Δικαίου όταν σε μια Πολιτεία η Κοινωνία λειτουργεί χωρίς Δικαιοσύνη, αλλά και όταν η Δικαιοσύνη δεν είναι ταγμένη στην υπηρεσία του Κοινωνικού Συνόλου, επέκεινα δε στην υπηρεσία του Δημόσιου Συμφέροντος. Σπεύδω δε να διευκρινίσω ότι το Δημόσιο Συμφέρον εν προκειμένω νοείται, για τα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο σ’ Εθνικό όσο και σ’ Ευρωπαϊκό Επίπεδο.
Και μάλιστα με την έννοια ότι το Εθνικό Δημόσιο Συμφέρον πρέπει ν’ ανταποκρίνεται τόσο στις επιταγές του in concreto Εθνικού Δικαίου όσο και στις επιταγές του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Αυτόθροη συνέπεια του συλλογισμού αυτού συνιστά και το ότι από την μια πλευρά μόνον υπό όρους Κράτους Δικαίου νοείται η αποτελεσματική υπεράσπιση του Δημόσιου Συμφέροντος -Εθνικού και Ευρωπαϊκού- και, από την άλλη πλευρά, ότι αυτό το Κράτος Δικαίου προϋποθέτει την λειτουργία Δικαστικής Εξουσίας, η οποία εκπληρώνει την αποστολή της υπό όρους Ανεξαρτησίας, προσωπικής και λειτουργικής, των Δικαστικών Λειτουργών. Εκ τούτου, λοιπόν, το Κράτος Δικαίου αλλά και η Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης αποτελούν αντηρίδες του εν γένει Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού.
Στο πλαίσιο αυτό, και προκειμένου ν’ αναδείξω μια σημαντική πτυχή της ως άνω σχέσης, επέλεξα, επ’ ευκαιρία του χαιρετισμού μου, να αναφερθώ, συνοπτικώς, στο ζήτημα της υπεράσπισης της Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης ως θεμελιώδους αντηρίδας του Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού, με αφετηρία την εντελώς πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), την σχετική με την συμβατότητα των νομοθετικών ρυθμίσεων της Δημοκρατίας της Πολωνίας, για την τροποποίηση της οργάνωσης και λειτουργίας του δικαιοδοτικού της συστήματος, με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Πρόκειται για αποφάσεις με καταλυτική επίδραση στην εμβάθυνση της θεσμικής ολοκλήρωσης του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, δεδομένου ότι επιφέρουν -γεγονός που δεν έχει αναλυθεί πλήρως- σημαντικούς περιορισμούς στην ως τώρα αυτονομία των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ρυθμίζουν, μ’ Εθνικές διατάξεις και κατά το δοκούν, την οργάνωση και λειτουργία των δικαιοδοτικών τους οργάνων.
Α. Υπό τα δεδομένα αυτά επικεντρώνω την ανάλυσή μου, κυρίως στον σχολιασμό της απόφασης του ΔΕΕ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Πολωνίας C-619/18, της 24ης Ιουνίου 2019. Για τις ανάγκες της παρουσίασης οφείλω, προκαταρκτικώς, να υπενθυμίσω τρείς, πολύ σημαντικές, διατάξεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου, στις οποίες στηρίχθηκε το ΔΕΕ. Kαι συγκεκριμένα:
1. Την διάταξη του άρθρου 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ), η οποία ορίζει ότι η Ένωση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στις αξίες του σεβασμού της Αξιοπρέπειας, του Ανθρωπισμού, της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, της Ισότητας, και του Κράτους Δικαίου.
2. Την διάταξη του άρθρου 19 παράγραφος 1 της ΣΕΕ, η οποία ορίζει ότι τα Κράτη-Μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα, τα οποία είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το Δίκαιο της Ένωσης.
3. Και τις διατάξεις του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες ορίζουν ότι κάθε πρόσωπο, του οποίου παραβιάσθηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, έχει δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, ανεξάρτητου και αμερόληπτου.
Β. Το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής:
1. Η Δημοκρατία της Πολωνίας, στο πλαίσιο μεταρρύθμισης του δικαστικού συστήματός της, τροποποίησε το νόμο που ορίζει τα σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία του Ανώτατου Δικαστηρίου της Πολωνίας (ΑΔ), θεσπίζοντας την μείωση του ανώτατου ορίου ηλικίας των ενεργεία δικαστών του ΑΔ, μετά την συμπλήρωση του οποίου υποχρεούνται σε αποχώρηση. Συγκριμένα, ορίσθηκε ότι οι δικαστές του ΑΔ αποχωρούν και συνταξιοδοτούνται μετά την συμπλήρωση του 65 έτους της ηλικίας τους, αντί του 70ου που ίσχυε ως τότε. Προβλέφθηκε, επίσης, ότι οι δικαστές που πρόκειται να συμπληρώσουν την ηλικία αποχώρησης των 65 ετών υποβάλλουν, εφόσον το επιθυμούν, αίτηση παραμονής στο ΑΔ. Η αίτηση αυτή εξετάζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος, ύστερα από γνωμοδότηση του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, έχει την διακριτική ευχέρεια να εγκρίνει την αίτηση για θητεία τριετούς (3) διάρκειας, άπαξ ανανεώσιμης. Υπό το προϊσχύον καθεστώς προβλεπόταν ότι με την συμπλήρωση των 70 ετών, ο προς αποχώρηση δικαστής μπορούσε να ζητήσει, με αίτησή του προς τον Πρόεδρο του Α.Δ., παράταση της θητείας του για δύο, το πολύ, χρόνια, και εφόσον δεν συνέτρεχαν λόγοι υγείας, η αίτηση γινόταν αυτοδικαίως δεκτή. Οι νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις ήσαν άμεσης εφαρμογής και κατέλαβαν 27 εκ των 72 μελών του ΑΔ, περιλαμβανομένης της Προέδρου του.
2. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κρίνοντας ότι οι εν λόγω νομοθετικές ρυθμίσεις επέφεραν σημαντική και άμεση μεταβολή της σύνθεσης του ΑΔ, κατά παράβαση της αρχής της ισοβιότητας των δικαστών ως εγγύησης της Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και, ως εκ τούτου, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 1 της ΣΕΕ, άσκησε προσφυγή κατά της Δημοκρατίας της Πολωνίας.
Η Πολωνία, ευθύς εξαρχής, υποστήριξε ότι η θεσμική οργάνωση των Εθνικών Δικαιοδοτικών Συστημάτων εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των Κρατών-Μελών, επί των οποίων το Ευρωπαϊκό Δίκαιο δεν έχει επιφυλάξει καμία αρμοδιότητα σε όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, οι Εθνικές ρυθμίσεις δεν υπόκεινται σε δικαστικό «ευρωπαϊκό» έλεγχο, ούτε με βάση το άρθρο 19 παρ. 1 της ΣΕΕ, ούτε με βάση το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Α. Με αφορμή τον προβαλλόμενο ισχυρισμό το ΔΕΕ ανέδειξε, για πρώτη φορά τόσο εμφατικά, την κανονιστική πυκνότητα του άρθρου 2 της ΣΕΕ και, συγκεκριμένα, την αξία του Κράτους Δικαίου -που κατά μια εσφαλμένη άποψη έχει μόνο διακηρυκτικό χαρακτήρα- καθώς και την άρρηκτη σχέση της αποτελεσματικής προσφυγής με την Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αποφάνθηκε:
1. Ότι το άρθρο 19 της ΣΕΕ, κατοχυρώνοντας την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχονται στους ιδιώτες, βάσει του Ευρωπαϊκού Δικαίου, συγκεκριμενοποιεί την αξία του Κράτους Δικαίου ως γενική αρχή του, η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ.
2. Ότι το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως συνάγεται και από το άρθρο 49 της ΣΕΕ -το οποίο ορίζει πως κάθε Κράτος, με την είσοδό του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αναλαμβάνει την δέσμευση να σέβεται και να προάγει τις αξίες που αναγνωρίζονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ- στηρίζεται στην θεμελιώδη παραδοχή ότι κάθε Κράτος συμμερίζεται τις εν λόγω αξίες με όλα τα υπόλοιπα Κράτη-Μέλη, επομένως και την αξία του Κράτους Δικαίου, και αναγνωρίζει ότι και αυτά τις αποδέχονται όπως το ίδιο.
3. Ότι θεμελιώδης απαίτηση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και της Δίκαιης Δίκης εν γένει είναι η διαφύλαξη της Ανεξαρτησίας των οργάνων της Δικαιοσύνης, όπως κατοχυρώνεται από την αρχή της πρόσβασης σε «Ανεξάρτητο Δικαστήριο», κατά το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Αρχή, η οποία είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων, των οποίων απολαύουν οι πολίτες βάσει του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για την προάσπιση των κοινών αρχών των Κρατών-Μελών, οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ, ιδίως δε της αρχής του Κράτους Δικαίου. Οι προαναφερθείσες νομικές παραδοχές οδήγησαν το Δικαστήριο στο ν’ απορρίψει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό της Πολωνίας, κρίνοντας ότι εφόσον ένα δικαστήριο, όπως το ΑΔ, ενδέχεται σε αχθείσα ενώπιον του διαφορά να κληθεί, οποτεδήποτε, να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει διατάξεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου, όπως εν προκειμένω το ΑΔ, τότε οι Εθνικές ρυθμίσεις σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία του είναι δυνατό ν’ αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου, με γνώμονα την τήρηση των απαιτήσεων των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 1 της ΣΕΕ.
Β. Επί της ουσίας της υπόθεσης, προκαταρκτικώς το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι:
1. Οι εγγυήσεις περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των δικαστηρίων, τις οποίες οφείλουν να διασφαλίζουν τα Κράτη-Μέλη, βάσει των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 1 της ΣΕΕ, επιτάσσουν το οικείο δικαιοδοτικό όργανο ν’ ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, προστατευόμενο από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους, τηρουμένης της αντικειμενικότητας και χωρίς να υφίσταται κανένα συμφέρον ως προς την επίλυση της διαφοράς.
2. Ότι οι κανόνες που έχουν ως σκοπό την διασφάλιση αυτής της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας -όπως ιδίως οι κανόνες όσον αφορά την σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, την διάρκεια της θητείας τους και τους λόγους εξαίρεσης ή παύσης τους- πρέπει να έχουν την κανονιστική ισχύ να διαλύσουν κάθε εύλογη αμφιβολία των πολιτών ως προς τη στεγανότητα του δικαιοδοτικού οργάνου, έναντι εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του, έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων.
Γ. Το ΔΕΕ έκρινε ότι το κρίσιμο ζήτημα που ετίθετο εν προκειμένω προς δικαστική διάγνωση ήταν ο σεβασμός της αρχής της ισοβιότητας των δικαστών. Αρχή η οποία επιτάσσει, ως θεμελιώδης πτυχή της Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, οι δικαστές να παραμένουν στην θέση τους ενόσω δεν έχουν συμπληρώσει το υποχρεωτικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης ή έως την λήξη της θητείας τους, όταν αυτή έχει ορισμένη χρονική διάρκεια. Η εν λόγω αρχή, χωρίς να έχει απόλυτο χαρακτήρα, επιδέχεται βεβαίως εξαιρέσεις, αλλά μόνον εφόσον το δικαιολογούν θεμιτοί και επιτακτικοί λόγοι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, όπως όταν συντρέχουν π.χ. λόγοι παύσης εξαιτίας διάπραξης πειθαρχικών αδικημάτων. Σύμφωνα με το ΔΕΕ, κάθε νομοθετική εξαίρεση από την αρχή αυτή μπορεί να γίνει δεκτή μόνον εφόσον δικαιολογείται από θεμιτό και αναλογικού χαρακτήρα, σε σχέση με την αρχή αυτή, σκοπό. Τούτο δε υπό τον όρο ότι δεν μπορεί να προκαλέσει στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς την στεγανότητα του οικείου δικαιοδοτικού οργάνου έναντι εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων.
Το ΔΕΕ, ύστερα από μακρά ανάλυση, κατέληξε, μεταξύ άλλων, και στα εξής συμπεράσματα:
Α. Στην υπό εκδίκαση υπόθεση, η Δημοκρατία της Πολωνίας, θεσπίζοντας τις επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 της ΣΕΕ, δεδομένου ότι αυτές:
1. Θεσπίσθηκαν χωρίς να δικαιολογούνται από θεμιτό σκοπό και αντικειμενικούς λόγους,
2. Θεσπίσθηκαν κατά παράβαση της αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι επέβαλαν προώρως τον τερματισμό της δικαστικής σταδιοδρομίας, χωρίς να περιλάβουν μεταβατικές ρυθμίσεις, ικανές να προστατεύσουν την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των εν ενεργεία δικαστών, τους οποίους καταλαμβάνουν οι ρυθμίσεις.
3. Συνέβαλαν, με τον τρόπο αυτό, στην εδραίωση της εντύπωσης ότι ενδέχεται, στην πράξη, ν’ αποσκοπούν στην απομάκρυνση προκαθορισμένου μέρους των δικαστών του ΑΔ. Εντύπωση, η οποία ενισχύθηκε με την πρόβλεψη ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξακολουθεί, ανεξαρτήτως της εφαρμογής του μέτρου της μείωσης της ηλικίας συνταξιοδότησης στο σύνολο των δικαστών του εν λόγω Δικαστηρίου που ήταν εν ενεργεία κατά τον χρόνο θέσης σε ισχύ του νέου νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, να έχει την διακριτική ευχέρεια διατήρησης στην ενεργό υπηρεσία μέρους των ενδιαφερομένων.
Β. Στο σημείο αυτό, για λόγους πληρότητας, επισημαίνω και τ’ ακόλουθα:
1. Παρόμοιες κρίσεις διέλαβε το ΔΕΕ στην υπόθεση Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-192/18, της 5ης Νοεμβρίου 2019, όπου έκρινε ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, μειώνοντας το όριο της ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστών που υπηρετούν στα Πολωνικά τακτικά δικαστήρια στα 65 έτη για τους άνδρες και στα 60 έτη για τις γυναίκες και εξουσιοδοτώντας εκ παραλλήλου τον Υπουργό Δικαιοσύνης να εγκρίνει την παράταση του χρονικού διαστήματος ενεργού δικαστικής υπηρεσίας έως την ηλικία των 70 ετών, κατά διακριτική ευχέρεια και με κριτήρια μη αντικειμενικά και επαληθεύσιμα και χωρίς απαίτηση αιτιολόγησης και ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 της ΣΕΕ.
2. Επιπροσθέτως, εξαιρετικά σημαντική, ως άκρως αντιπροσωπευτική, είναι και η απόφαση του ΔΕΕ επί των συνδυαζόμενων υποθέσεων C-585/18, C-624/18 και C-625/18, της 19ης Νοεμβρίου 2019, η οποία εκδόθηκε με αφορμή την αποστολή προδικαστικών ερωτημάτων Πολωνικών δικαστηρίων σχετικά με μιαν άλλη πτυχή της δικαστικής «μεταρρύθμισης» στην Πολωνία.
α) Συγκεκριμένα, οι δικαστές του ΑΔ, οι οποίοι απομακρύνθηκαν κατ’ εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων περί μείωσης του ορίου ηλικίας, άσκησαν ένδικα μέσα ενώπιον του τμήματος εργατικών διαφορών και διαφορών κοινωνικής ασφάλισης του ΑΔ. Όμως, ο Πολωνός νομοθέτης προέβλεψε την δημιουργία ένα νέου τμήματος εντός του ΑΔ, υπό την ονομασία «Πειθαρχικό Τμήμα», στο οποίο και ανέθεσε, αποκλειστικώς, την εκδίκαση των διαφορών τούτων. Η κρίσιμη λεπτομέρεια είναι ότι ορίσθηκε πως το τμήμα αυτό θα συγκροτηθεί, εξ ολοκλήρου, από δικαστές που δεν υπηρετούσαν ως τότε στο ΑΔ, κατόπιν επιλογής τους από το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο, η ανεξαρτησία του οποίου όμως είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση, λόγω της τροποποίησης της Πολωνικής νομοθεσίας που διέπει τον τρόπο διορισμού των δικαστικών μελών του και την πρόβλεψη ότι η σύνθεσή του καθορίζεται πλέον, κατά κύριο λόγο, από την νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία.
β) Το ζήτημα λοιπόν που τέθηκε ήταν κατά πόσον η σύσταση του νέου Τμήματος ενώπιον του ΑΔ παρέχει επαρκείς εγγυήσεις ανεξαρτησίας, βάσει του Ευρωπαϊκού Δικαίου, για την εκδίκαση τέτοιων διαφορών, ενόψει της σύνθεσης του οργάνου, δηλαδή του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, που είναι αρμόδιο για τον διορισμό των μελών του. Επί του ζητήματος αυτού το ΔΕΕ έκρινε ότι σε περίπτωση, κατά την οποία Εθνική διάταξη απονέμει αποκλειστική αρμοδιότητα εκδίκασης διαφοράς σε δικαστικό όργανο που δεν πληροί τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, οι οποίες ισχύουν βάσει του Ευρωπαϊκού Δικαίου -ειδικότερα δε βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων- τότε αρμόδιο να εκδικάσει την διαφορά, παραμερίζοντας κατ’ εφαρμογή της αρχής της υπεροχής τις ασύμβατες με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο Εθνικές διατάξεις, είναι άλλο δικαιοδοτικό όργανο. Ήτοι όργανο το οποίο πληροί τις ίδιες αυτές απαιτήσεις και το οποίο θα ήταν αρμόδιο στον οικείο τομέα, εάν η εν λόγω διάταξη δεν απέκλειε την ως άνω αρμοδιότητα. Δηλαδή, κατά κανόνα, το δικαιοδοτικό όργανο, το οποίο ήταν αρμόδιο σύμφωνα με την νομοθεσία που ίσχυε προηγουμένως.
Από την ενδελεχή ανάλυση των αποφάσεων του ΔΕΕ, στις οποίες αναφέρθηκα συνοπτικώς, συνάγονται και τα εξής, κρίσιμα, συμπεράσματα:
Α. Ως προϋπόθεση για τον έλεγχο της συμβατότητας Εθνικών νομοθετικών ρυθμίσεων, σχετικών με την οργάνωση και λειτουργία των δικαιοδοτικών συστημάτων, κατά το άρθρο 19 παρ. 1 της ΣΕΕ -το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ως στοιχείο της αξίας της αρχής του Κράτους Δικαίου, θεμελιώδη πτυχή της οποίας αποτελεί η αρχή της Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης- αρκεί και μόνο τα Εθνικά δικαστήρια να έχουν την δυνατότητα, εφόσον κληθούν, ν’ αποφανθούν επί ζητημάτων απτόμενων της ερμηνείας και εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Γεγονός, όμως, που ισχύει εξ ορισμού για όλα τα Εθνικά δικαιοδοτικά συστήματα των Κρατών- Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Β. Κάθε Εθνικό δικαιοδοτικό σύστημα Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης -επομένως και το Ελληνικό- μπορεί να ελεγχθεί ως προς τη συμβατότητά του με τις διατάξεις του άρθρου 19 της ΣΕΕ και, ειδικότερα, ως προς το εάν τηρεί, μεταξύ άλλων, τις θεμελιώδεις απαιτήσεις και εγγυήσεις ανεξαρτησίας των δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, κάθε Εθνική νομοθετική ρύθμιση, που αφορά είτε την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών -διορισμό, προαγωγή, παύση, πειθαρχικό δίκαιο, μισθό, προϋποθέσεις και όρους συνταξιοδότησης- είτε την οργάνωση των δικαστηρίων και την κατανομή ή την ανακατανομή της δικαιοδοτικής ύλης, υπόκειται σε τέτοιο «ευρωπαϊκού» επιπέδου δικαστικό έλεγχο. Πρόκειται για συμπέρασμα, το οποίο το ΔΕΕ έχει ήδη αφήσει να διαφανεί στην υπόθεση των Πορτογάλων δικαστών -C-64/16, της 27ης Φεβρουαρίου 2018- σε σχέση με την συμβατότητα Πορτογαλικών ρυθμίσεων μείωσης των αποδοχών των δικαστών, στο πλαίσιο υπερβολικού ελλείμματος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 της ΣΕΕ.
Γ. Συναφείς Εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις, μπορούν να κριθούν συμβατές με τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ.1 της ΣΕΕ μόνον εφόσον είναι αντικειμενικώς και θεμιτώς αιτιολογημένες, τηρούν την αρχή της αναλογικότητας και, ταυτοχρόνως, δεν είναι ικανές, ενόψει και των συνθηκών θέσπισής τους, να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς τη στεγανότητα του οικείου δικαιοδοτικού οργάνου έναντι εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των in concreto αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων.
Δ. Οι διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 της ΣΕΕ δεν παρέχουν ένα υποκειμενικό δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους ιδιώτες, το οποίο θα ενομιμοποιούντο να επικαλεσθούν με αφορμή συγκεκριμένη υπόθεση. Αντ’ αυτού, οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, υπό την προϋπόθεση όμως ότι συντρέχει ο όρος του άρθρου 51 παρ. 1 του Χάρτη. Ότι, δηλαδή, η συγκεκριμένη διαφορά, επί της οποίας ανέκυψε ζήτημα παραβίασης πτυχής της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, συνδέεται με την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Το άρθρο 19 παρ. 1 της ΣΕΕ επιβάλλει θετικές υποχρεώσεις στα Κράτη-Μέλη να διαμορφώνουν δικαιοδοτικά συστήματα, τα οποία βρίσκονται σε αρμονία με την αρχή του Κράτους Δικαίου όσον αφορά όλες τις επιμέρους πτυχές τους, όπως, μεταξύ άλλων, αυτή της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων.
Ε. Όμως, και εδώ απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή: Το άρθρο 19 παρ. 1 της ΣΕΕ νομιμοποιούνται να το επικαλεσθούν ιδιώτες προκειμένου να προκαλέσουν την αξιολόγηση του γενικότερου συστήματος δικαστικής προστασίας, εντός του οποίου πρόκειται να κριθεί συγκεκριμένη διαφορά τους, με βάση τις απαιτήσεις της ΣΕΕ και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Απ’ όσα εξέθεσα προηγουμένως, συνάγεται ότι το ΔΕΕ, για άλλη μια φορά, αναλαμβάνει, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του, να υπερασπισθεί το Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου και τις κάθε μορφής συνιστώσες του, ως θεμελιώδους αντηρίδας του όλου Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού. Και μάλιστα όχι απλώς ως έννοια με νομικές, αποκλειστικώς, συνέπειες. Αλλά, επιπλέον, ως έννοια η οποία επιφέρει, διαχρονικώς, και πολιτικές συνέπειες, σχετικές με την οργάνωση και λειτουργία προεχόντως της ίδιας της Κοινωνίας. Μέσω αυτής της δικαιοδοτικής οδού, καθίσταται προφανές ότι το ΔΕΕ έρχεται να καλύψει κενά, τα οποία αφήνει η διστακτικότητα των κορυφαίων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υιοθετήσουν δραστικά μέτρα για την περαιτέρω θεσμική θωράκιση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος. Και κάθε συνειδητοποιημένος Ευρωπαίος έχει χρέος να υπερασπίζεται την αλήθεια, ότι η ολοκλήρωση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος νοείται μόνον όταν ανταποκρίνονται πλήρως στις απαιτήσεις μιας Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, η οποία υπηρετεί την Διάκριση των Εξουσιών, άρα το Κράτος Δικαίου και τον θεσμικό και πολιτικό κολοφώνα του, την Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και των Λειτουργών της».