Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα στη Χιλή από το στρατιωτικό πραξικόπημα του δικτάτορα Αουγκούστο Πινοτσέτ, που ανέτρεψε την σοσιαλιστική κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αλιέντε, οδηγώντας σε δύο δεκαετίες φασιστικής διακυβέρνησης, με χιλιάδες ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους.
Τo πραξικόπημα του 1973, κατά το οποίο άρματα μάχης κατέβηκαν στους δρόμους και αεροπλάνα Hawker Hunter βομβάρδισαν το προεδρικό μέγαρο Λα Μονέδα, είχε αντίκτυπο σε όλο τον κόσμο, σηματοδοτώντας την αρχή μίας από τις πιο βάναυσες σε σειρά φιλικών προς τις ΗΠΑ, δεξιών δικτατοριών που κυβέρνησαν στις περισσότερες χώρες της Νότιας Αμερικής μέχρι και τη δεκαετία του 1980, οδηγώντας σε μαζικές συλλήψεις, βασανιστήρια και εξαφανίσεις.
Όμως, μισό αιώνα μετά, στη Χιλή η πόλωση είναι μεγάλη. Θύματα της στρατιωτικής διακυβέρνησης και οι οικογένειές τους ενέτειναν τις πιέσεις για δικαιοσύνη και λογοδοσία, όμως πολιτικά η ακροδεξιά έχει κερδίσει έδαφος εν μέσω αυξανόμενων φόβων για την άνοδο της εγκληματικότητας. Ο προοδευτικός νεαρός πρόεδρος Γκάμπριελ Μπόριτς δέχεται πυρά.
«Ορισμένοι άνθρωποι δεν ξέρουν τίποτα για το τι συνέβη και δεν ενδιαφέρονται, άλλοι έχουν κουραστεί που… ακόμη και 50 χρόνια μετά, πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να μην γνωρίζουν τι απέγιναν οι εξαφανισμένοι συγγενείς τους», δήλωσε η Ελβίρα Κάντις, που ήταν έξι ετών το 1973.
«Και όσο αυτό δεν αλλάζει, θα συνεχίσει να πληγώνει και να διχάζει».
Θυμάται γείτονες να στέκονται στη σειρά στους δρόμους και τους στρατιώτες να ελέγχουν το ένα μετά το άλλο τα σπίτια στην εργατική συνοικία Εστασιόν Σεντράλ στην πρωτεύουσα Σαντιάγο όπου εξακολουθεί να μένει.
Ενώ ο Μπόρις έκανε εκστρατεία για μια μεγάλη εκδήλωση μνήμης για την επέτειο του πραξικοπήματος αντιμετώπισε αποδοκιμασία από πολιτικούς και ψηφοφόρους. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του Pulso Ciudadano, το 60% των Χιλιανών δεν ενδιαφέρονταν. Σχεδόν τέσσερις στους δέκα δήλωσαν πως θεωρούν κυρίως τον ίδιο τον Αλιέντε υπεύθυνο για το πραξικόπημα.
Αυτός ο διχασμός της κοινής γνώμης αντανακλά κάποια δύσκολα χρόνια για τη Χιλή, η οποία έγινε μία από τις πιο σταθερές, οικονομικά επιτυχείς και ασφαλείς χώρες της Νότιας Αμερικής,
Βίαιες συγκρούσεις κατά της ανισότητας συγκλόνισαν το Σαντιάγο το 2019, προκαλώντας ένα κίνημα για την αναθεώρηση του Συντάγματος της εποχής του Πινοτσέτ. Όμως αυτό απορρίφθηκε από τους ψηφοφόρους πέρυσι, σε ένα σημαντικό πλήγμα για τους προοδευτικούς της χώρας. Ακροδεξιός ηγέτης, ο Χοσέ Αντόνιο Καστ, γνωστός υποστηρικτής του Πινοτσέτ, διαδραματίζει τώρα κεντρικό ρόλο σε μια δεύτερη προσπάθεια αναθεώρησης.
«Η πόλωση είναι τόσο ανεξέλεγκτη όσο δεν ήταν ποτέ μετά την επιστροφή στη δημοκρατία», δήλωσε ο Κριστιάν Βαλντιβιέσο, διευθυντής της τοπικής εταιρίας συμβούλων Criteria.
«Δεν υπάρχει μέλλον χωρίς μνήμη»
Ο 37χρονος Μπόρις, που γεννήθηκε πάνω από μια δεκαετία μετά το πραξικόπημα, θα ηγηθεί μιας τελετής σήμερα στο προεδρικό μέγαρο, όπου πριν από 50 χρόνια ο Αλιέντε έδωσε μια περίφημη ομιλία καθώς η κυβέρνησή του κατέρρεε, και αργότερα έβαλε τέλος στη ζωή του.
«Υπάρχουν κάποιοι που μας καλούν να γυρίσουμε σελίδα, να ξεχάσουμε το παρελθόν», είπε πρόσφατα ο Μπόριτς, θαυμαστής του Αλιέντε. «Αλλά δεν υπάρχει πιθανότητα ενός λαμπρού μέλλοντος χωρίς μνήμη και αλήθεια».
Σύμφωνα με διάφορες χιλιανές επιτροπές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπάρχουν 40.175 θύματα που έχουν κατηγοριοποιηθεί ως εκτελεσθέντες, εξαφανισθέντες, φυλακισθέντες, βασανισθέντες για πολιτικούς λόγους στη διάρκεια της στρατιωτικής διακυβέρνησης. Το καθεστώς έστειλε επίσης χιλιάδες ανθρώπους στην εξορία.
Η διακυβέρνηση του Πινοτσέτ τελείωσε το 1990 όταν οι περισσότεροι Χιλιανοί ψήφισαν σε δημοψήφισμα υπέρ της δημοκρατίας. Πέρασε χρόνια αντιμαχόμενος τις κατηγορίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αν και ποτέ δεν καταδικάστηκε για κάποιο έγκλημα, και πέθανε το 2006. Όμως πολλοί αξιωματικοί του στρατού και πρώην μέλη της μυστικής αστυνομίας επί Πινοτσέτ καταδικάστηκαν για βασανιστήρια, απαγωγές και δολοφονίες.
Η Γκάμπι Ριβέρα, πρόεδρος της Ομάδας των Συγγενών Εξαφανισθέντων Κρατουμένων, είδε να παίρνουν τον πατέρα της, Λουίς Ριβέρα, τον Νοέμβριο του 1975. Επί χρόνια η οικογένειά της λάμβανε διάφορες εκδοχές για την τύχη του, περιλαμβανομένης και αυτής ότι το πτώμα του πετάχτηκε στη θάλασσα.
«Ζούμε αυτή την ημερομηνία με πόνο, αλλά και με ελπίδα, επειδή σήμερα βλέπουμε πως υπάρχει λίγο φως», δήλωσε στο πρακτορείο Reuters. «Δεν ξέρουμε αν θα επιτύχουμε πλήρη δικαιοσύνη, αλλά αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να φθάσουμε στην αλήθεια, να ανακαλύψουμε πού βρίσκονται».
Εκατοντάδες εκδηλώσεις μνήμης σχεδιάζεται να πραγματοποιηθούν σήμερα και περιφερειακοί ηγέτες όπως ο Αλμπέρτο Φερνάντες της Αργεντινής ο Γκουστάβο Πέρες της Κολομβίας και ο Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ του Μεξικού αναμένονται στο Σαντιάγο.
Ο Κάρλος Γκονσάλες, που είχε συλληφθεί και βασανιστεί το 1976, και αργότερα εξορίστηκε, δήλωσε ότι τον πονάει να βλέπει κάποιους να υποβαθμίζουν τη σημασία της σημερινής ημέρας.
«Αισθανόμαστε πραγματικά ότι αυτή η ημερομηνία μας επηρεάζει, σε κάνει να θέλεις να πετροβολήσεις την τηλεόραση όταν βλέπεις πως βγαίνουν κάποιοι άνθρωποι που αρνούνται αυτό που συνέβη», είπε.
«Είναι καλό να μιλάμε για το τι συνέβη. Και, ως επιζών, το αισθάνομαι σαν ευθύνη να μιλήσω γι΄αυτό επειδή είναι πολλοί εκείνοι που δεν επέζησαν».
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, Reuters, Telesur.