1. Τι είναι οι συνθήκες εγγυήσεως;
Ιδίως τον 19ο αιώνα ήταν συνήθης η παροχή εγγυήσεων εκ μέρους τρίτων δυνάμεων ως προς την εδαφική ακεραιότητα, την ανεξαρτησία ή την ουδετερότητα ενός κράτους. Το πιο γνωστό παράδειγμα σε εμάς είναι η Συνθήκη του Λονδίνου του 1832, με την οποία Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και Ρωσία όρισαν ότι «η Ελλάς υπό ... την εγγύησιν των τριών αυλών, θέλει αποτελεί κράτος μοναρχικόν, ανεξάρτητον». Η τελευταία αναλαμπή του θεσμού των εγγυήσεων υπήρξαν οι Συμφωνίες του Λοκάρνο** το 1925. Σύμφωνα με αυτές, Βέλγιο, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία εγγυήθηκαν τα σύνορα Γερμανίας - Βελγίου και Γερμανίας - Γαλλίας.
2. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έχουμε συνθήκες εγγυήσεως;
Μετά το 1945 έχουμε επτά συνθήκες που αναφέρονται σε εγγυήσεις που δίνουν κράτη. Στις πέντε από αυτές (Αυστρία-1955, Λάος-1962, Ισραήλ με Αίγυπτο-1979, Αφγανιστάν-1988, Καμπότζη-1991) τα κράτη που τις έχουν υπογράψει, τονίζουν την πολιτική τους υποστήριξη για το περιεχόμενο της συμφωνίας ή λειτουργούν ως μάρτυρες για την τήρηση των όρων μιας συμφωνίας. Ουσιαστικά αναλαμβάνουν την υποχρέωση να σεβασθούν είτε τις συμφωνίες, είτε το μελλοντικό καθεστώς και να μην προχωρήσουν σε αποσταθεροποιητική δράση. Δεν αναλαμβάνουν, όμως, νομικές υποχρεώσεις ούτε εγγυώνται νομικά το καθεστώς απέναντι σε ανεπιθύμητες αλλαγές.
3. Ποιες είναι οι δύο περιπτώσεις που έχουμε νομικές εγγυήσεις από κράτη μετά το 1945;
Θεωρητικώς, έχουμε δύο συμφωνίες. Η μία είναι αυτή του Παναμά που υπέγραψε συμφωνία με τις ΗΠΑ το 1977 για την προστασία της διώρυγας. Οι ΗΠΑ κατέθεσαν μία τροπολογία που τους έδινε το δικαίωμα μονομερούς επεμβάσεως. Λόγω των σφοδρών αντιδράσεων στον Παναμά, ο τότε ηγέτης της χώρας Ομάρ Τορίχος, αν και δικτάτορας και εξαρτημένος σε μεγάλο βαθμό από την Αμερική, διαφώνησε. Τελικώς έγινε δεκτό ότι για τη δράση των ΗΠΑ ήταν απαραίτητη η προηγούμενη συναίνεση του Παναμά. Ουσιαστικά, η μοναδική περίπτωση μετά το 1945 όπου ένα ή περισσότερα κράτη έχουν αναλάβει συγκεκριμένες νομικές υποχρεώσεις έναντι ενός άλλου κράτους είναι αυτή της Κύπρου.
4. Επομένως, ο θεσμός των εγγυήσεων έχει καταστεί ανενεργός;
Οταν μιλάμε για νομικές εγγυήσεις μεταξύ κρατών, αναμφισβήτητα ναι. Εχουν καταστεί ανενεργές όπως συμβαίνει και με άλλους παλαιούς θεσμούς όπως αυτός των αποικιών. Η εξέλιξη του διεθνούς δικαίου και της ισότητας μεταξύ κρατών κατέστησε «άτοπες» παρόμοιες προβλέψεις. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις που τις εγγυήσεις προσφέρει κάποιος διεθνής οργανισμός. Μετά το 1945 είχαμε τέσσερις τέτοιες περιπτώσεις (Τεργέστη-1947, Ιερουσαλήμ-1947, σύνορα Κουβέιτ με Ιράκ-1991, Λιβερία-1993). Στις τρεις πρώτες περιπτώσεις ανέλαβε ο ΟΗΕ την παροχή εγγυήσεων. Στην περίπτωση της Λιβερίας ανέλαβε η Οικονομική Κοινότητα των δυτικοαφρικανικών κρατών (ECOWAS). Από τις τέσσερις περιπτώσεις η μόνη επιτυχημένη εγγύηση ήταν το απαραβίαστο των συνόρων Ιράκ και Κουβέιτ που εγγυήθηκε το Συμβούλιο Ασφαλείας με το ψήφισμα 687.
5. Ποιες χώρες συμμετείχαν στη Συνθήκη Εγγυήσεως της Κύπρου του 1960;
Η Συνθήκη Εγγυήσεως υπεγράφη μεταξύ Βρετανίας, Τουρκίας και Ελλάδος. Η άμεσα θιγόμενη από το περιεχόμενο της Συνθήκης, η Κυπριακή Δημοκρατία, δεν υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος. Την 1η Ιανουαρίου 1964 ο Μακάριος κατήγγειλε τη συνθήκη αλλά υπαναχώρησε λόγων των έντονων αντιδράσεων Βρετανίας και Τουρκίας και της μη σύμφωνης γνώμης της Ελλάδος.
6. Τι εγγυήθηκαν;
Οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις με τη Συνθήκη του 1960 εγγυήθηκαν:
• Την ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και ασφάλεια της Κύπρου.
* Την απαγόρευση της ενώσεως εν όλω ή εν μέρει της Κύπρου με άλλο κράτος.
• Την «κατάσταση πραγμάτων» όπως καθιερώθηκε με το Σύνταγμα του 1960.
Σε περίπτωση παραβιάσεως αυτών των σημείων οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις μπορούσαν να διαβουλευθούν μεταξύ τους ούτως ώστε να αναλάβουν κοινή ή συμφωνημένη δράση προς αποκατάσταση των πραγμάτων. Εάν δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα, κάθε εγγυήτρια δύναμη μπορούσε να δράσει αυτοτελώς. Η δράση, όμως, δεν μπορούσε να περιλαμβάνει και προσφυγή στη χρήση βίας. Αυτό αντίκειται στο άρθρο 2.4 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, που θεωρείται ο ακρογωνιαίος του λίθος και περιβάλλεται με ιδιαίτερη ισχύ καθ' ότι αποτελεί διάταξη αναγκαστικού δικαίου (jus cogens) που δεν παραβιάζεται υφ' οιεσδήποτε συνθήκες. Επομένως, η Τουρκία δεν είχε δικαίωμα στρατιωτικής εισβολής στην Κύπρο.
7. Γιατί η Τουρκία επιμένει για διατήρηση των εγγυήσεων σήμερα;
Στο διεθνές δίκαιο γίνεται αποδεκτό ότι η επέμβαση σε ένα κράτος μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη εάν γίνει με τη σύμφωνη γνώμη ή έπειτα από σχετική έκκληση της νόμιμης κυβερνήσεως. Θεωρητικώς, στη νέα Κυπριακή Δημοκρατία η ομόσπονδη κυβέρνηση θα ασκεί την κυριαρχία. Με βάση, όμως, τις υβριδικές προβλέψεις για το κρατικό σχήμα, οι δύο πολιτείες, η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή, θα έχουν ισότιμο καθεστώς και θα ασκούν κυριαρχικά δικαιώματα για όλα τα θέματα που δεν ανήκουν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Στόχος της Τουρκίας δεν είναι μόνον να διατηρήσει το ανύπαρκτο, κατά το διεθνές δίκαιο, δικαίωμά της περί επεμβάσεως βάσει της συνθήκης του 1960. Θέλει να μπορεί να επικαλεσθεί το νόμιμο της επεμβάσεώς της έπειτα από πρόσκληση της Τουρκοκυπριακής Πολιτείας στο μελλοντικό κράτος.
* Ο κ. Αγγελος Μ. Συρίγος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου & Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
** # Βλ. Final protocol of the Locarno Conference, 16 Οκτωβρίου 1925, AJIL, Supplement, 1926, σελ. 21-33· επίσης Fenwick, AJIL, 1926, σελ. 108-111.