Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα 9 Νοεμβρίου 2021

 
Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα 9 Νοεμβρίου 2021

Ενημερώθηκε: 09/11/21 - 08:39

Εορτολόγιο - Βίοι Αγίων: Σήμερα, 4 Νοεμβρίου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Νεκταρίου μητροπολίτου Πενταπόλεως (του εν Αιγίνη, του θαυματουργού (†1920). Μαρτύρων Ονησιφόρου και Πορφυρίου. Αντωνίου οσίου, Ναρσή και Αρτεμίωνος. Χριστοφόρου και Μαύρας. Οσίων Θεοκτίστης της Λεσβίας, της εν τη «Εκατονταπυλιανή» Πάρου ασκησάσης, Ματρώνης της εκ Πέργης, Ελλαδίου, Ιωάννου του «βραχύσωμου», Συμεώνος του «μεταφράστου». Ευθυμίου, Νεοφύτου και Νικηφόρου. Ευστολίας και Σωπάτρας.

Γιορτάζουν οι: Νεκτάριος, Νεκταρία, Ελλάδιος, Θεόκτιστος, Θεοκτίστη, Μαύρος, Μαύρα, που γιορτάζουν επίσης στις 3 Μαΐου (Αγίας Μαύρας μάρτυρος)

 Νεκτάριος Αιγίνης: άγιος της υπομονής 

Ο Άγιος Νεκτάριος ή Νεκτάριος Πενταπόλεως ή Νεκτάριος Αιγίνης, κατά κόσμον Αναστάσιος Κεφαλάς γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου 1846 στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης. Σύντομα ήρθε αντιμέτωπος με τη δύσκολη πραγματικότητα της εποχής, καθώς η οικογένειά του αδυνατούσε να συντηρηθεί, ενώ στη γενέτειρά του δεν υπήρχε σχολείο μέσης εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη σε ηλικία 13 ετών.

Αρχικά εργάζεται σε συσκευαστήριο καπνού, όπου ο ιδιοκτήτης τού φερόταν βάναυσα. Εργάζεται πολλές ώρες ημερησίως, δεν αμείβεται και πολλές φορές ξυλοκοπείται. Ο Αναστάσιος τα υπέμενε όλα αυτά και μάλιστα στο συσκευαστήριο, μαζί με τον καπνό που πουλούσε, κάθε φορά έδινε και ένα μικρό χαρτάκι, το οποίο έγραφε κάποια ευαγγελική ρήση.

Η κατάσταση άλλαξε όταν ένας έμπορος που είχε μαγαζί κοντά στο συσκευαστήριο, είδε κάποια μέρα τον ξυλοδαρμό από το αφεντικό του και τον πήρε στη δούλεψή του. Άρχισε να εργάζεται στο επιπλοποιείο του εμπόρου, έχοντας πλέον χρόνο για εκκλησιασμό και για να πηγαίνει σχολείο, ενώ σύντομα και η οικογένεια του τον ακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη. Στην Πόλη παρέμεινε συνολικά επτά έτη και σε ηλικία 20 ετών την εγκατέλειψε, παρότι δεν ολοκλήρωσε τη μόρφωσή του, για να εργαστεί ως δάσκαλος στο Λιθί της Χίου.

Στα 20 του χρόνια έφτασε στη Χίο. Έχοντας πλέον γραμματική και θεολογική γνώση, έλαβε τη θέση του δασκάλου, παραμένοντας στο νησί για 10 χρόνια, μέχρι το 1877. Εκεί αρχικά θα γνωρίσει τον μεγάλο ευεργέτη του Ιωάννη Χωρέμη, ο οποίος τον έθεσε υπό την προστασία του. Ο Άγιος Νεκτάριος όμως είχε αποφασίσει πλέον να αφιερωθεί στον μοναχικό βίο. Το 1876 εκάρη μοναχός με το όνομα Λάζαρος και έναν χρόνο αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος, λαμβάνοντας το όνομα Νεκτάριος.

Το 1877 ο Νεκτάριος, μετά από παρότρυνση του Ιωάννη Χωρέμη, πήγε στην Αθήνα προκειμένου να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές. Μετά την ολοκλήρωσή τους στη Βαρβάκειο, εστάλη μέσω γνωριμίας που είχε με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο στην Αλεξάνδρεια. Ο Σωφρόνιος εντυπωσιάστηκε από τον Νεκτάριο και με βάση τις πολύ καλές συστάσεις που είχε τον έστειλε ξανά στην Αθήνα, να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Αφού έλαβε το πτυχίο του (1885), ανεχώρησε πάλι για την Αλεξάνδρεια.

Με την επιστροφή του χειροτονείται Ιερέας και πέντε μήνες αργότερα τοποθετείται γραμματέας του Πατριαρχείου. Μέσα σε δύο μήνες, αξιοποιώντας τη ρητορική του δεινότητα, προήχθη σε ιεροκήρυκα, λαμβάνοντας και θέση πατριαρχικού επιτρόπου στο Κάιρο. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, ο Νεκτάριος ανήλθε στην ιεραρχία του Πατριαρχείου, όντας ένας πολύ έμπιστος άνθρωπος στο πλευρό του Πατριάρχη. Στις 15 Ιανουαρίου του 1889 θα ανακηρυχθεί επίσκοπος Πενταπόλεως Λιβύης, μετά την κοίμηση του επισκόπου της περιοχής Νείλου. Η ραγδαία ανέλιξη του Νεκταρίου δεν πέρασε απαρατήρητη από τους υπολοίπους επισκόπους. Ο Σωφρόνιος πλησίαζε τα 90 χρόνια ζωής και είχαν ξεκινήσει οι διαδικασίες διαδοχής του. Ο λαός, που είχε ευεργετηθεί από το έργο του Νεκταρίου επιθυμούσε την άνοδο του στον πατριαρχικό θρόνο, και σε συνδυασμό με την εύνοια του Σωφρονίου ο Νεκτάριος καθίστατο η πρώτη επιλογή. Οι αντίπαλοί του, γνωρίζοντας όλα αυτά, αποφάσισαν να τον παραμερίσουν, κατηγορώντας τον για υποκίνηση ανατροπής του Πατριάρχη Σωφρονίου. Επίσης, μερίδα κληρικών πίστευαν ότι η τακτική λιτότητας και πενίας της Εκκλησίας που ακολουθούσε ο Νεκτάριος ως επίσκοπος θα επηρέαζε την οικονομική κατάσταση του Πατριαρχείου, το οποίο χωρίς οικονομική ευρωστία θα γινόταν έρμαιο πολιτικών ή εθνικών σκοπιμοτήτων.

Ο Σωφρόνιος, που πληροφορήθηκε τις κατηγορίες, πείσθηκε για την αλήθεια των ισχυρισμών, με αποτέλεσμα την άμεση παύση της ιερατικής ιδιότητας του Νεκταρίου. Τότε αναχώρησε από την Αλεξάνδρεια αλλά λόγω των συκοφαντιών Νεκτάριος αδυνατούσε να εργαστεί οπουδήποτε.

Ο Νεκτάριος βρέθηκε ενώπιον ακόμα μιας πολύ δύσκολης κατάστασης, όπως από μικρή ηλικία πολλές φορές είχε βρεθεί. Ο ίδιος ενοικίασε ένα μικρό δωμάτιο στα περίχωρα των Αθηνών, αλλά αδυνατούσε να πληρώσει το ενοίκιο, ενώ δεν είχε χρήματα να τραφεί. Η παράλληλη διαπόμπευσή του, ακόμα και σε κυβερνητικά κλιμάκια, δυσχέραινε τη δυνατότητα εύρεσης εργασίας. Προσπαθούσε μέσω του Αρχιεπισκόπου Γερμανού να βρει μια θέση ιεροκήρυκα. Αυτός, παρά τη συμπάθεια που έτρεφε προς το πρόσωπό του, αδυνατούσε να τον βοηθήσει, λόγω πιέσεων από τη Σύνοδο. Έφτασε μέχρι τον υπουργό Παιδείας και Εκκλησιαστικών, που όμως του διεμήνυσε ότι λόγω του νόμου (ο Νεκτάριος δεν είχε ελληνική υπηκοότητα) αδυνατούσε να βοηθήσει.

Τελικά, μετά από λίγο καιρό, διορίστηκε ιεροκήρυκας στη Χαλκίδα. Ωστόσο η φήμη που τον ακολουθούσε παρέμενε, καθότι υπήρχε μεγάλη καχυποψία, δεδομένων των εις βάρος του κατηγοριών, με αποτέλεσμα να αποδοκιμάζεται και να στιγματίζεται.

Το 1891, δύο έτη μετά τις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν και την απομάκρυνσή του από την Αλεξάνδρεια, στην κυβέρνηση ακόμα γίνονταν προσπάθειες για την αποπομπή του από τη θέση που κατείχε. Τότε αποκαλύφθηκε πλήρως το σχέδιο και η πλεκτάνη που είχε στηθεί σε βάρος του. Όλα ξεκίνησαν από την αποκάλυψη ότι δεν έπαιρνε τα χρήματα που του οφείλονταν και εργαζόταν αμισθί επί εποχής της επισκοπείας του. Επίσης, παρότι παρέμενε δικαιωματικά επίσκοπος Πενταπόλεως, αφού είχε παράνομα εκδιωχθεί δεν ελάμβανε χρήματα. Εν συνεχεία καθαρίστηκε το όνομά του από κάθε είδους ανάμιξη σε σκάνδαλο ηθικού χαρακτήρος και από παντός είδους ραδιούργες προσπάθειες σε βάρος του Πατριάρχη. Αυτό, ειδικά μετά τη σκληρή συμπεριφορά του ποιμνίου, τον έκανε συμπαθή ενώπιον του λαού στη Χαλκίδα. Άρχισε τότε με περισσή άνεση να κηρύττει. Γρήγορα η φήμη του εξαπλώθηκε μακρύτερα από τη Χαλκίδα, ενώ ο λαός έδειξε μεγάλη συμπάθεια στο πρόσωπό του, όταν χήρεψε η θέση του τοπικού επισκόπου, σχεδόν απαιτώντας την άνοδό του στον θρόνο.

Το 1892 και 1893 διορίστηκε ιεροκήρυκας στον νομό Λακωνίας και Φθιωτοβοιωτίας (Νομός Φθιώτιδας, Νομός Βοιωτίας) αντίστοιχα. Ο Νεκτάριος πραγματοποιούσε διαρκώς περιοδείες σε χωριά και πόλεις κηρύττοντας, την ώρα που φίλοι του προσπαθούσαν να τον μεταθέσουν στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή Αθηνών. Την άνοιξη του 1894 διορίστηκε διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής. Οι αμφιβολίες που υπήρχαν πλέον περί του Νεκταρίου δεν ήταν τόσο για τις κατηγορίες του παρελθόντος, χωρίς όμως και να εκλείψουν, αλλά κατά πόσον αυτός ο λεγόμενος και «δεσποτοκαλόγερος» θα ήταν δυνατόν, με τις παλαιές και θρησκευτικές αντιλήψεις του, να μπορέσει να πετύχει στο έργο που του ανατέθηκε, καθώς η Ριζάρειος Σχολή ήταν μεν θεολογική σχολή, αλλά ήταν σχολή όπου φοιτούσαν και πολλά παιδιά ευκατάστατων Αθηναίων και άλλων αρχόντων και πολιτικών της εποχής, που δεν θα γίνονταν απαραίτητα ιερείς ή θεολόγοι, αλλά επιστήμονες. Σύντομα όμως κάμφθηκαν όλες οι αντιρρήσεις από τον ρηξικέλευθο τρόπο διαπαιδαγώγησης του Νεκταρίου.

Το έργο του στη Ριζάρειο ήταν οργανωτικό, εκπαιδευτικό, συγγραφικό και παιδαγωγικό. Σύντομα οργάνωσε τη σχολή με πρότυπα τα οποία αφορούσαν τον εκκλησιαστικό ορθόδοξο τρόπο σκέψης.

Την ίδια εποχή επιδόθηκε σε μεγάλο συγγραφικό έργο.

Η φτώχεια την εποχή που διετέλεσε ο Νεκτάριος διευθυντής της Ριζαρείου ήταν κανόνας και ταυτόχρονα το ηθικό των Ελλήνων, ειδικά μετά την αποτυχία, το 1897 με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, βρισκόταν στο ναδίρ. Ο ίδιος όμως με την ελεημοσύνη ως όπλο και το λόγο του Ευαγγελίου τόνωνε την τότε αθηναϊκή κοινωνία, η οποία προσέτρεχε συχνά στα κηρύγματά του για να πάρει τη συμβουλή του. Ο ίδιος διετέλεσε διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής 14 συναπτά έτη ως και το 1908, οπότε και για λόγους υγείας εγκατέλειψε τη θέση του.

Το 1908 εγκαταστάθηκε στην Αίγινα. Ο Νεκτάριος ποτέ στη ζωή του, δεν απέβαλε την έντονη επιθυμία του για το μοναχικό βίο. Αυτή η επιθυμία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο κατά την επίσκεψη του στο Άγιον Όρος και την σύνδεσή του με τον Γέροντα Δανιήλ τον Σμυρναίο (Γέροντα της Αδελφότητας Δανιηλαίων) το 1898 με τον οποίο διατηρούσε και αλληλογραφία. Έκτοτε έψαχνε ένα τόπο να στεγάσει ένα μοναστήρι για το τέλος της ζωής του, έναν «Εκκλησιαστικό Παρθενώνα», όπως έλεγε. Πιο έντονη και ίσως επιτακτική έγινε αυτή η ανάγκη, όταν 4 γυναίκες που ήσαν μόνες και συνδέονταν μαζί του, με σχέση πνευματικής καθοδήγησης, θέλησαν να μονάσουν υπό την εποπτεία του. Έτσι τελικά βρήκε ένα παλαιό εγκαταλελειμμένο μοναστήρι στην Αίγινα στη θέση Ξάντος στο οποίο και αποφάσισε να στεγάσει τις 4 μοναχές και άλλες 3 που ήδη μόναζαν στο νησί. Το μοναστήρι άρχισε να επαναλειτουργεί το 1904 υπό την καθοδήγησή του, παρότι αυτός ακόμα βρισκόταν στη Ριζάρειο Σχολή.

Η παρουσία του στην Αίγινα, συνδέθηκε με δύο γεγονότα, που τον κατέστησαν άμεσα λαοφιλή. Ο Νεκτάριος αρχικά θεράπευσε έναν δαιμονισμένο νέο κάτι που γρήγορα μαθεύτηκε. Οι χωρικοί τότε τον επισκέφτηκαν ζητώντας του να λειτουργήσει και να δεηθεί στον Θεό, διότι είχε 3 χρόνια να βρέξει στο νησί με αποτέλεσμα να έχει προκληθεί εκτεταμένη ανομβρία και οικονομική ζημία. Ο ίδιος με σύσσωμη την παρουσία των νησιωτών, λειτούργησε και την ίδια μέρα άρχισε να βρέχει, γεγονότα που εκλήφθησαν ως θεϊκά σημάδια από τους Αιγινίτες.

Το 1908 παραιτήθηκε από τη σχολή για λόγους υγείας αλλά και γήρατος και αφοσιώθηκε στο μοναστήρι.

Παρότι ήταν μεγάλος σε ηλικία όταν αποσύρθηκε στην Αίγινα, δεν έπαψε ποτέ να εργάζεται είτε πνευματικά, υπέρ της εκκλησίας, είτε και χειρωνακτικά για τη διεύρυνση του μοναστηριού. Παρότι είχαν περάσει πάνω από 10 χρόνια από την επαναλειτουργία της μονής, ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος αρνείτο να αναγνωρίσει τη μονή, παρά την αρχική συγκατάθεσή του. Το πρόβλημα αυτό μεγάλωνε, διότι η μονή δεν αποκτούσε νομική προσωπικότητα με αποτέλεσμα να αδυνατεί να κρατήσει τις κληρονομιές και όποια άλλα οικονομικά ωφελήματα είχε από πιστούς με αποτέλεσμα να δυσχεραίνει το φιλανθρωπικό έργο. Κάποιοι δηλαδή, άφηναν κληρονομιές υπέρ του μοναστηριού, που το μοναστήρι αδυνατούσε να αποδεχτεί λόγω της νομικής ανυπαρξίας του. Ο Μητροπολίτης δε, είχε δυσαρεστηθεί από την τροπή που έλαβε η εξέλιξη του μοναστηριού, με αποτέλεσμα να είναι ανένδοτος. Ο Νεκτάριος προσπάθησε με διάφορους τρόπους να τον μεταπείσει, όμως μέχρι τέλους της ζωής του, δεν είδε το αίτημά του να πραγματοποιείται.

Ο Νεκτάριος αρχικά αφού τελείωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, και ο Θεόκλητος αποπέμφθηκε λόγω του αναθέματος στον Ελευθέριο Βενιζέλο μαζί με τους υπολοίπους επισκόπους, πίστεψε πως τα πράγματα ίσως εξομαλυνθούν. Η αρχική αισιοδοξία όμως διεκόπη όταν το 1918 κατηγορήθηκε από μητέρα μοναχής για ανηθικότητα. Γρήγορα όμως εξετάσεις και έρευνες του εισαγγελέα Αθηνών κατέδειξαν το ψεύδος της μητέρας της κόρης, η οποία οικειοθελώς είχε προσχωρήσει στο μοναστήρι. Εξ αιτίας αυτού του λόγου, αλλά και κληρικών οι οποίοι στο νησί τον φθονούσαν, πιστεύοντας ότι τους παίρνει όλη την «πελατεία» και τον κατηγορούσαν πισώπλατα, ουσιαστικά δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό του, την αναγνώριση του Μοναστηριού. Πάντα όμως πιστός στο Ευαγγέλιο, το παράδειγμα του Χριστού, τα γραφέντα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, πίστευε απόλυτα στη δικαιοσύνη του Θεού. Ήταν πράος, ήρεμος, υπομονετικός σε όλες αυτές τις κατηγορίες και τους εξευτελισμούς στους οποίους κατά καιρούς τον υπέβαλλαν.

Το τέλος της ζωής του ήταν επίπονο. Η χρόνια ασθένεια του προστάτη, μαζί με τα περασμένα χρόνια της ηλικίας του και κακοπάθειες της ζωής τον ταλαιπωρούσαν. Ακόμα και τότε είχε σχέδια. Ήθελε να δημιουργήσει ένα εκπαιδευτήριο. Τελικά, δεν πρόλαβε. Το 1920 εισήχθη στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών όπου διεγνώσθη καρκίνος του προστάτη. Στις 9 Νοεμβρίου του ιδίου έτους ο Άγιος Νεκτάριος εκοιμήθη σε ηλικία 74 ετών. Το δωμάτιο στο οποίο εκοιμήθη, έχει σήμερα μετατραπεί σε μικρό ναό στο δεύτερο όροφο του Αρεταιείου νοσοκομείου, που κοσμείται από εικόνες του Αγίου και τάματα πιστών για ανάρρωση των συγγενών τους που νοσηλεύονται στην κλινική.

Στις 2 Σεπτεμβρίου 1953 πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή των λειψάνων του στην Αίγινα, από τον Μητροπολίτη Ύδρας Προκόπιο και τον αντιστασιακό Μητροπολίτη Ηλείας Αντώνιο.

Το 1960 ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Α΄ με μια εμπεριστατωμένη εισήγηση στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος υποστήριξε την αγιότητα του Νεκταρίου Κεφαλ.

Σαράντα έτη μετά την κοίμηση του Νεκταρίου ανακηρύχθηκε Άγιος, στις 20 Απριλίου του έτους 1961 από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα καθώς αξιολόγησε τα θαύματα όπως και το μεγάλο ποιμαντικό και εκκλησιαστικό έργο. Η επίσημη διαδικασία ανακήρυξής του έγινε στις 5 Νοεμβρίου του 1961. Με την ανακήρυξη του Νεκταρίου Κεφαλά σε Άγιο ο Αθηναγόρας αποφάσισε ακόμα πως οι άντρες και οι γυναίκες που φέρουν τα ονόματα Νεκτάριος και Νεκταρία θα εορτάζουν στις 9 Νοεμβρίου και όχι στις 11 Ιουλίου όπως ίσχυε μέχρι τότε.

Μόλις το 1998 ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Πέτρος Ζ' απεκατέστησε συνοδικώς την κανονική τάξη περί του προσώπου του Αγίου Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως.