Το εμβληματικό ποίημα του Thomas Stearns Eliot, «The Waste Land», γραμμένο το 1922, όταν ο Αlbert Einstein είχε από καιρό ολοκληρώσει την Ειδική και την Γενική Θεωρία της Σχετικότητας, αρχίζει με τον εμβληματικό στίχο: «APRIL is the cruellest month». Παραφράζοντας -φυσικά με μεγάλη ελευθεριότητα- τον στίχο αυτόν, μάλλον θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι ο 20ος αιώνας, μέσ’ απ΄ την φρενήρη συμπόρευση Επιστήμης και Τεχνολογίας, είναι ο κρισιμότερος αιώνας στην πορεία της Ανθρωπότητας, από καταβολών της.
Α. Για του λόγου το ασφαλές, ας αναλογισθούμε την διπλή -με τους δύο πόλους της να συμπλέκονται αρρήκτως και αμφιδρόμως- συγκλονιστική εξέλιξη, που προκάλεσε η ως άνω συμπόρευση Επιστήμης και Τεχνολογίας κατά τον 20ο αιώνα. Εξέλιξη, η οποία άλλαξε δραστικά ακόμη και τα δεδομένα του ανθρώπινου ψυχισμού, λόγω των υπαρξιακών, κυριολεκτικώς, διλημμάτων που προκάλεσε.
1. Κατά πρώτο λόγο, για πρώτη φορά από την εμφάνισή του, ο Άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος μ’ εκείνες τις επιστημονικές ανακαλύψεις του -που έχουν διαστάσεις «αποκάλυψης»- οι οποίες του παρέχουν, εν δυνάμει, τα μέσα καταστροφής του ίδιου του Πλανήτη, άρα και του ίδιου του ανθρώπινου όντος. Πρόκειται για την ανακάλυψη της ατομικής ενέργειας και των επιπτώσεών της, οι οποίες μπορούν να κινηθούν από την ευεργετική κυριαρχία του Ανθρώπου επί του Κόσμου που τον περιβάλλει, ως την πλήρη καταστροφή του. Ο διαπρεπής Έλληνας φυσικός, Ελευθέριος Ν. Οικονόμου, στο βιβλίο του, «Πυρηνικά Όπλα και Ανθρώπινος Πολιτισμός» θέτει, λακωνικά και εύστοχα, το κρίσιμο ερώτημα, στο οποίο οφείλει, σχεδόν για λόγους υπαρξιακούς, ν’ απαντήσει εν προκειμένω η Ανθρωπότητα: «Έχει μέλλον η συμβίωση της λεπτεπίλεπτης ανθρώπινης φύσης με τις αρχέγονες πυρηνικές διαδικασίες που η ίδια αναβίωσε στη Γη;».
2. Και, κατά δεύτερο λόγο, επίσης για πρώτη φορά από την εμφάνισή του, ο Άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος μ’ εκείνες τις τεχνολογικές ανακαλύψεις του -που αποκτούν, ολοένα και εντεινόμενες, οιονεί μεταφυσικές διαστάσεις- οι οποίες από την μια πλευρά ανοίγουν τον δρόμο για να θέσει την Τεχνολογία πλήρως στην υπηρεσία του, ήτοι σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι δημιουργικές του δυνατότητες να μην έχουν ορατά όρια. Και, από την άλλη πλευρά, αφήνουν ανοικτό -έστω και θεωρητικώς προς το παρόν- το ενδεχόμενο τα δημιουργήματα του Ανθρώπου να ξεπεράσουν τον δημιουργό τους και, εν τέλει, ν’ αγγίξουν την δυνατότητα γενικευμένης υποκατάστασής του. Πρόκειται για τα τεχνολογικά επιτεύγματα, τα οποία ξεκίνησαν με το «ξημέρωμα» της Ψηφιακής Εποχής, της εποχής των υπολογιστών και, «στο διάβα τους», συνάντησαν τα τεχνολογικά επιτεύγματα της Τεχνητής Νοημοσύνης, οδηγώντας σε αυτό που -με μεγάλη δόση αυθαιρεσίας, όπως θα ειπωθεί στην συνέχεια- ονομάζουμε «4η Βιομηχανική Επανάσταση».
Β. Η ανάλυση που ακολουθεί επικεντρώνεται, κατά μεγάλο μέρος, στην ως άνω δεύτερη συγκλονιστική εξέλιξη της συμπόρευσης Επιστήμης και Τεχνολογίας, η οποία άρχισε, ουσιαστικά, κατά το τελευταίο τρίτο του 20ου αιώνα. Ήτοι στην εξέλιξη που αφορά τις προοπτικές του συνδυασμού της Ψηφιακής Τεχνολογίας και της τεχνολογίας της Τεχνητής Νοημοσύνης, επιδιώκοντας -όσο τούτο είναι εφικτό στο πλαίσιο μιας τόσο σύντομης παρέμβασης- έναν διπλό στόχο:
1. Πρώτον, την ανάδειξη των θεμελιωδών συστατικών της Τεχνολογίας, ως δημιουργίας του Πνεύματος με συγκεκριμένες και απτές επιπτώσεις στην ζωή του Ανθρώπου, στην αξία του και στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Σε αυτό το πεδίο γίνεται προσπάθεια ανάδειξης του πόσο εσφαλμένη αλλά και πόσο επικίνδυνη μπορεί ν’ αποδειχθεί μια, grosso modo, μονοσήμαντη θεώρηση της ουσίας της Τεχνολογίας και της προοπτικής της, όσον αφορά την ανθρώπινη δημιουργία.
2. Και, δεύτερον, την -σε πολύ γενικές βεβαίως γραμμές- περιγραφή του «πυρήνα» της λεγόμενης «4ης Βιομηχανικής Επανάστασης», προκειμένου να διαγραφούν τα γενικά χαρακτηριστικά των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων αυτής της συγκεκριμένης πορείας της Τεχνολογίας μέσα, μάλιστα, στον κόσμο μιας πλήρως Παγκοσμιοποιημένης Οικονομίας, την οποία, άλλωστε, «ευνοεί» η ραγδαία ανάπτυξη των τεχνολογιών της πληροφορίας, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες. Αυτός ο δεύτερος στόχος ενέχει, αυτονοήτως, και ορισμένα στοιχεία προειδοποίησης ως προς το τι μπορούμε και πρέπει ν’ αποφύγουμε, στο άμεσο και στο απώτερο μέλλον, από την αρνητική πλευρά των ως άνω επιπτώσεων, δοθέντος ότι έχουμε την δυνατότητα -άρα και το αντίστοιχο χρέος- να τις ανιχνεύουμε και να τις αντιμετωπίζουμε, ήδη από την εκκόλαψή τους.
Ι. Μεταξύ «τεχνοφοβίας» και «τεχνοφιλίας». Ένα «παλαίφατο» δίλημμα, αποτέλεσμα αυθαίρετων επιστημονικών παραδοχών.
Ιδίως από την εποχή -δηλαδή, με κάποια βεβαίως χρονολογική διακριτική ευχέρεια, περί το 1970 και έπειτα- που η αρμόδια Επιστημονική Κοινότητα άρχισε να κάνει λόγο για την «Τρίτη και την Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση», κατ’ εξοχήν μεσ’ από την πρωτόγνωρη σύνδεση των, συγγενών οπωσδήποτε, Επιστημών της Πληροφορίας και της Τεχνητής Νοημοσύνης που βρίσκεται πάντα σε πλήρη και αλματώδη εξέλιξη, τέθηκε, οιονεί αυτομάτως, ένα δίλημμα αναφορικά με την Τεχνολογία. Δίλημμα, το οποίο θα μπορούσαμε, ευλόγως, να χαρακτηρίσουμε ως «παλαίφατο», με την έννοια ότι οι ρίζες του ανάγονται, τουλάχιστον ως προς την πρωτόλεια φιλοσοφική εκφορά του, ήδη στα πρώτα βήματα της Τεχνολογίας, ύστερα από την ολοκληρωμένη σύλληψη του πολυπρισματικού της περιεχομένου.
Α. «Τεχνοφοβία» και «Τεχνοφιλία».
Αναφέρομαι, φυσικά, στο δίπολο «τεχνοφοβίας» και «τεχνοφιλίας» και στην, επέκεινα, αντιπαράθεση ανάμεσα στους «οπαδούς» των δύο αυτών «στρατοπέδων» σκέψης. Αντιπαράθεση η οποία, όπως -συχνά δυστυχώς- συμβαίνει κατά τον δημόσιο διάλογο για θέματα «ευρείας δημοτικότητας» λόγω αντικειμένου, διεξάγεται χωρίς πλήρη και εμπεριστατωμένη γνώση του in concreto ζητήματος. Και κάπως έτσι οδηγεί, σχεδόν νομοτελειακώς, στην διατύπωση ακραίων εκατέρωθεν απόψεων, με άλλες λέξεις σ’ ένα είδος «μανιχαϊστικής» προσέγγισης του ζητήματος τούτου. Ειδικότερα, μια επιδερμική ανάλυση των συστατικών στοιχείων της Τεχνολογίας, ως ορθολογικού αποτελέσματος της επιστημονικής -και όχι μόνο- ανθρώπινης δημιουργίας, σε συνδυασμό με το «άγνωστο» που διανοίγεται ως προς τις επιπτώσεις της στην συνολική πορεία του Ανθρώπου προς το μέλλον, ήρκεσε για να οδηγήσει, σταδιακώς, στην εμφάνιση των «οπαδών» και των αντίστοιχων «στρατοπέδων» της «τεχνοφοβίας» από την μια πλευρά, και της «τεχνοφιλίας» από την άλλη.
1. Το σύνδρομο της «τεχνοφοβίας» -που, μάλλον, δεν ήταν αυτό το οποίο αναδύθηκε πριν από εκείνο της «τεχνοφιλίας»- βρήκε εύφορο έδαφος σε σαφώς συντηρητικούς, ανεξαρτήτως πολιτικού προσανατολισμού και αντίστοιχης πολιτικής ταυτότητας, κύκλους της διανόησης διεθνώς. Ιδίως δε σε κύκλους διανοουμένων, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από την απέχθεια προς κάθε αξιόλογη αλλαγή και από την συνακόλουθη φοβία της, έστω και εν μέρει, άγνωστης επιρροής της μελλοντικώς επί των καθιερωμένων τρόπων σκέψης και ζωής. Τέτοιοι «τεχνοφοβικοί» κύκλοι έχουν οδηγηθεί -και συνεχίζουν «ακάθεκτοι» μέχρι σήμερα- ως και σε τερατολογικές «εσχατολογικές» θεωρήσεις, οι οποίες έχουν για προσφιλές επίκεντρο τον, κατά τις εκτιμήσεις τους και σχεδόν εκ φύσεως, «καταστροφικό» ρόλο και προορισμό της Τεχνολογίας εν γένει.
2. Κατά κάποιον τρόπο σε αντίστιξη, εμφανίσθηκαν οι οπαδοί της «τεχνοφιλίας» οι οποίοι, σχηματίζοντας τον απέναντι κύκλο των «τεχνοφιλικών», κέρδισαν γρήγορα έδαφος. Σε αυτό συνετέλεσε η ραγδαία, μέσω της Τεχνολογίας, άνοδος του επιπέδου της ζωής, κάτι στο οποίο συνέτεινε και η σταδιακή πρόσβαση σχεδόν καθενός στα νέα τεχνολογικά προϊόντα καθημερινής χρήσης, λόγω της εξίσου σταδιακής μείωσης του οικονομικού τους κόστους. Οι «τεχνοφιλικοί», έχοντας ως ένα είδος ιδεολογικού «ευαγγελίου» αναγνώσματα όπως το πασίγνωστο βιβλίο του διάσημου μελλοντολόγου Άλβιν Τόφλερ, «Το τρίτο Κύμα», βλέπουν μόνο τις θετικές πλευρές της Τεχνολογίας και της εφαρμογής της στην πράξη και στην καθημερινότητα. Νοοτροπία, μάλιστα, που συνεχώς ενισχύεται όσο η Τεχνολογία και τα προϊόντα της εξελίσσονται, προκαλώντας την «έκρηξη» ενός είδους «θαυμαστού κόσμου» για το μέλλον. Και φθάνουν ως το σημείο να θεωρούν πως, μέσω αυτής της τεχνολογικής προόδου, βρισκόμαστε ήδη στα πρόθυρα -αν όχι στον «κυρίως ναό»- ενός ριζικά «νέου πολιτισμού», ο οποίος ανατρέπει επί τα βελτίω τα στοιχεία της ζωής του Ανθρώπου, συγκεκριμένα δε μεταμορφώνει όλη την ουσία της κοινωνικής, οικονομικής, ακόμη και της πολιτικής ζωής.
Β. Μια απλουστευτική προσέγγιση της Βιομηχανικής Επανάστασης και της περιοδολόγησης της εξελικτικής της πορείας.
Αν επιχειρήσει κανείς, με προσεκτικά και επιστημονικώς στέρεα βήματα, να προσεγγίσει τις αιτίες δημιουργίας αυτής της, άκρως απλουστευτικής, «μανιχαϊστικής» κατά τ’ ανωτέρω, αντιπαλότητας μεταξύ «τεχνοφοβίας» και «τεχνοφιλίας» καθώς και μεταξύ «τεχνοφοβικών» και «τεχνοφιλικών», μάλλον πρέπει να καταλήξει στο εξής συμπέρασμα: Η καταστροφολογία, που στρέφεται εναντίον της Τεχνολογίας, βρήκε πρόσφορο έδαφος στο «μιλλεναριανιστικό» υπόστρωμα μίας έκκεντρης μορφής της ευρωπαϊκής χριστιανικής σκέψης. Εξαιτίας ακριβώς του γεγονότος ότι συνδυάζει τα στοιχεία της αποκαλυπτικής ισχύος και της ενθαδικότητας, η Τεχνολογία προβλήθηκε από κάποιους κύκλους ως μία δύναμη που θα έδινε την ιστορική ώθηση προς μιαν αρνητική αποκάλυψη, η οποία δεν θα δικαίωνε το Ανθρώπινο Ον αλλά θα το αφάνιζε. Όμως, δεν είναι μόνον ο επιδερμικός τρόπος ανάλυσης της ουσίας της Τεχνολογίας και των επιπτώσεών της στον Άνθρωπο, από συγγραφείς με ιδιαίτερο μεν ταλέντο αλλά λίαν ανεπαρκή επιστημονική υποδομή, οι οποίοι, για ευνόητους λόγους, απευθύνονται -πολύ επιτυχώς, όπως δείχνει η σταδιοδρομία τους- στο ευρύ κοινό. Εξίσου υπεύθυνοι είναι και εκείνοι οι έγκυροι επιστημονικοί κύκλοι, πολυπρισματικής μόρφωσης, οι οποίοι έσπευσαν να δώσουν, με μεγάλη ευκολία, συγκεκριμένες «ετικέτες» στην εξελικτική διαδρομή της Τεχνολογίας. Κατ’ εξοχήν δε εκείνοι οι οποίοι επινόησαν, στην βάση της προαναφερόμενης εξελικτικής διαδρομής της Τεχνολογίας, τον όρο και την έννοια της «Βιομηχανικής Επανάστασης» και κατέληξαν σε συγκεκριμένα συμπεράσματα ως προς τις φάσεις της χρονικής της μεταμόρφωσης, φθάνοντας στο σημείο να προτείνουν την, σχεδόν καθολικώς σήμερα αποδεκτή, θεωρία των τεσσάρων «Βιομηχανικών Επαναστάσεων». Όμως, η σύγχρονη πραγματικότητα μάλλον τους διαψεύδει, αν αναλογισθεί κανείς το εξής:
1. Ως κύριο γενικό χαρακτηριστικό της Βιομηχανικής Επανάστασης εμφανίζεται η «εκμηχάνιση» της παραγωγής, που είχε ως αποτέλεσμα την εργοστασιακή παραγωγή, την μεταβολή της οικονομίας σε –κατά κύριο λόγο- βιομηχανική, την συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού, την αύξηση του εργατικού δυναμικού στους τομείς της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, τον σημαντικό βαθμό αστικοποίησης του πληθυσμού, κ.λπ. Η ύπαρξη μεγάλου και φθηνού εργατικού δυναμικού ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την Βιομηχανική Επανάσταση. Πέραν της εσωτερικής μετανάστευσης από τις αγροτικές στις αστικές και βιομηχανικές περιοχές, παρατηρήθηκε και μετανάστευση ανειδίκευτων κυρίως, εν πολλοίς εποχικών, εργατών μεταξύ διαφορετικών χωρών.
2. Στην πλειοψηφία τους, οι ιστορικοί και οι πολιτικοί επιστήμονες διακρίνουν -μάλλον αυθαιρέτως, όπως θα τονισθεί στην συνέχεια- τις ακόλουθες τέσσερις φάσεις της ως άνω Βιομηχανικής Επανάστασης, ιδίως με βάση την γεωγραφία, την παραγωγή και την δημογραφική πραγματικότητα.
α) Η 1η Βιομηχανική Επανάσταση στηρίζεται στην χρησιμοποίηση της «μηχανής» -αρχικώς του νερού (υδροτροχού) και κατόπιν του ατμού (ατμομηχανής)- ώστε να «εκμηχανισθεί», γενικώς, η παραγωγή.
α1) Καλύπτει δε την περίοδο ανάμεσα στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα και το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Στο πλαίσιο της 1ης Βιομηχανικής Επανάστασης, υιοθετήθηκαν σταδιακώς τεχνολογίες που συνέβαλαν και στην ανάπτυξη της υφαντουργίας.
α2) Οι ανάγκες για άνθρακα (ως καύσιμο) και για σίδηρο, με βασικό στόχο την περαιτέρω «εκμηχάνιση» της παραγωγής, ώθησαν στην δημιουργία της βιομηχανίας σιδήρου και στην ταχεία ανάπτυξη των μεταφορών. Έτσι, κατά κύριο λόγο για την μεταφορά του άνθρακα από το ορυχείο στο λιμάνι ή στο εργοστάσιο, αναπτύχθηκε ο σιδηρόδρομος. Η Βιομηχανική Επανάσταση, στην πρώτη της αυτή φάση, εκδηλώθηκε, σχεδόν αποκλειστικώς, στην Αγγλία. Την ίδια εποχή, στην ηπειρωτική Ευρώπη συναντά κανείς μόνο νησίδες εκβιομηχάνισης σε ορισμένες χώρες.
β) Η 2η Βιομηχανική Επανάσταση βασίζεται στην εντονότερη χρησιμοποίηση της «μηχανής», μέσω της χρήσης του ηλεκτρισμού πλέον, πράγμα που συνιστά την κύρια ειδοποιό διαφορά σε σχέση με την 1η Βιομηχανική Επανάσταση. Η χρήση του ηλεκτρισμού αποσκοπούσε στο να μεγεθυνθεί και, ει δυνατόν, να μεγιστοποιηθεί η παραγωγή. Πρόκειται για την περίοδο, κατά την οποία εγκαθιδρύεται και εδραιώνεται ο «βιομηχανικός καπιταλισμός».
β1) Η 2η Βιομηχανική Επανάσταση λαμβάνει χώρα κυρίως εντός της περιόδου 1850-1880, η οποία μπορεί να επεκταθεί ως το 1914, οριοθετώντας τον «μακρύ» 19ο αιώνα. Κατά την διάρκειά της, ο «βιομηχανικός καπιταλισμός», που είναι το αποτέλεσμά της, κυριαρχεί στην παγκόσμια οικονομία μέχρι, περίπου, τα μέσα της δεκαετίας του ’70.
β2) Κατά την 2η Βιομηχανική Επανάσταση, η βιομηχανία εκτείνεται πολύ πέραν της υφαντουργίας, δεδομένου ότι παρατηρείται στροφή της παραγωγής στα κεφαλαιουχικά αγαθά -τα οποία, μετά το 1850, ξεπέρασαν την παραγωγή των καταναλωτικών αγαθών- κυρίως δε στον άνθρακα και στον χάλυβα, που απαιτούνταν ιδίως για την ανάπτυξη των σιδηροδρόμων.
β3) Η περίοδος αυτή συνδέεται -στις δυτικές, τουλάχιστον, χώρες-με την δημογραφική ανάπτυξη, με την περαιτέρω αστικοποίηση και με την μεγάλη ανάπτυξη μεταφορών και αγορών. Συγκεκριμένα, η ταχεία και διευρυμένη επέκταση των σιδηροδρομικών δικτύων, το ατμόπλοιο, ο τηλέγραφος και οι άλλες τεχνολογικές πρόοδοι στις συγκοινωνίες και στις επικοινωνίες, σε συνδυασμό με την χαλάρωση των προστατευτικών μέτρων -ιδίως των δασμών- από διάφορες χώρες, έδωσαν στην καπιταλιστική οικονομία την δυνατότητα ν’ αναπτυχθεί εντυπωσιακά, καλύπτοντας έτσι ευρύ γεωγραφικό χώρο.
β4) Μια από τις θεωρίες, που μοιάζει να φωτίζει πληρέστερα την μετάβαση από την 1η στην 2η Βιομηχανική Επανάσταση και τις ιδιομορφίες της, είναι η «Ενοποιημένη Θεωρία Ανάπτυξης» του Oded Galor και οι εφαρμογές της, από τον ίδιο τον δημιουργό της, στην ερμηνεία των βιομηχανικών επαναστάσεων. Κατά την ερμηνεία αυτή, η οποία διέπεται από την επιδίωξη ανάδειξης των μικρο-θεμελίων που αντικατοπτρίζουν τις ποιοτικές παραμέτρους της αναπτυξιακής διαδικασίας, η έξοδος από το Μαλθουσιανό τέλμα, όπως το αποκαλεί, που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας και κατά το οποίο η αύξηση της παραγωγικότητας εξισορροπείτο από την αύξηση του πληθυσμού, οφείλεται στον αυξημένο ρόλο της ποιότητας του ανθρώπινου κεφαλαίου κατά την 2η Βιομηχανική Επανάσταση, οδηγώντας σε μία κατάσταση, στην οποία η αύξηση της παραγωγικότητας δεν αναλωνόταν για τις ανάγκες της πληθυσμιακής ανάπτυξης. Αυτό επέφερε την μείωση των δεικτών γονιμότητας, μετά την αρχική πληθυσμιακή έκρηξη την οποία έφερε η 1η Βιομηχανική Επανάσταση, που έδωσε στις εθνικές οικονομίες την δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν ένα μεγαλύτερο μέρος της ποσοτικής αύξησης και της τεχνολογικής προόδου για την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος και την επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό. Ταυτοχρόνως, σύμφωνα πάντα με τον Oded Galor, η ζήτηση για ανθρώπινο κεφάλαιο, την οποία προκάλεσε η Τεχνολογία, δημιούργησε θεσμούς προαγωγής του ανθρώπινου κεφαλαίου που, με την σειρά τους, καθόρισαν την δημογραφική μετάβαση, όπως και την μετάβαση από την στασιμότητα στην ανάπτυξη. Η θεωρία του Oded Galor έχει ιδιαίτερη σημασία όχι μόνο διότι διαφοροποιεί ποιοτικά την 2η από την 1η Βιομηχανική Επανάσταση και αναδεικνύει την σημασία της επένδυσης στις ατομικές ικανότητες και δεξιότητες, αλλά και για τον ολιστικό τρόπο, με τον οποίο καταγράφει και ερμηνεύει την περίπλοκη διασύνδεση των ποσοτικών και ποιοτικών παραμέτρων της οικονομικής ανάπτυξης, κάτι το οποίο μάλλον θα πρέπει ν’ αποκτήσει μία ακόμη πιο κεντρική θέση στον δημόσιο διάλογο επί του θέματος.
β5) Στην ανάλυση που προηγήθηκε πρέπει να προστεθούν και τα εξής, προκειμένου να επιχειρηθεί μια μορφή μετάβασης από την θεωρία στην πράξη: Όπως έχει προσφυώς επισημανθεί, αρχικά «οι εφευρέσεις της εποχής συνετέλεσαν στην ανάδειξη του Ηνωμένου Βασιλείου σε κυρίαρχη οικονομική και πολιτική δύναμη, ενώ στις ΗΠΑ η 2η Βιομηχανική Επανάσταση συνέτεινε στην επέκταση του νεαρού έθνους προς τα δυτικά και δημιούργησε τεράστιες περιουσίες μέσω της διεύρυνσης της χρήσης των σιδηροδρόμων και του φθηνότερου χάλυβα. Ήταν η εποχή που ικανοί εφευρέτες αναδείχθηκαν σε επιτυχημένους επιχειρηματίες, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τους Thomas Edison και Henry Ford». Όμως, η 2η Βιομηχανική Επανάσταση εξαπλώθηκε σταδιακώς σε όλη την Δυτική Ευρώπη, με αποτέλεσμα η Γερμανία, από κοινού με τις ΗΠΑ, να εκτοπίσουν την Μεγάλη Βρετανία από την πρώτη θέση στην παγκόσμια κατανομή της παραγωγής. Η αποκαλούμενη «επανάσταση της μηχανικής» ανέδειξε, τελικώς, τις ΗΠΑ και την Γερμανία ως τα νέα παγκόσμια παραγωγικά κέντρα.
β6) Θα μπορούσε να λεχθεί ότι ολόκληρη η 2η Βιομηχανική Επανάσταση χαρακτηρίζεται από έναν «αγώνα δρόμου» μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και των μεγάλων ηπειρωτικών Ευρωπαϊκών Κρατών για την διαρκή βελτίωση της εκπαίδευσης, ιδίως δε της τεχνικής εκπαίδευσης, του ανθρώπινου δυναμικού. Μέσα από την αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης, Ευρωπαϊκά Κράτη όπως η Γαλλία και η Πρωσία επιδίωξαν να κλείσουν την βιομηχανική «ψαλίδα» με την Μεγάλη Βρετανία. Πρόκειται για τομέα, στον οποίο η πρώην κυρίαρχος Μεγάλη Βρετανία, σύμφωνα πάντα με τα πορίσματα των Κοινοβουλευτικών και Βασιλικών Επιτροπών που κατά καιρούς αναλάμβαναν να διατυπώσουν προτάσεις επί του ζητήματος, υστερούσε αισθητά. Σημείο καμπής αποτέλεσε η Έκθεση των Παρισίων του 1867. Η αποτυχία της Μεγάλης Βρετανίας να υπερισχύσει σε περισσότερες από 10, επί συνόλου 90, κλάσεων βιομηχανικής παραγωγής, αποτέλεσε τον ουσιαστικό λόγο σύγκλησης της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για την Επιστημονική Εκπαίδευση. Ένας από τους κριτές της Έκθεσης των Παρισίων, ο Βαρώνος Lyon Playfair, Υπουργός επί των Επιστημών, Πρόεδρος της Εταιρίας Χημείας και Κριτής και Επίτροπος στην Έκθεση των Παρισίων, σε διάλεξή του στο Φιλοσοφικό Ίδρυμα του Εδιμβούργου επισήμανε το γεγονός ότι, παρά την ευχέρεια των Βρετανών στις πρακτικές δεξιότητες, η βιομηχανική κυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας βρισκόταν σε κίνδυνο εξαιτίας της έλλειψης γνώσης. Επιπλέον, σε εμπιστευτική επιστολή του στον Λόρδο Τώντον, διαπίστωνε ότι το Βέλγιο, η Πρωσία, η Γαλλία, η Ελβετία και η Αυστρία έχουν καλά συστήματα βιομηχανικής εκπαίδευσης, ενώ στην Μεγάλη Βρετανία η βιομηχανική εκπαίδευση απουσιάζει εντελώς. Τα πορίσματα της Βασιλικής Επιτροπής για την Τεχνική Εκπαίδευση του 1882, δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην απουσία ικανοποιητικής εκπαίδευσης τόσο για τα στελέχη όσο και για τους εργαζομένους στην βιομηχανία. Η Μεγάλη Βρετανία απάντησε στην ηπειρωτική πρόκληση, ούτως ειπείν, με συνεχείς βελτιώσεις στο εκπαιδευτικό της σύστημα. Οι εξελίξεις αυτές αποτυπώνουν γλαφυρά την αυξανόμενη σημασία της διαμόρφωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου κατά την 2η Βιομηχανική Επανάσταση, στοιχείο άλλωστε το οποίο, και λόγω της έκτασής του, διαφοροποιεί την 2η από την 1η Βιομηχανική Επανάσταση. Ταυτοχρόνως, παρέχουν και προειδοποιήσεις σε όσους υποτιμούν τον έμπρακτο ρόλο της εκπαίδευσης -και δή της Αριστείας- στον ιστορικό βίο των Εθνών. Η Αριστεία, φυσικά, ουδαμώς περιορίζεται στην τεχνική κατάρτιση, αλλά αναμφίβολα την εμπεριέχει.
β7) Κατά την διάρκεια της 2ης Βιομηχανικής Επανάστασης, παρατηρείται και τεράστια αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων έντασης κεφαλαίου (capital intensive). Την εντυπωσιακότερη αλλαγή στην οργάνωση του τρόπου της παραγωγής επέφερε, όμως, η ανακάλυψη της «γραμμής παραγωγής» αρχικώς από τον Ford, η οποία, επιπροσθέτως, έκανε προσιτό το αυτοκίνητο στα ευρύτερα αστικά στρώματα. Επίσης, στην ύστερη φάση αυτής της ιστορικής περιόδου, διαχωρίζεται η ιδιοκτησία από την διοίκηση (management) της επιχείρησης. Την διοίκηση ασκούν πλέον εξειδικευμένα στελέχη, όχι κατ’ ανάγκην και αποκλειστικώς οι επιμέρους κεφαλαιούχοι. Τις ευρύτερες ιδεολογικές και κοινωνικές συνέπειες αυτής της αλλαγής για την Ρωσία, την Γερμανία και τις ΗΠΑ, περιγράφει ο James Burnham στο βιβλίο του, που εκδόθηκε στις ΗΠΑ το 1941, με τίτλο “The Managerial Revolution” -στα ελληνικά αποδόθηκε ως «Η επανάσταση των διευθυντών»- το οποίο προκάλεσε πλήθος συζητήσεων και αντιγνωμιών.
γ. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και ύστερα, βρίσκεται σ’ εξέλιξη η λεγόμενη 3η Βιομηχανική Επανάσταση, που χαρακτηρίζεται από την αυξανόμενη και ολοένα διευρυνόμενη εφαρμογή της τεχνολογίας της Πληροφορικής στις πλέον αναπτυγμένες βιομηχανικά κοινωνίες αλλά και στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Με τον όρο αυτό νοείται, όπως σημειώνουν στην προμνημονευόμενη μελέτη τους οι Κώστας Φωτάκης και Αλέξανδρος Σελίμης, «η συνδυασμένη χρήση υπολογιστών, λογισμικού και επικοινωνιών, καθώς και η αυξανόμενη χρήση της ηλεκτρονικής τόσο στη βιομηχανία όσο και στο εμπόριο (π.χ. ATMs, πιστωτικές κάρτες)».
γ1) Η διείσδυση των υπολογιστών στην βιομηχανία και στο εμπόριο ενισχύθηκε με την μείωση του κόστους κατασκευής και την ταυτόχρονη βελτίωση των επιδόσεών τους, ενώ κατά την δεκαετία του ’80 εμφανίσθηκαν και οι πρώτοι προσωπικοί υπολογιστές με χαμηλό κόστος, προσιτό και σε ιδιώτες. Ο υπολογιστής έγινε, έτσι, απαραίτητο εργαλείο δουλειάς αλλά και «παράθυρο» στον ανοικτό ωκεανό της γνώσης -υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι μπορεί κανείς να διακρίνει την γνώση από την πληροφορία- όπως και μέσο ψυχαγωγίας.
γ2) Ο δεύτερος πυλώνας της λεγόμενης 3ης Βιομηχανικής Επανάστασης είναι η ανάπτυξη των τεχνολογιών της επικοινωνίας, με την δραστική μείωση του κόστους μεταφοράς δεδομένων και την διεύρυνση των δυνατοτήτων διάδοσης της πληροφορίας ανά την Υφήλιο. Η μετατόπιση από την ηλεκτρομηχανική στην ψηφιακή τεχνολογία, αύξησε την χωρητικότητα και την ταχύτητα μετάδοσης των επικοινωνιακών δικτύων, ενώ ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται η μετάβαση από τα χάλκινα καλώδια στην τεχνολογία των οπτικών ινών.
γ3) Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της λεγόμενης 3ης Βιομηχανικής Επανάστασης είναι το ότι αφορά και σε χώρες εκτός του δυτικού κόσμου. Ενδεικτικά, η Νότια Κορέα και η Ινδία αναδείχθηκαν, κατ’ αυτή την περίοδο, σε σημαντικούς παραγωγούς προϊόντων της μικροηλεκτρονικής αλλά και των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων, ενώ και η Κίνα εγκαινίασε, με αποφασιστικότητα, την δική της διείσδυση στην σχετική παγκόσμια αγορά, που θα γινόταν, όμως, πιο αισθητή στις μέρες μας, δηλαδή κατά την λεγόμενη 4η Βιομηχανική Επανάσταση.
γ4) Η διαπίστωση του Καθηγητή των Μακροοικονομικών Robert Gordon, στο βιβλίο του «Η Άνοδος και η Πτώση της Αμερικανικής Παραγωγικότητας», ότι η 3η Βιομηχανική Επανάσταση είναι υποδεέστερης σημασίας από την 2η, με κριτήρια τους βραδύτερους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας από το 1970 και έπειτα αλλά και την διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον. Αν και δεν μπορεί κανείς να συμφωνήσει πλήρως με αυτό το συμπέρασμα, και ιδίως με την αποτίμηση της σημασίας της 3ης Βιομηχανικής Επανάστασης με αποκλειστικό κριτήριο τους βραδύτερους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ως άνω διαπίστωση επισημαίνει μια -σχετική πάντα- μετατόπιση ή και επέκταση των επιπτώσεων των εξελίξεων της 3ης Βιομηχανικής Επανάστασης από τις άμεσα μετρήσιμες παραμέτρους της παραγωγικότητας στις περιοχές των κοινωνικών σχέσεων και της εν γένει διαχείρισης του ανθρώπινου βίου.
γ5) Τέλος, δεν θα πρέπει να υποτιμώνται οι ευρύτερες, δηλαδή οι πέραν του χώρου της οικονομίας, συνέπειες της λεγόμενης 3ης Βιομηχανικής Επανάστασης στην κοινωνία. Έτσι, από την μια πλευρά, μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι η ανάπτυξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης «υποβάθμισαν» τους παραδοσιακούς –και πολύ πιο «ανθρώπινους»- κανόνες κοινωνικοποίησης, ενισχύοντας εν πολλοίς τον ατομικισμό. Όμως, από την άλλη πλευρά, το Διαδίκτυο έκανε ευκολότερη την διάδοση όχι μόνον επιστημονικών γνώσεων αλλά και πολιτικών σκέψεων και ιδεών, διευρύνοντας έτσι το πεδίο της Δημοκρατίας. Η «πολυφωνία» αυτή μπορεί να ευνοήσει ή και να πλήξει την ευρωστία της Δημοκρατίας, πάντως είναι conditio sine qua non για την ύπαρξή της, διότι η Δημοκρατία είναι εξ ορισμού «πολυφωνική». Επιπλέον, το Διαδίκτυο επιτρέπει την ανάδυση νέων μορφών δημόσιου χώρου, όπου η διαδραστικότητα μεταξύ των χρηστών διαμορφώνει και εγκαθιδρύει σχέσεις με διαφορετικές ποιότητες και λειτουργίες. Ένα μορφικό ανάλογο αυτής της εξέλιξης στην ιστορία της ανθρώπινης δημιουργικότητας θα μπορούσε να θεωρηθεί, με κάποια δόση ποιητικής αδείας, το πέρασμα από την μονοφωνική στην πολυφωνική μουσική κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και την πρώιμη Αναγέννηση και, εντεύθεν, στην μεγάλη πολυχορική μουσική παράδοση της Βενετίας κατά την ώριμη περίοδο της Αναγέννησης.
δ) Η λεγόμενη 4η Βιομηχανική Επανάσταση, η οποία αρχίζει, μάλλον, γύρω στο 2010 και βρίσκεται σ’ εξέλιξη, στηρίζεται κυρίως στην περαιτέρω ανάπτυξη των επιστημών της Πληροφορικής αλλά και της Τεχνητής Νοημοσύνης, και αποβλέπει στην, μέσω των τεχνολογικών εφαρμογών των ανωτέρω επιστημών, όσο το δυνατόν μεγαλύτερη υπέρβαση του ανθρώπινου παράγοντα στην διαμόρφωση της παραγωγής.
δ1) Δεν αφορά, όμως, μόνο τις «έξυπνες», διασυνδεδεμένες μηχανές. Και τούτο διότι κατά την περίοδο της λεγόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης σημειώνονται εκπληκτικές εξελίξεις και σε άλλους επιστημονικούς κλάδους, όπως η νανοτεχνολογία, η φωτονική, τα προηγμένα υλικά και η βιοτεχνολογία. Οι εξελίξεις αυτές οδηγούν σε νέες, «επαναστατικές», προσεγγίσεις εντός ποικίλων επιστημονικών πεδίων, όπως είναι η γονιδιωματική ανάλυση και τα φάρμακα για εξατομικευμένη περίθαλψη, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς και οι κβαντικοί υπολογιστές, για τους οποίους γίνεται μια κάπως πιο συγκεκριμένη αναφορά στο δεύτερο μέρος αυτής της ανάλυσης.
δ2) Είναι προφανές από τα προλεχθέντα, ότι η σύμπτυξη όλων αυτών των τεχνολογιών και η εντυπωσιακή διασύνδεση διαφόρων επιμέρους τομέων τους, σχετίζεται με -αλλά και προϋποθέτει- νέες μεθοδολογικές προσεγγίσεις στην έρευνα, βασική και εφαρμοσμένη, στις επιστήμες της φυσικής, της βιολογίας και των αποκαλουμένων επιστημών της πληροφορίας. Η μελέτη της αποκαλούμενης «πολυπλοκότητας» (complexity) των φυσικών, βιολογικών αλλά των σύγχρονων πολιτικών και οικονομικών φαινομένων, απαιτεί αλλά και ευνοεί την διεπιστημονικότητα. Το περίφημο αμερικανικό “Santa Fe Institute”, για την μελέτη της πολυπλοκότητας του Κόσμου, φυσικού και κοινωνικού, όπως και το προορατικό βιβλίο του Νομπελίστα φυσικού, Murray Gell-Mann, “The Quark and the Jaguar: Adventures in the Simple and the Complex”, συμβολίζουν, σε μεγάλο βαθμό, την πορεία της επιστημονικής έρευνας στην εποχή της ως άνω λεγόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης.
δ3) Όπως έχουν υποστηρίξει οι Καθηγητές του ΜΙΤ, Eric Brynjolfsson και Andrew McAfee, στο βιβλίο τους, “The Second Machine Age” -τίτλος που στην ελληνική έκδοση αποδόθηκε ως «Η θαυμαστή εποχή της νέας τεχνολογίας»- η λεγόμενη 4η Βιομηχανική Επανάσταση έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά: Είναι εκθετική, ψηφιακή και συνδυαστική. Συγκεκριμένα:
H εκθετική πρόοδος αποδεικνύεται από την εκπληκτική βελτίωση της υπολογιστικής ισχύος των μηχανών, αφού φαίνεται να επιβεβαιώνεται ο νόμος του Moore, που προβλέπει τον διπλασιασμό της, χονδρικά, ανά δεκαοκτάμηνο.
Παρατηρείται σταδιακή ψηφιοποίηση του μεγαλύτερου αριθμού των διαθέσιμων δεδομένων, γεγονός που οδηγεί στην μείωση του κόστους τους.
Tέλος, είναι καταφανής η συνεχώς αυξανόμενη και ποιοτικά βελτιούμενη συνδυαστική ικανότητα των τεχνολογικών καινοτομιών. Π.χ., στον τομέα των καθημερινών τραπεζικών συναλλαγών παρατηρούμε τ’ αποτελέσματα της διευρυνόμενης εφαρμογής της ολοένα και μεγαλύτερης διασύνδεσης των ψηφιακών μηχανών, ήτοι της αποκαλούμενης «Machine-to-Machine» τεχνολογίας.
δ4) Το υπό διαμόρφωση τοπίο εισάγει, αναπόφευκτα, νέες προσεγγίσεις στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και στους μηχανισμούς καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η λεγόμενη 4η Βιομηχανική Επανάσταση, όπως θα εκτεθεί κάπως πιο αναλυτικά στην συνέχεια, μπορεί να οδηγήσει σ’ ένταση την σχέση κεφαλαίου-εργασίας, λόγω της ανεργίας που θα δημιουργεί η ραγδαία ανάπτυξη των τεχνολογιών της πληροφορίας, η οποία ενδέχεται να καταστήσει περιττές πολλές θέσεις εργασίας. Η ομαλή πορεία του Κοινοβουλευτισμού και το μέλλον της Δημοκρατίας, σ’ εθνικό αλλά και υπερεθνικό επίπεδο -π.χ. στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης- θα κριθούν, σε μεγάλο βαθμό, από τον τρόπο που θ’ απαντήσουμε στο πώς βλέπουμε την παραγωγή και την διάδοση της γνώσης, τους σκοπούς και τα μέσα της εκπαίδευσης, την σχέση Επιστήμης, Κοινωνίας και Πολιτισμού, στην εποχή της λεγόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης.
Γ. Μια διαφορετική προσέγγιση των εννοιών της Βιομηχανικής Επανάστασης και της Τεχνολογικής Επανάστασης.
Και μόνον η σύντομη ανάλυση που προηγήθηκε, ως προς την ουσία της «Βιομηχανικής Επανάστασης» και των φάσεων εξέλιξής της, αρκεί για να καταδείξει ότι λόγοι στοιχειώδους επιστημονικής συνέπειας επιβάλλουν την αναθεώρηση της γενικώς παραδεδεγμένης διαίρεσης της Βιομηχανικής Επανάστασης σε τέσσερις περιόδους.
1. Ειδικότερα δε είναι, πιστεύω, ορθότερο να κάνουμε λόγο για δύο, ευρύτερες, περιόδους στην ιστορία της λεγόμενης Βιομηχανικής Επανάστασης.
α) Εξ αυτών, η πρώτη περιλαμβάνει την 1η και την 2η Βιομηχανική Επανάσταση, δηλαδή δύο φάσεις στην εξέλιξη της παραγωγής. Ενώ η δεύτερη περίοδος περικλείει την 3η και την 4η «Βιομηχανική Επανάσταση», δοθέντος ότι αυτή η μορφή «Βιομηχανικής Επανάστασης», ήτοι η μορφή της δεύτερης περιόδου «Βιομηχανικής Επανάστασης», εμφανίζει πολύ διαφορετικά ειδοποιά χαρακτηριστικά, σε σχέση με την πρώτη.
β) Και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε αν θέλουμε ν’ ακριβολογήσουμε ακόμη περισσότερο -αποτυπώνοντας έτσι, πλήρως, την σύγχρονη επιστημονική και τεχνολογική πραγματικότητα- η μεν πρώτη περίοδος, με βάση την σχέση μεταξύ Τεχνολογίας και ανθρώπινης δραστηριότητας, ορθώς αποδίδεται με τον όρο «Βιομηχανική Επανάσταση», εντός της οποίας διακρίνονται οι δύο προμνημονευόμενες φάσεις, ήτοι η 1η και η 2η Βιομηχανική Επανάσταση.
2. Κάπως έτσι, η κατά τ’ ανωτέρω δεύτερη περίοδος -και πάλι με βάση την σύγχρονη σχέση μεταξύ Τεχνολογίας και ανθρώπινης δραστηριότητας- πρέπει, ορθότερα, ν’ αποδοθεί με τον όρο περίοδος «Τεχνολογικής Επανάστασης». Τούτο εξηγείται ευχερώς από τ’ ακόλουθα:
α) Η 1η και η 2η Βιομηχανική Επανάσταση έχουν κοινό σημείο τον πλήρη έλεγχο της Τεχνολογίας -συγκεκριμένα δε της «μηχανής»- από τον Άνθρωπο, προκειμένου:
α1) Αρχικώς να βελτιώσει- μέσω της «εκμηχάνισης»- τις συνθήκες παραγωγής.
α2) Και, ύστερα, να τονώσει δραστικά -μέσω της «μεγιστοποίησης»- την παραγωγή.
β) Η «εισβολή» της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, επομένως της, lato sensu, «Πληροφορικής», σηματοδοτεί μιαν άλλης φύσης «Βιομηχανική Επανάσταση». Και τούτο διότι:
β1) Η έννοια της «πληροφορίας» και το περιεχόμενό της είναι τόσο κεντρική στην λεγόμενη 3η και την 4η Βιομηχανική Επανάσταση, όσο η έννοια της «μηχανής» στην 1η και την 2η Βιομηχανική Επανάσταση. Θα μπορούσαμε, μάλιστα, να κάνουμε λόγο και για lato sensu «Πληροφορική Επανάσταση», σε αντίστιξη προς την «Βιομηχανική», η οποία έτσι θα περιοριζόταν, κατ’ ακρίβεια, μόνο στις δύο πρώτες περιόδους της.
β2) Υπό τα ως άνω δεδομένα, κατά την διάρκεια της λεγόμενης 3ης και της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης περνάμε σε μιαν εντελώς νέα πραγματικότητα: Από τον πλήρη έλεγχο της Τεχνολογίας -της «μηχανής»- εκ μέρους του Ανθρώπου, στην δυνατότητα χρησιμοποίησης της Τεχνολογίας προκειμένου να υποκαταστήσει -φυσικά εν μέρει- τον Άνθρωπο στο πεδίο της όλης δημιουργίας του. Με άλλες λέξεις της, lato μάλιστα sensu, οικονομικής και κοινωνικής δημιουργίας.
β3) Επιπλέον, το φαινόμενο αυτό εντείνεται κατά την περίοδο της λεγόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, όπου η «σύζευξη» Πληροφορικής και Τεχνητής Νοημοσύνης αυξάνει γεωμετρικώς την προαναφερόμενη δυνατότητα μερικής υποκατάστασης του Ανθρώπου, με άγνωστα ακόμη όρια. Συνεπώς, και με περιορισμένη πάντα ακρίβεια όπως εκτίθεται κατωτέρω, βρισκόμαστε στην 1η φάση της λεγόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, η οποία, όπως θα διευκρινισθεί στην συνέχεια, θα μπορούσε πιο δόκιμα να θεωρηθεί ως η 1η περίοδος της 2ης Τεχνολογικής Επανάστασης, όπου η «ξυνωρίς» Πληροφορικής και Τεχνητής Νοημοσύνης μας οδηγεί σ’ ένα οιονεί «παράλληλο διάστημα» ανθρώπινης δημιουργίας. Όπου ο Άνθρωπος καλείται όχι μόνο να χρησιμοποιήσει την Τεχνολογία, αλλά και να την τιθασεύσει, προκειμένου αυτή να μην αυτονομηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να οδηγήσει σ’ ένα εξαιρετικά αβέβαιο και ανασφαλές μέλλον γι’ αυτόν. Ένα μέλλον που δεν θ’ απέκλειε και την εν τέλει καταστροφή του.
Δ. Κάποια χρήσιμα συμπεράσματα και διδάγματα.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο θεώρησης της Τεχνολογίας -ακριβέστερα δε της ουσίας της και της εξέλιξής της- εύκολα αναδεικνύονται και οι επιπτώσεις της στην όλη ψυχολογία του Ανθρώπου, καθώς ακολουθεί τον «σισσύφειο» ανήφορο της δημιουργίας του.
1.Πραγματικά, όσο τα τεχνολογικά επιτεύγματα αυτού του είδους αναπτύσσουν τις πρωτεϊκές τους μεταβολές και τις αντίστοιχες οβιδιακές τους μεταμορφώσεις, το μέλλον του Ανθρώπου και της δημιουργίας του αφήνει πίσω του τις μνήμες της σιγουριάς, την οποία ανέδιδε η περίοδος της γνήσιας «Βιομηχανικής Επανάστασης». Και μεσούσης, σχεδόν, της περιόδου της «Τεχνολογικής Επανάστασης», τουλάχιστον με τα τωρινά δεδομένα της, το σκάφος της ανθρώπινης δημιουργίας ανοίγεται σ’ έναν ωκεανό, με «νερά» αχαρτογράφητα και «καιρούς» εν πολλοίς μη προβλέψιμους.
2. Δεν φαίνεται, λοιπόν, ν’ απέχει πολύ από την πραγματικότητα το συμπέρασμα, σύμφωνα με το οποίο έχουμε, περίπου εδώ και μισό αιώνα πια, αφήσει πίσω μας την εποχή της «σποράς των βεβαιοτήτων» της «Βιομηχανικής Περιόδου», έχοντας εισέλθει, για τα καλά, στην εποχή του «θερισμού των αμφιβολιών», αναφορικά με το πού θα κατευθυνθούν τα βήματα της δημιουργίας μας για ν’ αποφύγουμε το «ναυάγιο». Δεν θα ήταν, κατά τούτο, αυθαίρετο, αναλογιζόμενοι τις διαφορετικές -οπωσδήποτε όμως συγκλίνουσες ως προς την ουσία τους- αβεβαιότητες των καιρών μας, να προστεθεί σε αυτές και η προαναφερόμενη αβεβαιότητα, η «τεχνολογική αβεβαιότητα».
3. Επιπλέον, μια τέτοια θεώρηση δεν απομακρύνεται και από τις ευρύτερες, επιστημονικές, αναζητήσεις και τ’ αντιστοίχως προκύπτοντα συναισθήματα ως προς το πόσο αβέβαιος είναι γενικότερα ο Κόσμος μας, και πιο συγκεκριμένα ο Πλανήτης μας και το μέλλον του, όταν τον τοποθετούμε -όπως, άλλωστε, είναι το ορθό- εκεί που ανήκει, ήτοι στο αχανές Σύμπαν.
α) Υπ’ αυτό το πρίσμα, είναι ανάγκη να έχουμε κατά νου την αβεβαιότητα, η οποία χαρακτηρίζει την όλη πορεία του Σύμπαντος -άρα και του Πλανήτη μας- κατά την αέναη «διαδρομή» της εξελικτικής δημιουργίας του, από την στιγμή της, κατ’ επιστημονική υπόθεση φυσικά, γέννησής του. Και προς αυτή την κατεύθυνση, είναι χρήσιμη η συνειδητοποίηση του ότι έχουμε αφήσει πίσω μας ιδίως τις βεβαιότητες της νευτώνειας επιστημονικής κοσμοθεωρίας. Με άλλες λέξεις ισχύει στο ακέραιο, αυτό που επισημάνθηκε αμέσως προηγουμένως: Σήμερα ο Κόσμος μας ταξιδεύει σ’ έναν «ωκεανό» αβεβαιότητας, και μάλιστα «αχαρτογράφητης» κατά το μεγαλύτερο μέρος του.
β) Αυτή την, κατά κάποιο τρόπο «φυσική», αβεβαιότητα του Κόσμου που μας περιβάλλει, και η οποία, αυτονοήτως, ασκεί ευθεία επιρροή στον ανθρώπινο ψυχισμό, έχει περιγράψει, ίσως με τον πιο κατανοητό τρόπο και δίχως επιστημονικές «εκπτώσεις», ο κάτοχος του Nobel Χημείας Ilya Prigogine, ιδίως στο έργο του με τον εύγλωττο τίτλο «La fin des certitudes» -«Το τέλος των βεβαιοτήτων»- το 1996. Κατά τον Prigogine, ο Κόσμος μας είναι, από τις καταβολές του, εν διαρκεί εξελίξει και εξίσου εν διαρκεί «κατασκευή». Τούτο οφείλεται στο ότι το Σύμπαν είναι ένα αχανές θερμοδυναμικό σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου τίποτα δεν παραμένει σταθερό. Πιο συγκεκριμένα, το σύστημα αυτό διακρίνεται για την εγγενή αστάθειά του και τις εντεύθεν διασπάσεις του. Υπ’ αυτή την έννοια, ουδεμία πτυχή του μέλλοντος του Σύμπαντος -άρα του μέλλοντος του Κόσμου μας- είναι δεδομένη. Κάπως έτσι ζούμε, κατά τον Prigogine -και παρά τις έντονες αμφισβητήσεις ορισμένων θέσεών του κατά τούτο- «το τέλος των βεβαιοτήτων». Είναι, άραγε, μια τέτοια, επιστημονικώς τεκμηριωμένη, παραδοχή ένα είδος «ήττας» του Ανθρώπου και του Πνεύματός του; Κατά τον Prigogine όχι, όσο το Πνεύμα αυτό έχει την δύναμη και τα εφόδια, ακόμη και μέσω της επιλάθευσης και των πιθανοτήτων, να ερευνά το μέλλον και, κατά συνέπεια, την πορεία του Σύμπαντος- και, επέκεινα, του Κόσμου μας- όχι για να κατακτήσει την επ’ αυτού βεβαιότητα αλλά για να περιορίσει, κατά το δυνατόν, τα όρια της αβεβαιότητας. Μια τέτοια στάση συμβαδίζει, άλλωστε, με την κοινώς παραδεδεγμένη αντίληψη ότι η ανθρώπινη δημιουργία είναι, ως θεμελιώδες μέγεθος, per se οριακή.
4. Σύμφωνα, λοιπόν, και με αυτά τα δεδομένα, ένας καλός και, όσο βεβαίως τούτο είναι ανθρωπίνως εφικτό, ευοίωνος τρόπος όχι για να ξαναβρούμε τις παλιές βεβαιότητες -κάτι τέτοιο είναι, σίγουρα, μάταιο, όπως προεκτέθηκε- αλλά για να ελαχιστοποιήσουμε, κατά το δυνατόν, τις αμφιβολίες του πεπρωμένου μας, θα ήταν ν’ ανεβούμε, υπομονετικά και υπεύθυνα, ως την κορυφή του «Έβερεστ» της Τεχνολογίας, προκειμένου να δούμε από εκεί και τις δύο όψεις της: Την αισιόδοξη, καθ’ ότι ευεργετική για τον Άνθρωπο και την απαισιόδοξη, καθ’ ότι δυνητικώς καταστροφική γι’ αυτόν. Κάπως έτσι θα μπορέσουμε ν’ αποφύγουμε τις «κακοτοπιές» της αλόγιστης χρήσης της Τεχνολογίας, παίρνοντας από αυτήν μόνον ό,τι θετικό αναλογεί στον δημιουργό από την «δημιουργία» του και κόβοντας, με την «σπάθη» του, τον «γόρδιο δεσμό» του συμπλέγματος «τεχνοφοβίας» και «τεχνοφιλίας». Πάνω σ’ αυτήν, ακριβώς, την λογική κινούνται οι σκέψεις που ακολουθούν.
II. Εξερευνώντας τον κόσμο της Τεχνολογίας και τα χαρακτηριστικά της Τεχνολογικής Επανάστασης.
Ακολουθώντας το «μονοπάτι» των σκέψεων που προηγήθηκαν, επιβάλλεται να ξεκινήσει κανείς την -κατά το δυνατόν βεβαίως- αντικειμενική εξερεύνηση του κόσμου της Τεχνολογίας, και των χαρακτηριστικών της Τεχνολογικής Επανάστασης που βιώνουμε, με την πρώτη φράση του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου: «Εν αρχή ήν ο Λόγος». Με την έννοια ότι μόνο μια αρκούντως ορθολογική -δηλαδή αρκούντως επιστημονικώς τεκμηριωμένη, με βάση τα επιστημονικά «εργαλεία», τα οποία διαθέτουμε- προσέγγιση των τεχνολογικών δεδομένων, που έχει δημιουργήσει ο Άνθρωπος και τα οποία τον συνοδεύουν στον δρόμο της σύγχρονης δημιουργίας του, μπορούν να μας οδηγήσουν σε μιάν αρκούντως ακριβή αποτίμηση της ουσίας της Τεχνολογίας, ως «βοηθού εκπληρώσεως» του δημιουργού της, καθώς και στην, κατά το δυνατόν πάντοτε, ακριβή ανίχνευση των χαρακτηριστικών της εποχής της Τεχνολογικής Επανάστασης. Τούτο σημαίνει πως ένα τέτοιο εγχείρημα προϋποθέτει ότι δεν είναι συμβατό με προσεγγίσεις συναισθηματικού περιεχομένου, δηλαδή προσεγγίσεις όπου μπορεί να έχει κυρίαρχο και αποφασιστικό ρόλο π.χ. είτε ο παράδοξος φόβος μπροστά στο «τεχνολογικό άγνωστο», είτε η, εξίσου παράλογη, ευφορία μπροστά σ’ έναν «τεχνολογικό μεγαλοϊδεατισμό». Ήτοι συναισθήματα σαν κι αυτά που, όπως προεκτέθηκε, ήταν οι αιτίες απ’ όπου ανάβλυσε το «μανιχαϊστικό» δίπολο των στερεοτύπων «τεχνοφοβίας» και «τεχνοφιλίας», άρα «τεχνοφοβικών» και «τεχνοφιλικών». Κατά συνέπεια, ένας τέτοιος ορθολογισμός οφείλει να επικρατεί κάθε φορά που, ευρισκόμενοι στην κορυφή του τεχνολογικού οικοδομήματος της εποχής μας, προσπαθούμε να σχηματίσουμε πληρέστερη και πιο ισορροπημένη εικόνα της μιάς και της άλλης πλευράς του, με άλλες λέξεις της θετικής και της αρνητικής.
Α. Αποδίδοντας τα της Τεχνολογίας στην Τεχνολογία.
Θα ήταν επιστημονικώς εσφαλμένο εκείνο το συμπέρασμα, το οποίο θα οδηγούσε σ’ ένα είδος αμφισβήτησης του ότι η Τεχνολογία, αυτή καθ’ εαυτή, και τα συνακόλουθα τεχνολογικά επιτεύγματα που συνθέτουν τις αντηρίδες της Τεχνολογικής Επανάστασης -υπό την έννοια η οποία εκτέθηκε ανωτέρω- στηρίζονται σε υψηλά επιτεύγματα του Πνεύματος ή, ακόμη πιο εμφατικά, είναι, κατά κυριολεξία, υψηλά και κατά τούτο «ευγενή» επιτεύγματα του Πνεύματος. Τα επιχειρήματα που τεκμηριώνουν επιστημονικώς αυτή την αλήθεια είναι, πιστεύω, αρκούντως εύγλωττα:
1. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, η πραγματικότητα δείχνει μ’ ενάργεια ότι δεν έχουμε συνειδητοποιήσει, ευρύτερα και επαρκώς, το πόσο έξυπνες και καινοτόμες ιδέες, τι υψηλές εμπνεύσεις του ανθρώπινου νου, βρίσκονται πίσω από τα κρίσιμα, ιδίως σύγχρονα, τεχνολογικά επιτεύγματα, κατ’ εξοχήν της Πληροφορικής και της Τεχνητής Νοημοσύνης. Ακόμη περισσότερο, είναι ανεπίτρεπτο να διαφεύγει της προσοχής μας ότι υπάρχει από αξιοπρόσεκτη ως εμβληματική «πνευματικότητα» πίσω από την, φαινομενικώς «ψυχρή», ηλεκτρονική τεχνολογία, όπως αυτή «ενηλικιώνεται» με ραγδαίους ρυθμούς μέσα στην κοινή επιστημονική «κοιτίδα» της Πληροφορικής και της Τεχνητής Νοημοσύνης. Τα δύο ακόλουθα παραδείγματα αρκούν, θεωρώ, για να «βεβαιώσουν του λόγου το ασφαλές»:
α) Παρ’ ότι δεν είμαι, διόλου μάλιστα, ειδικός στα πεδία της Πληροφορικής και της Τεχνητής Νοημοσύνης, ας μου επιτραπεί να εξομολογηθώ ότι εντυπωσιάσθηκα, κυριολεκτικώς, μελετώντας το, περίφημο πια, βιβλίο του John McCormick, «Εννέα αλγόριθμοι που άλλαξαν το μέλλον». Σ’ αυτή την μελέτη ο McCormick αναδεικνύει την εξελικτική πορεία των αλγορίθμων -η οποία έχει πια φθάσει σε δυσθεώρητα ύψη- ξεκινώντας από την εννοιολογική τους επιστημονική βάση:
α1) Ο McCormick δίνει τον ορισμό του αλγορίθμου, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για «μια συνταγή που καθορίζει επακριβώς την συγκεκριμένη ακολουθία βημάτων, τα οποία απαιτούνται για να λυθεί ένα πρόβλημα». Αυτός ο τόσο στοιχειώδης -αλλά και τόσο εντυπωσιακός στο βάθος του- ορισμός μπορεί εύκολα να καταδείξει πόσο παλιά είναι η αλγοριθμική μεθοδολογία και πόσο, υπ’ αυτά τα δεδομένα, ο αλγόριθμος του Ευκλείδη συνιστά ένα είδος «μήτρας» ως και των σύγχρονων αλγορίθμων, αφού μάλιστα και σήμερα διατηρεί στοιχεία της επιστημονικής του αξίας. Υπενθυμίζεται ότι ο αλγόριθμος του Ευκλείδη υπολογίζει τον μέγιστο κοινό διαιρέτη δύο ή περισσότερων φυσικών αριθμών. Η διαίρεση επαναλαμβάνεται έως ότου όλοι οι αριθμοί, εκτός ενός, να γίνουν μηδέν. Ο μη-μηδενικός αριθμός που απομένει είναι ο μέγιστος κοινός διαιρέτης των αρχικών αριθμών.
α2) Ανιχνεύοντας, λοιπόν, αυτούς τους εννέα αλγορίθμους που άλλαξαν, κατά την γνώμη του, το μέλλον, ο McCormick μας καλεί ν’ ανακαλύψουμε όλη την «κρυμμένη ομορφιά» της Τεχνολογίας, κυρίως μέσω της Πληροφορικής και των υπολογιστών. Εν τέλει δε την ομορφιά της Επιστήμης, με τον ίδιο μάλιστα τρόπο που κάποιοι θαυμάζουν τον έναστρο ουρανό, δίχως να έχουν σπουδάσει Αστρονομία. Και καταλήγει: «Ελπίζω να καταφέρω να μεταδώσω στον αναγνώστη τουλάχιστον ένα μέρος της ομορφιάς, την οποία, εγώ προσωπικώς, διακρίνω σε καθέναν από αυτούς τους αλγορίθμους».
α3) Ως «κολοφώνα» της σύγχρονης εξέλιξης της αλγοριθμικής μεθοδολογίας, ο McCormik μνημονεύει και παρουσιάζει στην ως άνω μελέτη του τους «λεπτοφυείς» συλλογισμούς, οι οποίοι οδήγησαν στην διανοητική σύλληψη του καινοτόμου αλγορίθμου που χρησιμοποίησε η Google για την κατάταξη των αποτελεσμάτων της. Ο αλγόριθμος αυτός ονομάζεται «PageRank» και παρουσιάσθηκε, για πρώτη φορά, από τους Larry Page και Sergey Brin σ’ ένα συνέδριο το 1998, στο πλαίσιο του οποία δημοσιοποίησαν την εργασία τους με τίτλο, «The Anatomy of a Large-Scale Hypertextual Web Search Engine» Συγκεκριμένα, πάνω στον αλγόριθμο για την «ευρετηρίαση» των μηχανών αναζήτησης, στηρίχθηκε σχεδόν όλο το συγκλονιστικό τεχνολογικό επίτευγμα της Google. Επίτευγμα το οποίο, στην συνέχεια, διευκόλυνε αφάνταστα πλειάδα πτυχών της όλης καθημερινής μας ζωής που μπορούμε να συμπυκνώσουμε στην μεθοδολογία του -κατά την εύγλωττη έκφραση του ίδιου του Mc Cormick, η οποία αποτελεί υπότιτλο του δεύτερου κεφαλαίου της μελέτης του –«πως βρίσκουμε ψύλλους στον μεγαλύτερο αχυρώνα του Κόσμου». Και μόνον η ως άνω ανάλυση είναι αρκετή για να καταδείξει την αλήθεια του ισχυρισμού, που ήδη προηγουμένως παρατέθηκε: Η σύγχρονη Τεχνολογία, ιδίως μεσ’ από την αλματώδη εξέλιξη της Πληροφορικής -ας μην ξεχνάμε ότι η αλγοριθμική μεθοδολογία ήταν, είναι και θα παραμείνει στο διηνεκές η πεμπτουσία της Πληροφορικής- επιφέρει επαναστατικές μεταβολές στο σύνολο της καθημερινότητας κάθε Ανθρώπου στον Πλανήτη, έτσι ώστε είναι επιστημονικό λάθος να θεωρούμε πως τούτη η «επαναστατική» δημιουργία του Πνεύματος μπορεί ν’ αποδοθεί με τον όρο «Βιομηχανική Επανάσταση». Και, κάπως έτσι, αιτιολογείται, κατά τα προαναφερθέντα, η προσφυγή στον, γενικευτικό σαφώς όρο, «Τεχνολογική Επανάσταση», όπως άλλωστε θα καταδειχθεί εκτενέστερα και στην συνέχεια.
α4) Την σημασία της αλγοριθμικής μεθοδολογίας στην εξέλιξη της καθημερινότητας, ιδίως στο πεδίο λήψης σημαντικών αποφάσεων, αναλύουν, μ’ εξαιρετική καθαρότητα και γλαφυρότητα, οι Brian Christian και Tom Griffiths, στην μελέτη τους «Η αλγοριθμική τέχνη των αποφάσεων». Ειδικότερα, οι συγγραφείς της μελέτης αυτής -η οποία εμφανίζει διεπιστημονικό χαρακτήρα- δείχνουν πως οι αλγόριθμοι, που έχουν αναπτυχθεί για τους υπολογιστές, μπορούν να ξεδιαλύνουν ακόμη και κάποια χαρακτηριστικά ανθρώπινα ερωτήματα. Περαιτέρω, εξηγούν πως μπορούμε να βελτιώσουμε ως και την διαίσθησή μας και πότε έχουμε το περιθώριο ν’ αφήσουμε τα πράγματα στην τύχη, πως ν’ αντιμετωπίζουμε τις πολυάριθμες επιλογές που εμφανίζονται στην ζωή μας και μας κατακλύζουν και πως, εν τέλει, να συνδεόμαστε καλύτερα με τους άλλους. Μέσω αυτών των «αλγοριθμικών ατραπών», η «αλγοριθμική τέχνη» των αποφάσεων φθάνει να μεταμορφώνει την σοφία της επιστήμης των υπολογιστών σε στρατηγικές της καθημερινής ζωής.
β) Το δεύτερο παράδειγμα έρχεται να ενισχύσει, με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, τις προοπτικές που ανοίγονται για το μέλλον της ανθρώπινης δημιουργίας στην εποχή της σύγχρονης Τεχνολογικής Επανάστασης. Ειδικότερα, το παράδειγμα αυτό αφορά τις προοπτικές που διαμορφώνει η ανάπτυξη, στο άμεσο και απώτερο μέλλον, των κβαντικών υπολογιστών.
β1) Οφείλει να ομολογήσει κανείς ότι, με τα σημερινά της δεδομένα, η έρευνα για την ανάπτυξη των κβαντικών υπολογιστών βρίσκεται ακόμη σε πολύ πρώιμο στάδιο, θα λέγαμε «στα σπάργανα». Όμως, όπως πιστεύουν, βασίμως, έγκυροι ειδικοί, η ως άνω έρευνα ξαναφέρνει στην επικαιρότητα το πρόβλημα των θεμελίων της κβαντικής μηχανικής, με κλασικό παράδειγμα, φυσικά μεταξύ άλλων, το αποκαλούμενο «πρόβλημα της κβαντικής μέτρησης», η άλλη όψη του οποίου είναι η υπερευαισθησία των, πολύτιμων και απαραίτητων, κβαντικών χαρακτηριστικών στην αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Τούτο σημαίνει ότι η έρευνα για την ανάπτυξη των κβαντικών υπολογισμών μπορεί, ενδεχομένως, να οδηγήσει σε νέες, σχεδόν «επαναστατικές», προσεγγίσεις του προβλήματος της κβαντικής μέτρησης, αυτή την φορά μέσω της προσπάθειας αξιοποίησης των ιδιαιτεροτήτων της κβαντικής φυσικής για την επίλυση προβλημάτων, απρόσιτων στους κλασικούς υπολογιστές. Για τις ανάγκες της ανάλυσης αυτής, επισημαίνεται μόνον ότι ο κβαντικός υπολογιστής αποτελεί μιάν επαναστατική υπολογιστική συσκευή, η οποία μπορεί, κατ’ αρχήν, να φθάσει σ’ επίπεδα επεξεργασίας δεδομένων και εκτέλεσης υπολογισμών αδιανόητων για κλασικούς υπολογιστές, αξιοποιώντας συγκεκριμένες ιδιομορφίες της κβαντομηχανικής. Τέτοιες ιδιομορφίες, απoύσες από τα κλασικά διφύα (bits), είναι η αρχή της «υπέρθεσης» καθώς και της κατάλληλης «σύμπλεξης» καταστάσεων, δύο η περισσοτέρων κβαντικών διφύων (qubits). Η επιστημονική έρευνα, που αφορά την λειτουργία των κβαντικών υπολογιστών και την διατύπωση των κατάλληλων αλγορίθμων από την σκοπιά της θεωρητικής πληροφορικής, συντελείται στο πλαίσιο ενός σύγχρονου ακαδημαϊκού πεδίου, εντός του χώρου της Φυσικής Επιστήμης, το οποίο φέρει τον τίτλο «κβαντικός υπολογισμός». Οι κβαντικοί υπολογιστές, με βασικό πλεονέκτημα την δυνατότητα «υπέρθεσης» και «σύμπλεξης» των κβαντικών διφύων (qubits), θα λύνουν, πιθανόν, στο ορατό μέλλον, ιδιαιτέρως σύνθετα προβλήματα, απρόσιτα, όπως ήδη τονίσθηκε, στους κλασικούς ψηφιακούς υπολογιστές.
β2) Το προαναφερόμενο παράδειγμα θίγει, μεταξύ άλλων θεμάτων, ο Καθηγητής της Επιστήμης των Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Όστιν –«University of Texas at Austin»- Scott Aaronson, στην μελέτη του με τίτλο «Quantum Computing Since Democritus», δηλαδή, σε κάπως ελεύθερη μετάφραση, «ο κβαντικός υπολογισμός από την εποχή του Δημόκριτου». Παρατηρείται, εν προκειμένω, ότι η Τεχνολογία δεν αποτελεί απλώς εφαρμογή της βασικής επιστημονικής έρευνας αλλά, ενίοτε, δημιουργεί προϋποθέσεις και παρέχει «εργαλεία» για την διάνοιξη νέων οδών, νέων μεθόδων για την επίλυση ζητημάτων που απασχολούν την ίδια την βασική έρευνα. Και αυτό δεν πρέπει να το λησμονούμε. Μάλιστα, αυτή η ενδιαφέρουσα «ανακύκλωση» αναζωογονεί και τον φιλοσοφικό στοχασμό πάνω σε θεμελιώδη ερωτήματα -όπως είναι, π.χ., εκείνα που αφορούν την αιτιότητα, την τοπικότητα, τον χρόνο και τον χώρο- τα οποία θέτουν οι, lato sensu, Θετικές Επιστήμες.
2. Υπό το φως των προμνημονευόμενων αναλύσεων, είναι κάπως πιο εύκολη η ανάδειξη των βασικών θετικών πτυχών της Τεχνολογίας και, επέκεινα, των αντίστοιχων θετικών πτυχών της προοπτικής της σύγχρονης Τεχνολογικής Επανάστασης, κατά τ’ ανωτέρω. Την πιο πλήρη, απ’ όσες τουλάχιστον ο ίδιος γνωρίζω, παρουσίαση των, ήδη υπαρχόντων αλλά και αναμενόμενων, επιτευγμάτων αυτής της Επανάστασης -της λεγόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης- όπως όμως και των αρνητικών της επιπτώσεων που πρέπει ν’ αντιμετωπισθούν εγκαίρως, έχουν εκθέσει οι Καθηγητές και στελέχη του Κέντρου του MIT για το Ψηφιακό Επιχειρείν, Eric Brynjolfsson και Andrew McAfee, στο βιβλίο τους, “The Second Machine Age”, για το οποίο έγινε ήδη λόγος προηγουμένως. Η μελέτη τους, η οποία προέκυψε μέσ’ από εκτενείς συζητήσεις μ’ επιστήμονες, τεχνολόγους και επιχειρηματίες, οδήγησε σε αξιομνημόνευτα αποτελέσματα, από τα οποία σταχυολογώ, ενδεικτικώς, τ’ ακόλουθα:
α) Η «δεύτερη εποχή των μηχανών», την οποία οι δύο συγγραφείς αντιδιαστέλλουν προς την «πρώτη εποχή των μηχανών», που είναι η Βιομηχανική Επανάσταση του 18ου αιώνα, έχει τα «τρία βασικά χαρακτηριστικά, τα οποία ήδη αναλύθηκαν περιληπτικώς προηγουμένως: Είναι εκθετική, ψηφιακή και συνδυαστική.
β) Όμως, όπως παρατηρούν οι συγγραφείς του βιβλίου, «Η θαυμαστή εποχή της νέας τεχνολογίας», παρά την σημαντική πρόοδο της Τεχνητής Νοημοσύνης κατά την τελευταία δεκαετία, οι ερευνητές που δουλεύουν σε αυτό τον κλάδο δεν έχουν καταφέρει ακόμη να «διαψεύσουν» το, διατυπωμένο ήδη από την δεκαετία του 1980, περίφημο «παράδοξο του Moravec», από το όνομα του Hans Moravec, πρωτοπόρου στον τομέα της Ρομποτικής και Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Carnegie Mellon. Σύμφωνα με το εν λόγω παράδοξο, «είναι σχετικά εύκολο να κάνει κανείς τους υπολογιστές να έχουν ικανοποιητική επίδοση στα τεστ ευφυΐας ή στους αγώνες σκακιού, αλλά δύσκολο έως αδύνατο να καταφέρεις ν’ αποκτήσουν τις δεξιότητες παιδιού ενός έτους, όσον αφορά τις αισθητηριακές και κινητικές δεξιότητες». Τούτων δοθέντων, αξίζει να επισημανθεί, με την δέουσα έμφαση, ότι οι τεχνικο-επιστημονικές εξελίξεις, που έχει δρομολογήσει η τρέχουσα Τεχνολογική Επανάσταση, επηρεάζουν ήδη άμεσα τις κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις στις περισσότερες χώρες, κυρίως στις πιο τεχνολογικά και οικονομικά αναπτυγμένες, αλλά όχι μόνο σε αυτές.
3. Να γιατί υποστήριξα, ευθύς εξ αρχής, την άποψη ότι είναι επιστημονικώς εσφαλμένο να μιλάμε, ιδίως μετά τα τεχνολογικά δεδομένα της δεκαετίας του ’70, για 3η και 4η Βιομηχανική Επανάσταση, καθώς και γιατί, με βάση τα ίδια δεδομένα, ο όρος «Τεχνολογική Επανάσταση» μπορεί ν’ αποτυπώσει και να περιγράψει πολύ πιο εύστοχα την επιρροή της Τεχνολογίας στην εποχή μας.
α) Μια επιρροή που όχι μόνο ξεπερνάει, κατά πολύ, τα όρια της «παραγωγής» και της «μηχανής», αλλά έχει ήδη ξεπεράσει ως και τα όρια της όλης οικονομικής δραστηριότητας του Ανθρώπου, σε πλανητικό επίπεδο, και επεκτείνεται πλέον σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης καθημερινότητας. Ορθότερα δε σε κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής του Ανθρώπου και επηρεάζει, καθοριστικώς, τον τρόπο ανάπτυξης της προσωπικότητάς του δια της συμμετοχής του στην κοινωνική, οικονομική ακόμη δε και στην πολιτική ζωή.
β) Και μόνον η ραγδαία ανάπτυξη και διαρκής μεταμόρφωση του Διαδικτύου, αρκεί για να δώσει πολύ χαρακτηριστικές και πολύ απτές αποδείξεις ως προς την ορθότητα του ως άνω συλλογισμού. Βεβαίως θα ήταν μάταιο, στο πλαίσιο αυτής της σύντομης ανάλυσης -καθώς και επειδή έχω ήδη ομολογήσει την εκ μέρους μου έλλειψη επαρκούς εξειδικευμένης γνώσης εν προκειμένω- να επιχειρηθεί μια, έστω και στοιχειώδης, παράθεση όλων των δεδομένων του Διαδικτύου και της επιρροής του στο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι παγκοσμίως και για κάθε συνάνθρωπό μας.
β1) Μου έχουν κάνει, όμως, ιδιαίτερη -βεβαίως προς την άκρως θετική κατεύθυνση- εντύπωση δύο μελέτες του σημαντικού Αμερικανού φιλοσόφου, Καθηγητή Hubert L. Dreyfus, αναφορικά με το Διαδίκτυο, την δομή του και την λειτουργία του στην καθημερινότητά μας. Η πρώτη, σχεδόν προφητική για την εποχή της, είδε το φως της δημοσιότητας το 1972, με τον τίτλο «What Computers Still Can’t Do: The Limits of Artificial Intelligence». Και η δεύτερη, πολύ πιο πρόσφατη, έχει ως τίτλο «On the Internet» και δημοσιεύθηκε το 2001.
β2) Σταχυολογώ κάποιες, πολύ χαρακτηριστικές και αντιπροσωπευτικές, σκέψεις του Η. Dreyfus για το Διαδίκτυο, όπως τις εκθέτει ο ίδιος, αναφερόμενος στις δύο ως άνω μελέτες του, και κυρίως την δεύτερη, βεβαίως σε μια κάπως ελεύθερη απόδοση: Το Διαδίκτυο δεν είναι απλώς μία νέα τεχνολογική καινοτομία. Είναι νέος τύπος τεχνολογικής καινοτομίας, και συγκεκριμένα καινοτομία που αποκαλύπτει την ίδια την ουσία της Τεχνολογίας. Ως τώρα, οι καινοτόμοι στην Τεχνολογία, γενικά, προσέφεραν εφευρέσεις που εξυπηρετούσαν ανάγκες ήδη αναγνωρισμένες, και ύστερα ανακάλυπταν κάποιες απροσδόκητες παρενέργειες. Έτσι, π.χ., ο Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπέλ φαντάστηκε ότι το τηλέφωνο θα ήταν χρήσιμο για να επικοινωνούμε στις επιχειρήσεις, αλλά δεν θα γινόταν αποδεκτό στα σπίτια των ανθρώπων, πολύ δε περισσότερο την στιγμή που αυτοί περπατούν στον δρόμο. Το Διαδίκτυο ξεκίνησε διαφορετικά. Αρχικά προοριζόταν για να επικοινωνούν μεταξύ τους οι επιστήμονες, αλλά τώρα ακριβώς αυτό αποτελεί παρενέργεια. Έχουμε τελικά συνειδητοποιήσει ότι το Διαδίκτυο είναι υπερβολικά γιγαντιαίο και πρωτεϊκό για να το θεωρήσουμε εφεύρεση που, τάχα, καλύπτει οποιανδήποτε συγκεκριμένη ανάγκη. Μάλιστα δε κάθε νέα χρήση που μας παρέχει αυτό, είναι και μια έκπληξη. Αν η ουσία της Τεχνολογίας είναι να κάνει τα πάντα προσιτά και επιδεκτικά βελτίωσης, τότε το Διαδίκτυο είναι η τέλεια τεχνολογική επινόηση. Όταν μπαίνουμε στον κυβερνοχώρο και αφήνουμε πίσω τον ζωώδη, συναισθηματικό, διαισθητικό, εντοπισμένο, ευάλωτο, σωματικό εαυτό μας και εκ τούτου κερδίζουμε μιαν ασυνήθιστη νέα ελευθερία, που ποτέ πριν δεν ήταν εφικτή στους ανθρώπους, μπορεί, ταυτόχρονα, να χάσουμε αναγκαστικά κάποιες από τις ζωτικές μας ικανότητες: Την ικανότητά μας να κατανοούμε τα πράγματα, ούτως ώστε να διακρίνουμε το σημαντικό από το ασήμαντο ή το άσχετο, την αίσθηση της σοβαρότητας της επιτυχίας και της αποτυχίας, που είναι αναγκαίες για την μάθηση, και την ανάγκη μας να αδράξουμε όσο γίνεται περισσότερο τον Κόσμο, ανάγκη η οποία μας δίνει την αίσθηση του νοήματος των πραγμάτων. Παραπέρα, θα μπούμε στον πειρασμό ν’ αποφύγουμε τον κίνδυνο της αυθεντικής στράτευσης, κι έτσι θα χάσουμε την αίσθηση που έχουμε για το τι δίνει νόημα στην ζωή μας. Όντως, αν χαθεί το σώμα μας, χάνονται επίσης η σημασία, η πείρα, η πραγματικότητα, και το νόημα. Αν αυτό είναι το αντάλλαγμα, τότε η προοπτική να ζήσουμε την ζωή μας στο Διαδίκτυο, και μέσω του Διαδικτύου, ενδέχεται τελικά να μην είναι τόσο ελκυστική.
γ) Πιστεύω πως οι ως άνω σκέψεις του Dreyfus αποτελούν και το πιο τεκμηριωμένο προοίμιο για να εκθέσω, αμέσως στην συνέχεια, κάποιες σκέψεις αναφορικά με την άλλη όψη της Τεχνολογίας και της Τεχνολογικής Επανάστασης στην εποχή μας: Την αρνητική τους όψη και τις επιμέρους συνιστώσες της.
Β. Όψεις της αρνητικής πλευράς της Τεχνολογίας και της Τεχνολογικής Επανάστασης.
Επιχειρώντας μια, κατ’ ανάγκην σύντομη, αναγνωριστική προσέγγιση της αρνητικής πλευράς της Τεχνολογίας και της Τεχνολογικής Επανάστασης πρέπει, ευθύς εξ αρχής, να διευκρινισθεί τούτο: Θ’ αποτελούσε σοβαρό μεθοδολογικό -και όχι μόνο- λάθος αν μια τέτοια προσέγγιση περιοριζόταν, αποκλειστικώς, στο πεδίο της Τεχνολογίας και στις επιμέρους συνιστώσες της, ως ανθρώπινου επιτεύγματος που επηρεάζει καταλυτικώς τις λοιπές πτυχές της ανθρώπινης δημιουργίας και των συνθηκών ζωής. Και τούτο διότι η κατά τ’ ανωτέρω αρνητική πλευρά της τεχνολογικής εξέλιξης δεν λειτουργεί -θάλεγε κανείς μάλιστα εκ φύσεως- «εν κενώ», αλλ’ απολύτως συνδυαστικώς με τις λοιπές συνθήκες, οι οποίες επικρατούν στο πεδίο του γενικότερου κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι και επηρεάζουν αρνητικώς την κατάσταση του Ανθρώπου και τ’ αποτελέσματα της καθημερινής του δράσης. Οπότε και η όλη αρνητική «δυναμική» της τεχνολογικής προόδου εντείνεται ή αποδυναμώνεται αναλόγως, συνυπάρχοντας, ουσιαστικά αρρήκτως, με τις προμνημονευόμενες συνθήκες.
1. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί, βασίμως, ότι ορισμένες επιπτώσεις της σύγχρονης τεχνολογικής προόδου έρχονται να επιδεινώσουν ένα γενικότερο αρνητικό κλίμα, το οποίο επικρατεί στις μέρες μας στο πεδίο του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι. Και το οποίο συμπυκνώνεται, grosso modo, στα ζοφερά, σχεδόν, συναισθήματα που δημιουργεί ένα πνεύμα προϊούσας, διαβρωτικής για την ανθρώπινη κατάσταση και δημιουργία, αβεβαιότητας, όπως ήδη εκτέθηκε πιο πάνω με κάπως περισσότερες λεπτομέρειες. Οι σκέψεις που ακολουθούν έχουν ως στόχο να καταδείξουν ορισμένες όψεις αυτής της αβεβαιότητας, οι οποίες δεν αφορούν την γενικότητά της αλλά συνδέονται πιο στενά και πιο συγκεκριμένα με την τεχνολογική εξέλιξη.
α) Πραγματικά, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ως τις αρχές του 21ου αιώνα -με ορόσημο την παγκόσμια οικονομική κρίση που άρχισε το 2008 και όχι μόνο δεν φαίνεται ν’ αποτελεί παρελθόν αλλά μάλλον προοιωνίζεται, κατ’ εξοχήν λόγω της παγκόσμιας κρίσης χρέους, μιαν άλλη, πιο συγκλονιστική, παγκόσμια οικονομική κρίση- είχε επικρατήσει μια ατμόσφαιρα ευφορίας και αισιοδοξίας για το παρόν και το μέλλον. Συγκεκριμένα δε, και ιδίως στις προηγμένες δημοκρατικώς και οικονομικώς χώρες και μέσ’ από την ευεργετική εμπέδωση του φιλελεύθερου θεσμικού και οικονομικού προτύπου κυρίως μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, είχε καλλιεργηθεί ένα είδος αταλάντευτης βεβαιότητας ότι κάθε γενιά θα προοδεύει, σταθερά και αδιαλείπτως, περισσότερο σε σχέση με την προηγούμενη. Και, συνακόλουθα, ότι η ως άνω εξέλιξη θα διακρινόταν από μια συνεχώς ανοδική πορεία.
α1) Η αρχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008, όπως ήδη επισημάνθηκε -και η οποία ήταν ήδη ορατή, με απτά δείγματα, τουλάχιστον μια δεκαετία πριν- βάζει τέλος σε τέτοιες, αβάσιμες άλλωστε κατά βάθος, βεβαιότητες. Τούτο οφείλεται και στο ότι η κρίση αυτή έχει τέτοιες προεκτάσεις, ώστε διαβρώνοντας επικίνδυνα ως και τα θεσμικά και πολιτικά θεμέλια της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και της «κορωνίδας» της, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μέσω ενός είδους, αδιανόητης κατά το παρελθόν, επικυριαρχίας του «οικονομικού» επί του «θεσμικού», αποσταθεροποιεί εκείνες τις δυνάμεις του Ανθρώπου, οι οποίες του επιτρέπουν να υπερασπισθεί αποτελεσματικώς την αξία του και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Με άλλες λέξεις αποσταθεροποιεί τις δυνάμεις του Ανθρώπου, οι οποίες του διασφαλίζουν την ομαλή και δημιουργική συμμετοχή του στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή εν γένει.
α2) Δίχως αμφιβολία, ο σπουδαιότερος κίνδυνος διάβρωσης των θεσμικών και πολιτικών αντηρίδων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προέρχεται από την -εξαιτίας της γενικευμένης οικονομικής παγκοσμιοποίησης και της υπέρ αυτής, σχεδόν αποκλειστικώς, χρησιμοποίησης της Τεχνολογίας- αποδυνάμωση του κανόνα δικαίου, της αρχής της νομιμότητας και, εν τέλει, του Κράτους Δικαίου in globo. Ήτοι της αποδόμησης εκείνων των μέσων κανονιστικής ρύθμισης της κοινωνικής ζωής -σε κάθε κράτος in concreto αλλά και σ’ ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο- τα οποία θωρακίζονται με το τεκμήριο της δημοκρατικής νομιμοποίησης, αμέσως ή εμμέσως. Κορύφωση του κινδύνου τούτου συνιστά η σύγχρονη μετάλλαξη του Δημόσιου Συμφέροντος, υπό την έννοια της θεώρησης ως τέτοιου και του δημοσιονομικού δημόσιου συμφέροντος, δηλαδή του συμφέροντος το οποίο συνίσταται στην απλή σώρευση πλούτου, ακόμη και κρατικού.
α3) Τις κατά τ’ ανωτέρω συνθήκες αβεβαιότητας επιδεινώνουν, δραματικά και πολλαπλασιαστικά, οι συνεχώς διευρυνόμενες ανισότητες παγκοσμίως, ως καταστροφικό αποτέλεσμα της προαναφερόμενης επικυριαρχίας του «οικονομικού» επί του «θεσμικού». Πολλώ μάλλον όταν οι ανισότητες αυτές πλήττουν, ευθέως και καιρίως, όχι μόνο το κάθε μέλος ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου αλλά και τα κράτη μεταξύ τους, δημιουργώντας έτσι μια Παγκόσμια Κοινότητα πολλών ταχυτήτων, οικονομικών και όχι μόνο. Μια Παγκόσμια Κοινότητα, η οποία επιπροσθέτως βλέπει, δυστυχώς, απαθής και μοιραία, να καταρρέουν -σε κάθε κράτος αλλά και διεθνώς- οι αντηρίδες του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης, αυτού του πραγματικού εμβλήματος κατ’ εξοχήν της Δυτικής και Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας, καθώς και του Δυτικού και Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Αυτή η κατάσταση παγκοσμίως υπονομεύει, εκ των πραγμάτων, κάθε συνθήκη ειρήνης και σταθερότητας, συνθήκες στοιχειωδώς απαραίτητες για μιαν εξίσου στοιχειώδη βεβαιότητα ως προς την προοπτική της όλης ανθρώπινης δημιουργίας.
β) Τις συνθήκες αβεβαιότητας για το μέλλον που, όπως ήδη αναλύθηκε, προκαλούν, μοιραία, οι ιδιομορφίες της σύγχρονης οικονομικής παγκοσμιοποίησης και η επικυριαρχία του «οικονομικού» επί του «θεσμικού», η οποία οφείλεται εν πολλοίς σ’ αυτές, επιτείνει η οικολογική ανισορροπία. Μια ανισορροπία η οποία, μάλιστα, βαίνει ραγδαίως επιδεινούμενη για τον Πλανήτη, ως απόρροια ενός ανεύθυνου, διεθνώς, «μιθριδατισμού» ως προς τις επιπτώσεις της και μιας καταστροφικής «επιμηθεϊκής» νοοτροπίας, ως προς τα επώδυνα αποτελέσματα των επιπτώσεων τούτων. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι οι συνθήκες αβεβαιότητας για το μέλλον του Ανθρώπου και της Ανθρωπότητας, λόγω της προϊούσας οικολογικής ανισορροπίας στον Πλανήτη, έχουν τις ρίζες τους από την μια πλευρά στις οικονομικές επιπτώσεις της παγκοσμίως, οι οποίες επιβαρύνουν, δραματικά, την παγκόσμια οικονομική κρίση και τις εξ αυτής προκύπτουσες ανισότητες. Και, από την άλλη πλευρά -κάτι το οποίο δεν πρέπει να αγνοούμε, κάθε άλλο -στην εφιαλτική, κυριολεκτικώς, επιδείνωση των συνθηκών ζωής, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, καθώς και στις οικονομικώς ασθενέστερες χώρες. Επιδείνωση, η οποία τυλίγει την καθημερινότητα καθενός -και ιδίως των νέων- μ’ ένα πέπλο μελαγχολίας, σχεδόν «πένθους», που κάθε άλλο παρά ευνοεί τις προοπτικές της ανθρώπινης δημιουργίας. Για τις διαστάσεις και τα αίτια της οικολογικής ανισορροπίας αρκούν, νομίζω, οι εξής χαρακτηριστικές, έστω και εντελώς ενδεικτικές, επισημάνσεις:
β1) Από τα τέλη του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα κατά τον 20ο αιώνα, έγινε σαφές ότι δεν είναι, δυστυχώς, μόνον οι μακροχρόνιες μεταβολές που μπορούν ν’ αλλάξουν το κλίμα αλλά και ο ίδιος ο Άνθρωπος. Προφητικά, ο Svante Arrhenius υπολόγισε, περί τα τέλη του 19ου αιώνα, ότι τυχόν διπλασιασμός του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα του Πλανήτη θα οδηγήσει στο φαινόμενο της «θερμής οικίας» («hothouse»), κατά το οποίο η μέση θερμοκρασία της ατμόσφαιρας του Πλανήτη θ’ αυξηθεί περισσότερο από 2 βαθμούς Κελσίου. Κατά τον 20ο αιώνα, η θεωρία αυτή ονομάσθηκε «φαινόμενο του θερμοκηπίου» και έχει πια αποδειχθεί ότι τα επίπεδα του διοξειδίου του άνθρακα, που είναι ένας από τους ρυθμιστές του θερμορυθμιστικού συστήματος της Γης, έχουν αυξηθεί περισσότερο από 25%. Η τάση, παγκόσμια, είναι αυξητική και όλα μαζί τα ονομαζόμενα «αέρια του θερμοκηπίου» έχουν υπερθερμάνει τη Γη, κυρίως τα τελευταία 50 χρόνια, προκαλώντας μιαν αποσταθεροποίηση του κλίματος, ανθρωπογενούς προέλευσης.
β2) Ο καθηγητής Paul Crutzen ονόμασε αυτή την τελευταία περίοδο «Ανθρωπόκαινο», λέξη σύνθετη που αποτελείται από τις λέξεις «άνθρωπος» και «καινός» και που σημαίνει, κατ’ ουσίαν, «πρόσφατη περίοδος». Στην διεθνή ορολογία επικράτησε να λέγεται η ως άνω περίοδος «Anthropocene». Σε αυτή την «ανθρωπόκαινο περίοδο» τα περισσότερα κράτη του Πλανήτη αποδέχθηκαν, ήδη από την Διάσκεψη του Rio de Janeiro (1992), τις ενδείξεις ότι ο άνθρωπος μπορεί να παρέμβει στην Φύση, μεταβάλλοντας το κλίμα με τέτοιο τρόπο, ώστε να συμβαίνουν συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα, σε παγκόσμια κλίμακα. Σε πολλές περιπτώσεις, τα ακραία κλιματικά φαινόμενα έχουν μεγάλα και καταστροφικά αποτελέσματα, από τον Αρκτικό κύκλο ως και την Ανταρκτική. Η συχνότητα εμφάνισης των ακραίων καιρικών φαινομένων εντείνεται μ’ εντυπωσιακό ρυθμό. Έτσι, στην Ευρώπη κάθε χρόνο περίπου 5% των Ευρωπαίων αντιμετωπίζουν ένα ακραίο κλιματικό γεγονός, π.χ. έναν καύσωνα, μια πλημμύρα, μια ξηρασία. Στα προσεχή 50 χρόνια το ποσοστό αυτό αναμένεται ότι θα αυξηθεί σε πάνω από 60%.
2. Όπως ήδη τονίσθηκε, μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα γενικευμένης και εντεινόμενης αβεβαιότητας, την οποία προκαλούν ιδίως οι συνθήκες που προεκτέθηκαν, πρέπει να ερευνηθούν και ν’ ανιχνευθούν οι όψεις της αρνητικής πλευράς της Τεχνολογίας και της Τεχνολογικής Επανάστασης. Όψεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την συμμετοχή των δεδομένων της τεχνολογικής εξέλιξης στην δημιουργία ή και στην ενίσχυση της ως άνω ατμόσφαιρας αβεβαιότητας, είτε λόγω της υπερβολικής ή, έστω, και εσφαλμένης αξιολόγησης των δεδομένων τούτων ή, συνηθέστερα -και εδώ η in concreto ανάλυση αξίζει να μπει σε μεγαλύτερο βάθος- λόγω της εκ φύσεως αρνητικής επιρροής των κατά τ’ ανωτέρω δεδομένων. Τ’ ακόλουθα παραδείγματα μπορούν να τεκμηριώσουν την ακρίβεια αυτού του συμπεράσματος:
α) Η αλματώδης πρόοδος της Τεχνολογίας και των εφαρμογών της στην πράξη, σε συνδυασμό με την ελλιπή γνώση -στο ευρύ και μη εξειδικευμένο κοινό- των επιπτώσεών τους στην καθημερινή ζωή, διαμορφώνουν, σε πολλές περιπτώσεις, συνθήκες και εντυπώσεις «Αποκάλυψης», τις οποίες βεβαίως επιτείνουν λαϊκίστικες ως εντελώς ερασιτεχνικές αναλύσεις και προβλέψεις κατ’ επάγγελμα «μελλοντολόγων». Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της προσέγγισης των προοπτικών της Τεχνολογίας είναι, κατ’ εξοχήν, εκείνο, το οποίο αφορά το μεγάλο ζήτημα του ως πού μπορεί να φθάσει η τεχνολογική πρόοδος και, εν τέλει, αν μπορεί στο ορατό μέλλον να υποκαταστήσει τον Άνθρωπο. Προσφιλές πεδίο τέτοιων προσεγγίσεων είναι, πρωτίστως, ο επιστημονικός τομέας της Τεχνητής Νοημοσύνης, δοθέντος μάλιστα ότι ο συνδυασμός της με την Πληροφορική έχει οδηγήσει, όπως ήδη επισημάνθηκε, στην σύγχρονη φάση τεχνολογικής προόδου που αποκαλείται «4η Βιομηχανική Επανάσταση».
α1) Αξίζει, νομίζω, να θυμηθούμε κάποιες αλησμόνητες σκηνές από την εμβληματική ταινία επιστημονικής φαντασίας (1968) του Stanley Kubrick, «2001 - Η Οδύσσεια του Διαστήματος», που «γυρίσθηκε» πάνω στο σενάριο του Arthur Clarke και του Stanley Kubrick. Και συγκεκριμένα, εκείνες που εμφανίζουν την απίστευτη τεχνολογική εξέλιξη του υπολογιστή του Διαστημοπλοίου με το όνομα «HAL», από τα αρχικά του «Heuristic Algorithmic» («ευριστικός αλγόριθμος») ή, πληρέστερα, «HAL 9000» («Heuristically programmed Algorithmic Computer»). Ο υπολογιστής αυτός υποτίθεται ότι είναι τόσο εξελιγμένος, ώστε να φθάνει ή και να ξεπερνά την ανθρώπινη νοημοσύνη. Έτσι, οι δύο αστροναύτες του Διαστημοπλοίου, επειδή θεωρούν ότι ο HAL έχει κάνει λάθος σχετικά με μια βλάβη στην παραβολική κεραία επικοινωνίας του Διαστημοπλοίου, σκέφτονται -και μόνο σκέφτονται- ν’ αποσυνδέσουν τα γνωστικά του κυκλώματα και, ουσιαστικά, να τον απενεργοποιήσουν, αγνοώντας όμως ότι ο HAL ναι μεν δεν μπορεί να τους ακούσει, πλην όμως μπορεί να «διαβάσει τα χείλη τους»! Μπροστά στον κίνδυνο «θανάτου» του, αυτονομείται πλήρως και σκοτώνει όλους, πλην ενός, τους αστροναύτες, απενεργοποιώντας τα συστήματα υποστήριξης της ζωής τους. Η μουσική της ταινίας, ευρηματικά επιλεγμένη, δίνει, σε όλο της το μεγαλείο, την αντίστιξη ανάμεσα στον Άνθρωπο και την ενδεχόμενη υπέρβασή του: Το πρώτο μουσικό θέμα είναι «Ο Γαλάζιος Δούναβης», του Johann Strauss II. Και το δεύτερο μουσικό θέμα είναι το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα», του Richard Strauss, γραμμένο σ’ ένα ακραιφνές υστερορομαντικό ιδίωμα και ένα από τα σημαντικότερα συμφωνικά ποιήματα, το οποίο αναδημιουργεί μουσικά ορισμένα επεισόδια από το ομώνυμο φιλοσοφικό έργο του Nietzsche, αναδεικνύοντας το προφητικό ύφος του φιλοσοφικού αυτού έργου.
α2) Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι ακόμη και σε ορισμένους από τους πιο ελπιδοφόρους και ραγδαία αναπτυσσόμενους τομείς της σύγχρονης επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας, όπως είναι η Τεχνητή Νοημοσύνη, αν ενίοτε δεν λέγονται υπερβολές όσον αφορά το σημερινό status της, πάντως διατυπώνονται αποκλίνουσες, πολύ ενδιαφέρουσες, απόψεις όσον αφορά τις δυνατότητές της. Έτσι, π.χ., το 2016 αναπτύχθηκε ένας πολύ ενδιαφέρων διάλογος πάνω στο εάν και πώς οι υπολογιστές μπορούν ν’ αποκτήσουν ίδια συνείδηση (consciousness), ανάμεσα στον περίφημο μαθηματικό φυσικό, Roger Penrose, συγγραφέα των σχετικών με το θέμα πολυσυζητημένων βιβλίων «The Emperor’s New Mind» και «Shadows of the Mind» και τον Scott Aaronson. Έναν από τους πιο ταλαντούχους επιστήμονες των ηλεκτρονικών υπολογιστών, που δουλεύουν πάνω στην θεωρία του «κβαντικού υπολογισμού και της «υπολογιστικής θεωρίας της πολυπλοκότητας», και συγγραφέα του βιβλίου, «Qvantum Computing since Democritus», για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως. Ο Penrose υπήρξε λιγότερο αισιόδοξος από τον Aaronson όσον αφορά στις προοπτικές της ανάπτυξης της Τεχνητής Νοημοσύνης, με βάση το σημερινό «επιστημονικό οπλοστάσιό» της. Όμως, το σημαντικό είναι ότι ο διάλογός τους ανέδειξε πλήθος ευφυών επιχειρημάτων εκατέρωθεν. Αυτά τα επιχειρήματα πρέπει να προσέξουν όχι μόνον οι ειδικοί αλλά καθένας μας, ιδίως δε η νέα γενιά, που οφείλει να προσεγγίζει την Επιστήμη με σεβασμό αλλά και την διάθεση να καταβάλλει τον απαιτούμενο κόπο για να την κατανοήσει σε βάθος.
α3) Σε αυτό τον διάλογο πρέπει να προστεθούν -όχι μόνο για λόγους πληρότητας της ανάλυσης αλλά, πρωτίστως, για λόγους διεύρυνσης του σχετικού προβληματισμού- και ορισμένες, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, εντελώς πρόσφατες απόψεις του γνωστού, παγκοσμίως, Καθηγητή Φυσικής του ΜΙΤ και Προέδρου του Ινστιτούτου για το Μέλλον της Ζωής, Max Tegmark, τις οποίες έχει συστηματοποιήσει στο βιβλίο του «Life 3.0., Being Human in the age of artificial Intelligence». Οι απόψεις αυτές αφορούν, κυρίως, την σχέση -ή και «μετάβαση»- από την Τεχνητή Νοημοσύνη σ’ ένα είδος «τεχνητής συνείδησης». Κατά τον Tegmark, λοιπόν, μολονότι οι περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούν σε πολλές γενικές ηθικές αρχές, δεν είναι σαφές ότι μπορούμε να τις μεταφέρουμε και να τις εφαρμόσουμε σε άλλες οντότητες, όπως τα ζώα και τα μελλοντικά συστήματα Τεχνητής Νοημοσύνης. Ειδικότερα, δεν είναι σαφές ότι μπορούμε να προσδώσουμε σ’ ένα σύστημα Τεχνητής Νοημοσύνης με «υπερνοημοσύνη» έναν τελικό στόχο, ο οποίος δεν θα είναι απροσδιόριστος αλλά και δεν θα οδηγεί στον αφανισμό της Ανθρωπότητας. Κάπως έτσι, ο προβληματισμός «περνάει», πάντα κατά τον Tegmark, στο πεδίο του ενδεχομένου διαμόρφωσης, πέραν της Τεχνητής Νοημοσύνης, και «Τεχνητής Συνείδησης». Άλλωστε, η έρευνα για την κατανόηση των μηχανισμών της ανθρώπινης νόησης δεν είναι δυνατή χωρίς πρόοδο, όσον αφορά την κατανόηση των αντίστοιχων μηχανισμών λειτουργίας της ανθρώπινης συνείδησης. Κατά συνέπεια, η έρευνα πάνω στην Τεχνητή Νοημοσύνη δεν είναι δυνατό να διαχωρισθεί από την έρευνα πάνω στην Τεχνητή Συνείδηση. Σε αυτή την περίπτωση, αν δηλαδή η τεχνητή συνείδηση είναι εφικτή, τότε ο χώρος των δυνατών εμπειριών της Τεχνητής Νοημοσύνης μάλλον θα είναι τεράστιος μπροστά σε αυτά που μπορεί να βιώσει ο Άνθρωπος. Και τούτο διότι ο ως άνω χώρος θα εκτείνεται, μοιραία, σ’ ένα εξίσου τεράστιο εύρος υποκειμενικών εμπειριών και χρονικών κλιμάκων, ενώ κοινό στοιχείο όλων θα είναι η αίσθηση της «ελεύθερης βούλησης». Επέκεινα, εφόσον δεν μπορεί να υπάρξει νόημα χωρίς συνείδηση, δεν είναι το Σύμπαν αυτό που δίνει νόημα στα ενσυνείδητα όντα. Όλως αντιθέτως, είναι τα ενσυνείδητα όντα που δίνουν νόημα στο Σύμπαν. Και ο Tegmark καταλήγει, παρατηρώντας ότι «καθώς προετοιμαζόμαστε να υποσκελισθούμε από ολοένα και πιο έξυπνες μηχανές, βρίσκουμε παρηγοριά στο γεγονός ότι είμαστε Homo sentiens, παρά Homο sapiens».
α4) Συμπερασματικώς, είναι, αυτονοήτως, εξαιρετικά δύσκολο να οριοθετήσουμε επακριβώς τις μελλοντικές δυνατότητες της Τεχνητής Νοημοσύνης, ιδίως σε ό,τι αφορά την σύγκρισή της με τη νοημοσύνη του Ανθρώπου και τις δικές της, σχεδόν απεριόριστες, δυνατότητες. Αρκεί, όμως, ν’ αναλογισθούμε το «παράδοξο του Moravec», στο οποίο έγινε αναφορά προηγουμένως. Η επανάληψή του, σ’ αυτό το σημείο, είναι χρήσιμη για να καταλαγιάσει τους «φόβους» όλων εκείνων οι οποίοι, ακόμη και καλόπιστα, στέκονται με δέος μπροστά στο ενδεχόμενο υπέρβασης του Ανθρώπου από την «μηχανή», σε τέτοιο βαθμό ώστε οι ρόλοι ν’ αντιστραφούν και ο Άνθρωπος να περιπέσει σε κατάσταση «βοηθού εκπληρώσεως» των δημιουργημάτων της Τεχνητής Νοημοσύνης. Το «παράδοξο» του Moravec εξηγεί πώς και γιατί κάτι τέτοιο είναι, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα, απολύτως ουτοπικό: «Είναι σχετικά εύκολο να κάνει κανείς τους υπολογιστές να έχουν ικανοποιητική επίδοση στα τεστ ευφυΐας ή στους αγώνες σκακιού, αλλά δύσκολο έως αδύνατο να καταφέρεις ν’ αποκτήσουν τις δεξιότητες παιδιού ενός έτους, όσον αφορά τις αισθητηριακές και κινητικές δεξιότητες».
β) Πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα βρίσκονται, όμως, οι φόβοι για την αρνητική πλευρά και επιρροή συγκεκριμένων τεχνολογικών εξελίξεων, σε ό,τι αφορά την πρόοδο της επιστημονικής έρευνας γενικώς, προκειμένου αυτή να εκπληρώσει τον εκ φύσεως προορισμό της: Την γνώση, υπό την ευρεία του όρου έννοια, του Κόσμου που μας περιβάλλει. Ειδικότερα:
β1) Αποτελεί κοινό επιστημονικό τόπο, πλέον, το ότι η πρόοδος της Επιστήμης -conditio sine qua non της επιτέλεσης της αποστολής της- συντελείται, βεβαίως σε γενικές γραμμές, μέσ’ από ένα είδος μετεξέλιξής της προς την κατεύθυνση της αποκάλυψης της αλήθειας, ως προς την ουσία των αντικειμένων που ερευνά. Και η ως άνω μετεξέλιξη της Επιστήμης προς την αποκάλυψη της αλήθειας επιτυγχάνεται, κατά περίπτωση, είτε μέσω της επιλάθευσης -η οποία αποτελεί τον κανόνα ως προς το μεγαλύτερο μέρος των επιστημονικών πεδίων -των ήδη παραδεδεγμένων επιστημονικών θεωριών, είτε μέσω της επαλήθευσης των θεωριών αυτών, όπου, βεβαίως, η μέθοδος της επαλήθευσης ισχύει ως επιστημονικώς έγκυρη διαδικασία.
β2) Όμως, τόσο η επαλήθευση όσο -πολύ, μάλιστα, περισσότερο- η επιλάθευση, κατά τ’ ανωτέρω, των ήδη παραδεδεγμένων επιστημονικών συμπερασμάτων, ουδόλως μπορεί να βασισθεί στην απλή συγκέντρωση πληροφορίας. Και τούτο διότι ανυπερθέτως προϋποθέτει, εκ των πραγμάτων, μεθοδική επεξεργασία της πληροφορίας και, επέκεινα, εξίσου μεθοδική μετατροπή της σε Γνώση, εν τέλει δε σε Επιστήμη. Ήτοι σ’ αυτό που, με όρους Φιλοσοφίας, θα μπορούσαμε ν’ αποκαλέσουμε «Σοφία».
β3) Είναι ακριβώς μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο της, τόσο αναγκαίας, μετατροπής της πληροφορίας σε Γνώση και της Γνώσης σε Επιστήμη, όπου οι κίνδυνοι της σύγχρονης Τεχνολογίας -κατ’ εξοχήν της Πληροφορικής- ελλοχεύουν διαβρωτικώς, βεβαίως όταν και όπου τα τεχνολογικά μέσα εκφεύγουν του προορισμού τους εκείνου, ο οποίος αφορά την υπεράσπιση της γνήσιας όψης της Γνώσης και της Επιστήμης. Με την έννοια ότι ορισμένα, τουλάχιστον, τεχνολογικά επιτεύγματα εν προκειμένω δεν διευκολύνουν την ομαλή ροή του ως άνω μεθοδολογικού διανύσματος «Πληροφορία -> Γνώση -> Επιστήμη», μέσω της ορθής επεξεργασίας και αξιοποίησης του πληροφοριακού υλικού, αλλά «καθηλώνουν» την γνωστική προσπάθεια, ιδίως των νέων, στην απλή σώρευση πληροφοριών. Κάτι το οποίο πλήττει ευθέως την δυναμική του κόσμου της Επιστήμης, όχι τόσο στον χώρο των Θετικών Επιστημών -πρωτίστως των Μαθηματικών και της Φυσικής, αφού εδώ το ως άνω μεθοδολογικό διάνυσμα εξελίσσεται, οιονεί εκ φύσεως, ομαλώς -όσο στον χώρο των, lato sensu, Ανθρωπιστικών Επιστημών. Ήτοι των Επιστημών, όπου η επιλάθευση των ήδη παραδεδεγμένων επιστημονικών συμπερασμάτων- άρα η δυνατότητα αμφισβήτησης της πληροφορίας, επί της οποίας αυτά εδράζονται- έχει «υπαρξιακή» σημασία για την προοδευτική τους εξέλιξη.
β4) Το Διαδίκτυο, ως κορυφαία απόληξη της σύγχρονης δημιουργίας στο πλαίσιο των δυνατοτήτων της Πληροφορικής, έτι δε περαιτέρω στο πλαίσιο της διασύνδεσής της με την Τεχνητή Νοημοσύνη, εκπροσωπεί -βεβαίως όχι γενικώς αλλά ως προς ορισμένες δυσλειτουργίες του, όπως εξηγείται αμέσως κατωτέρω- ένα άκρως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα των κινδύνων, τους οποίους καλλιεργεί η αλόγιστη χρήση της τεχνολογικής προόδου για την ανθρώπινη καθημερινότητα και την ανθρώπινη δημιουργία. Και τούτο διότι, εκ των πραγμάτων -όπως η απλή εμπειρία καταδεικνύει- το Διαδίκτυο, σε όλη του την πολυμορφία και την επέκεινα πολυδιάστατη εφαρμογή του, εγκυμονεί, μεταξύ άλλων, τους εξής δύο κινδύνους:
Από την μια πλευρά, παρέχει, με πρωτόγνωρη ευχέρεια, στον καθένα και σε πλανητικό επίπεδο, πληροφορίες και «γνώσεις», ακόμη και για επιστημονικώς κρίσιμα θέματα, οι οποίες -τουλάχιστον σε ορισμένες, έστω και μεμονωμένες, περιπτώσεις- ουδεμία σοβαρή επιστημονική επεξεργασία έχουν υποστεί ή, ακόμη περισσότερο, είναι εσκεμμένα και με, υποδορίως ή και εμφανώς, κατευθυνόμενη προοπτική «κατασκευασμένες».
Και, από την άλλη πλευρά, εθίζει -ακριβώς λόγω της εκπληκτικής ευχέρειας πρόσβασης στην πληροφορία και του «πληροφοριακού όγκου» που σωρεύεται εντεύθεν- τον αποδέκτη των πληροφοριών, ιδίως δε τους νέους που δεν έχουν καν τον χρόνο επεξεργασίας της πληροφορίας αυτής λόγω και της αδυναμίας κατάλληλης προσαρμογής του κατά περίπτωση εκπαιδευτικού συστήματος, σε μιαν εντελώς παθητική γνώση απέναντι στο περιεχόμενο της πληροφορίας και στην ακρίβειά του: «Αφού αυτό ανιχνεύθηκε στο Διαδίκτυο, είναι εξ ορισμού αληθές».
β5) Κάπως έτσι το Διαδίκτυο -πάντοτε ως προς συγκεκριμένες δυσλειτουργίες του και μόνο- τείνει, έστω και αν αυτό δεν ήταν μέσα στις προθέσεις των δημιουργών του και της δημιουργίας του, να εγκαθιδρύσει ένα είδος «Βασιλείου της Πληροφορίας». «Βασιλείου», το οποίο -και πάλι σε περιπτώσεις για τις οποίες έγινε λόγος αμέσως προηγουμένως- συντίθεται από πληροφορίες «ατάκτως ερριμμένες», κι ακόμη περισσότερο πληροφορίες οι οποίες όχι μόνο δεν υπηρετούν την μετατροπή τους σε Γνώση και Επιστήμη αλλά, στην καλύτερη δυστυχώς περίπτωση, τις ευτελίζουν κατ’ αποτέλεσμα, μετατρέποντάς τες σε πεδία πιραντελικής θεατρικής έμπνευσης: «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε» και «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε»! Υπό τα δεδομένα αυτά το Διαδίκτυο, κατά την αρνητική ως άνω πλευρά του, θα μπορούσε να εμπνεύσει, υπό σύγχρονους όρους, την δημιουργία ενός «παραμυθιού», ανάλογου μ’ εκείνο που μας έχει παραδώσει ο Hans Christian Andersen, στην ιστορία του τα «Καινούργια ρούχα του Αυτοκράτορα»: Στο παραμύθι, όπου ο ματαιόδοξος, υπερόπτης και αυτάρεσκος Αυτοκράτορας συμβιβάζεται να παρελάσει γυμνός μπροστά στους υπηκόους του, χωρίς να έχει τις στοιχειώδεις αντοχές ν’ αποδεχθεί ότι εξαπατήθηκε από τους αδίστακτους επιτήδειους ράφτες του. Στο παραμύθι, όπου ένα παιδί -και μακάρι αυτό να σημαίνει το «ξύπνημα» της νέας γενιάς μπροστά στις επικίνδυνες διαδικτυακές προκλήσεις που βρίσκονται μπροστά της- βρίσκει το κουράγιο ν’ αναφωνήσει: «Ο Βασιλιάς είναι γυμνός»!
β6) Σ’ αυτό το μονοπάτι αναζήτησης και συνειδητοποίησης, πολύτιμος οδηγός μπορεί να είναι οι στίχοι του Τ.Σ. Έλιοτ, από το ποίημά του «Δέκα χορικά απ’ το “Βράχο” (Πρώτο χορικό):
«Που είν’ η Ζωή, που τη σπαταλήσαμε ζώντας;
Που είν’ η σοφία, που τη χάσαμε μέσα στη γνώση;
Που είν’ η γνώση, που τη χάσαμε στις πληροφορίες;»
Οι στίχοι αυτοί -σχεδόν προφητικοί, αν αναλογισθεί κανείς ότι γράφτηκαν κατά το πρώτο τρίτο του περασμένου αιώνα, μεταξύ του Πρώτου και του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου- διατραγωδούν τον κίνδυνο που διατρέχει η Παιδεία από μιάν ακατάσχετη και με κάθε μέσο σώρευση απλής πληροφορίας, η οποία αδυνατεί να μετουσιωθεί σε Γνώση και, πολύ περισσότερο, σε «Σοφία», δηλαδή στον τελικό προορισμό του Πνεύματος.
γ) Ακόμη περισσότερο ελλοχεύουν οι φόβοι για την αρνητική πλευρά και επιρροή συγκεκριμένων τεχνολογικών εξελίξεων, όταν γίνονται κάτι παραπάνω από ορατοί οι εξ αυτών κίνδυνοι, οι οποίοι αφορούν την ραγδαία εξάπλωση και επιδείνωση της από τον John Maynard Keynes -μάλιστα εδώ και πολλές δεκαετίες πριν- οιονεί «προφητικώς» επισημανθείσας «τεχνολογικής ανεργίας». Υπό άλλους όρους, ενός είδους «δομικής», και γι’ αυτό άκρως επικίνδυνης κοινωνικώς, ανεργίας. Ειδικότερα:
γ1) Ουδείς μπορεί ν’ αμφισβητήσει το γεγονός ότι η σύγχρονη τεχνολογική πρόοδος έχει σαφώς ευεργετικές επιπτώσεις όσον αφορά το πεδίο της ανθρώπινης εργασίας. Επιπτώσεις, οι οποίες σχετίζονται, π.χ., τόσο με το γενικότερο εργασιακό περιβάλλον -το οποίο γίνεται, τουλάχιστον κατά κανόνα, μεταξύ άλλων ασφαλέστερο και πιο υγιεινό- όσο και, κυρίως, με την φύση και την ποιότητα των θέσεων εργασίας. Πραγματικά, δημιουργούνται καθημερινά νέες θέσεις εργασίας πολύ υψηλού επιπέδου, κατ’ εξοχήν σε ό,τι αφορά το μορφωτικό επίπεδο των εργαζομένων, οδηγώντας έτσι σε μια πρωτόγνωρη και συνάμα ευεργετική αρμονική συνύπαρξη των προϋποθέσεων ανάπτυξης της προσωπικότητας του Ανθρώπου και της διαρκώς διευρυνόμενης χρήσης της Επιστήμης και της Τεχνολογίας και των εφαρμογών τους στην καθημερινή πράξη και ζωή.
γ2) Όμως, είναι εξίσου αλήθεια ότι αυτή η πρόοδος ως προς τα σύγχρονα εργασιακά δεδομένα έχει και την άλλη όψη της, της οποίας τα δυσμενή αποτελέσματα επίσης ουδείς μπορεί να παραγνωρίσει και, πολύ περισσότερο, να υποτιμήσει. Και τούτο διότι η ως άνω πρόοδος συνεπάγεται, εκ των πραγμάτων, σημαντική απώλεια θέσεων εργασίας, αφού πολλές τέτοιες θέσεις χάνουν την παραγωγική τους χρησιμότητα δοθέντος ότι, λόγω των εξελίξεων της Πληροφορικής και κυρίως της Τεχνητής Νοημοσύνης, ο ανθρώπινος παράγοντας στα πεδία των θέσεων αυτών τίθεται σ’ ένα είδος «περιθωρίου». Και όσο η τεχνολογική πρόοδος καλπάζει, δεν είναι μόνο το αρνητικό κόστος της απώλειας θέσεων χειρωνακτικών ή γραμματειακών εργασιών που αυξάνει, και μάλιστα γεωμετρικώς. Το κόστος αυτό εκτείνεται ακόμη και σε θέσεις εργασίας, που ως χθες εμφανίζονταν εξειδικευμένες, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της εργασιακής ιεραρχίας. Άρα, θέσεις εργασίας που κατείχαν -ή και κατέχουν ακόμη- εργαζόμενοι με μορφωτικό και επιστημονικό επίπεδο άνω του, ως χθες, μέσου όρου. Εργαζόμενοι, οι οποίοι, υπό τις συνθήκες αυτές, είχαν επενδύσει πολύ χρόνο και κόπο για την κατοχύρωση των εργασιακής τους σταθερότητας και, ακόμη περισσότερο, είχαν «οικοδομήσει» έναν τρόπο κοινωνικής και οικονομικής ζωής, ο οποίος, σχεδόν από την μια στιγμή στην άλλη, καταρρέει, οδηγώντας τους σ’ ένα πραγματικά εφιαλτικό αδιέξοδο. Στο ίδιο ανθρώπινο δυναμικό πρέπει να συνυπολογισθούν και νέοι άνθρωποι, οι οποίοι μπορεί να μην έχουν μπει ακόμη «στην παραγωγή», όμως έχουν, με πολύ μεγάλο κόστος γι’ αυτούς, οργανώσει τις σπουδές τους και το μέλλον τους με βάση τα δεδομένα συγκεκριμένων θέσεων εργασίας, που εμφανίζονταν, στην αρχή του επαγγελματικού τους προσανατολισμού και προγραμματισμού, να εξασφαλίζουν ένα πολλά υποσχόμενο κοινωνικό και οικονομικό cursus hororum.
γ3) Υπό τα δεδομένα αυτά αποκτά εξαιρετική επικαιρότητα η διαπίστωση του Yuval Noah Harari, στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «21 Lessons for the 21st Century», σύμφωνα με την οποία στην σύγχρονη Φιλελεύθερη Δημοκρατία -πάντοτε με την μορφή της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας- που σίγουρα είναι το πιο συμβατό με την φύση του Ανθρώπου σύστημα διακυβέρνησης, ο μεγάλος κίνδυνος δεν είναι, βεβαίως, η κατά κυριολεξία εκμετάλλευση του Ανθρώπου από τον Άνθρωπο, όπως είχε φαντασθεί ο Karl Marx. Σήμερα πια, και με τα κατά τ’ ανωτέρω τεχνολογικά και οικονομικά δεδομένα, ο μεγάλος κίνδυνος είναι η περιθωριοποίηση του Ανθρώπου, ως παράγοντα της κοινωνικής και οικονομικής δημιουργίας και παραγωγής. Στην οποία τον εξωθεί, κατά κύριο λόγο, η δια της οδού της άκριτης τεχνολογικής εξέλιξης αναγκαστική έξοδος από την «αγορά εργασίας» και, συνακόλουθα, από το πεδίο της, δια της προσωπικής του δημιουργίας, υπεράσπισης της αξίας του και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του.
γ4) Βεβαίως, η γενικευμένη αυτοματοποίηση στο πεδίο της παραγωγής φαίνεται ακόμη πολύ μακρινή, ενώ, όπως ήδη τονίσθηκε, ο κίνδυνος πλήρους υποκατάστασης του Ανθρώπου από τα δημιουργήματα της Τεχνολογίας -και ιδίως του συνδυασμού Πληροφορικής και Τεχνητής Νοημοσύνης- είναι, μάλλον, ουτοπικός. Παρ’ όλα αυτά η αλήθεια είναι πως η απώλεια θέσεων εργασίας παγκοσμίως, και δη θέσεων υψηλού μορφωτικού επιπέδου, βαίνει με γεωμετρική πρόοδο. Μέσα σε αυτό το δυσοίωνο κοινωνικό και οικονομικό τοπίο, ο μέσος Άνθρωπος αρχίζει να αισθάνεται κατά κάποιο τρόπο «άχρηστος», μπαίνοντας σ’ ένα είδος κοινωνικού και οικονομικού «περιθωρίου» και αντίστοιχης «απομόνωσης». Διότι δεν πρέπει να υποτιμούμε το γεγονός ότι, με τα συγκεκριμένα δεδομένα της Τεχνολογίας και της Επιστήμης, είναι εντελώς ανεύθυνο να πιστέψουμε πως ο Άνθρωπος μπορεί να υπερασπισθεί την αξία του και να αισθανθεί πως αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του, αν απλώς του διασφαλισθούν -ίσως με την πρόοδο του Κοινωνικού Κράτους, πράγμα άκρως αμφίβολο με βάση τα τωρινά δεδομένα της κυρίαρχης οικονομικής αντίληψης διεθνώς- τα προς το ζην, δίχως όμως ενεργό συμμετοχή στο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι και με εντελώς αβέβαιες προοπτικές ανέλιξης στην οικονομική και κοινωνική ιεραρχία. Ίσως, λοιπόν, πρέπει να ξαναθυμηθούμε την αξία της ρήσης του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου : «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται Άνθρωπος».
γ5) Η ανάλυση που προηγήθηκε πρέπει να προβληματίσει ακόμη περισσότερο, αν αναλογισθούμε ότι αυτές οι επιπτώσεις της κατά τ’ ανωτέρω «τεχνολογικής ανεργίας» μπορούν να εξηγήσουν εύγλωττα την ατμόσφαιρα μελαγχολίας ή και κατάθλιψης, η οποία αρχίζει να κυριαρχεί σε ευρύτερες, δυστυχώς, κοινωνικές ομάδες σε πολλά σημεία του Πλανήτη. Ιδίως δε σε κοινωνικές ομάδες νέων, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και, αντίστοιχα, με ικανότητες επιστημονικής, οικονομικής και κοινωνικής προσφοράς πάνω από τον μέσο όρο. Το ζοφερό αυτό κλίμα εξωθεί, εκ των πραγμάτων, τον πληττόμενο από αυτές τις συνθήκες ζωής Άνθρωπο σε νοοτροπίες και συμπεριφορές άκρως υπονομευτικής, κοινωνικώς, ριζοσπαστικοποίησης. Και είναι προφανές ότι τέτοιες νοοτροπίες και συμπεριφορές οδηγούν, κυρίως τους νέους, π.χ. σε τάσεις είτε αμφισβήτησης κάθε μορφής πολιτικής εξουσίας, ακόμη και της πιο νομιμοποιημένης δημοκρατικώς, λόγω της ανικανότητάς της να εγγυηθεί στοιχειώδεις συνθήκες αξιοκρατικής συνοχής του κοινωνικού συνόλου. Είτε προσήλωσης σε, «νεότευκτα» διεθνώς, αυταρχικά πρότυπα ηγεσίας, τα οποία -πολλές φορές μάλιστα με την «λεοντή» του φιλελεύθερου δημοκρατικού προτύπου- εμφανίζονται, δήθεν, να «κήδονται», με συγκεκριμένες πολιτικές «οικονομικού προστατευτισμού» intra muros και ανάλογες τακτικές σχεδόν ρατσιστικής μεταχείρισης ορισμένων κοινωνικών ομάδων, των συμφερόντων και του μέλλοντος του ανθρώπινου δυναμικού, που αισθάνεται θύμα της «τεχνολογικής ανεργίας», υπό την προμνημονευόμενη μορφή και με τις εντεύθεν επώδυνες κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις.
Επίλογος
Η σχέση του σύγχρονου Ανθρώπου με την Τεχνολογία και τα επιτεύγματά της, κατ’ εξοχήν δε τα τελευταία χρόνια, είναι γεμάτη αντιφάσεις. Όχι αντιθέσεις, που θα μπορούσε να τις συμβιβάσει η διαλεκτική σύνθεσή τους, αλλά πραγματικές αντιφάσεις, που τις δημιουργούν από την μια πλευρά η, καθ’ όλα δικαιολογημένη, «υπερηφάνεια» του δημιουργού απέναντι στα δημιουργήματά του, απόρροια του φαουστικού χαρακτήρα του Δυτικοευρωπαϊκού Πολιτισμού, ο οποίος εκφράζεται και με τον πόθο για το άπειρο. Και, από την άλλη πλευρά, το δέος και ο συνακόλουθος φόβος απέναντι στα δημιουργήματα αυτά. Ένας φόβος που τον υποδαυλίζει, σχεδόν υποσυνείδητα, εκείνο το συναισθηματικό κράμα, το οποίο προκύπτει από το «μείγμα» του παράδοξου και του παράλογου, σε τελική δε ανάλυση το «μείγμα» του δέους που αισθάνεται ο δημιουργός, όταν τα δημιουργήματά του αρχίζουν να κινούνται πέραν των σχεδιασμών του και των προσδοκιών του, ακόμη δε περισσότερο όταν αυτός νομίζει ότι, εν τέλει, θα τον ξεπεράσουν ή και θα τον υποκαταστήσουν.
Α. Είναι ακριβώς οι κατά τ’ ανωτέρω αντιφάσεις, οι εκφάνσεις τους και οι αιτίες τους, που εξηγούν το πώς και το γιατί ο σύγχρονος Άνθρωπος δεν καταφέρνει πάντα να συνθέσει, με την απαιτούμενη επιστημονικώς αντικειμενικότητα και επάρκεια, τα δεδομένα του όλου οικοδομήματος της Τεχνολογίας. Κλασικό -και άκρως αντιπροσωπευτικό- παράδειγμα ενός τέτοιου, ελλιπούς επιστημονικώς, εγχειρήματος είναι η, σχεδόν καθολικώς παραδεδεγμένη, θεώρηση περί των, δήθεν, τεσσάρων «Βιομηχανικών Επαναστάσεων».
1. Η θεώρηση αυτή αποδέχεται ότι βιώνουμε σήμερα την 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Και για να φθάσει ως εδώ, φαίνεται να πιστεύει πως η 1η και η 2η Βιομηχανική Επανάσταση, οι οποίες προέκυψαν από την είσοδο της «μηχανής» στην παραγωγή -άρα σ’ ένα στενό κύκλο της οικονομικής δραστηριότητας, που ορθώς αποκαλείται «βιομηχανική» -προκειμένου αρχικώς να την διευκολύνουν και, στην συνέχεια, να την γιγαντώσουν, βρίσκονται σ’ ευθεία γραμμή με την λεγόμενη 3η και 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Ήτοι με μια πραγματική «Επανάσταση», οικονομική και όχι μόνο, η οποία στην αρχή συντελέσθηκε με την εμφάνιση της Πληροφορικής και εξελίσσεται μέσω της «σύζευξής» της με την Τεχνητή Νοημοσύνη.
2. Είναι όμως πια κάτι παραπάνω από προφανές ότι αυτές οι «Επαναστάσεις» -οι αποκαλούμενες 3η και 4η- εμφανίζουν μεγάλες διαφορές σε σχέση με τις δύο προηγούμενες. Διαφορές καθαρώς ποιοτικές, οι οποίες οφείλονται ιδίως στο ότι η Πληροφορική και η Τεχνητή Νοημοσύνη, ως ανθρώπινα δημιουργήματα, αφενός ουδεμία, σχεδόν, ομοιότητα εμφανίζουν, οικονομικώς και τεχνολογικώς, με την «μηχανή» της 1ης και 2ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Και, αφετέρου, βαίνουν πολύ πέραν της αμιγώς οικονομικής δραστηριότητας, καλύπτοντας το σύνολο της ανθρώπινης καθημερινότητας και δράσης, ως την πιο ανεπαίσθητη πτυχή της. Εξ ου και, κατ’ επιστημονική ακριβολογία, στην εποχή της Πληροφορικής βιώνουμε πλέον την συγκλονιστική εμπειρία μιας άλλης «Επανάστασης», της Τεχνολογικής, η οποία μετά την, κατά τ’ ανωτέρω, πρόσφατη σχετικώς, «σύζευξη» της Πληροφορικής με την Τεχνητή Νοημοσύνη, βρίσκεται στην 2η φάση της. Συνεπώς, μετά την 1η και 2η Βιομηχανική Επανάσταση, μπήκαμε στην εποχή της 1ης Τεχνολογικής Επανάστασης, ενώ σήμερα διανύουμε την πρώτη περίοδο της 2ης Τεχνολογικής Επανάστασης.
Β. Οι ίδιες ως άνω αντιφάσεις, οι εκφάνσεις τους και οι αιτίες τους εξηγούν και το πώς και γιατί ο σύγχρονος Άνθρωπος δεν καταφέρνει πάντοτε να «ισορροπήσει», κατά την στάθμιση των επιπτώσεων της τεχνολογικής προόδου -αποτελέσματος των εντυπωσιακών της επιδόσεων- ειδικότερα δε κατά την στάθμιση των θετικών και των αρνητικών της πλευρών. Και όμως, όταν η σκέψη και η έρευνα περί την Τεχνολογία κινούνται μέσα σ’ ένα ορθολογικώς οργανωμένο πλαίσιο επιστημονικής θεώρησης και δεοντολογίας, η πραγματικότητα ανοίγεται μπροστά μας αρκετά απλή:
1. Η βασική και στοιχειώδης παραδοχή συνίσταται στο ότι η Τεχνολογία αποτελεί ένα από τα «ευγενέστερα» επιτεύγματα του Πνεύματος, στην αδιάλειπτη πορεία του την οποία χαράζει, κατά τον προορισμό του, η ομαλή μετατροπή της Πληροφορίας σε Γνώση και της Γνώσης σε Επιστήμη, σε «Σοφία». Αψευδής μάρτυρας αυτής της αλήθειας είναι το γεγονός, ότι χάρη στην Τεχνολογία και τις εφαρμογές της, η ζωή του Ανθρώπου έχει αλλάξει επί τα βελτίω σε τέτοιον βαθμό, ώστε κάθε σύγκριση με το παρελθόν- ακόμη και το πρόσφατο- να γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη, αφού το αντίστοιχο επιστημονικό «χάσμα» είναι σχεδόν αδύνατο να υπερβαθεί. Και η ως άνω βελτίωση επηρεάζει κάθε τμήμα της ζωής μας, από το προσδόκιμό της, τις συνθήκες διαβίωσής μας, τον τρόπο ανάπτυξης της προσωπικότητάς μας μέσ’ από την συμμετοχή μας στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή, ως την ίδια την επιστημονική δημιουργία: Σε κάθε επιστημονικό πεδίο, οι δυνατότητές μας γίνονται ολοένα και πιο «παραγωγικές», βεβαίως με «κολοφώνα» τις Θετικές Επιστήμες, δίχως όμως να υπολείπεται το πεδίο των, lato sensu, Ανθρωπιστικών Επιστημών. Κι αν η πρόοδος στις τελευταίες δεν είναι η αναμενόμενη, τούτο δεν οφείλεται στα μέσα, με τα οποία μας εφοδιάζει η τεχνολογική πρόοδος, αλλά, όλως αντιθέτως, στις δικές μας προτεραιότητες, όπως τις διαμορφώνουν οι επιμέρους αντιλήψεις μας και επιλογές μας.
2. Οπωσδήποτε, αυτή η θετική όψη της τεχνολογικής προόδου δεν μπορεί -και δεν πρέπει άλλωστε- να κρύψει τις «σκοτεινές» πλευρές της. «Σκοτεινές», με την έννοια ότι δημιουργούν παρενέργειες σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη δημιουργία εν συνόλω, κατά τον φυσικό προορισμό του Ανθρώπου. Και εδώ όμως πρέπει να επισημανθεί ότι αυτές οι παρενέργειες -όταν δεν είναι προϊόν παρερμηνειών, παρεξηγήσεων ή και ευτελών φαντασιώσεων ως προς την επιρροή των τεχνολογικών επιδόσεων- δεν οφείλονται τόσο στην «φυσιογνωμία» της Τεχνολογίας, κατά την επιστημονική της καταγωγή και προοπτική, όσο στον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος ο Άνθρωπος προσεγγίζει και χρησιμοποιεί την Τεχνολογία, είτε υπερτιμώντας τα αποτελέσματά της είτε υποτιμώντας την «δοσολογία» εμπλοκής της στην καθημερινή ζωή. Δύο, άκρως χαρακτηριστικά παραδείγματα αρκούν, πιστεύω, για να τεκμηριώσουν ασφαλώς το προαναφερόμενο συμπέρασμα:
α) Δεν είναι η τεχνολογική υφή του Διαδικτύου που οδηγεί, οιονεί εκ φύσεως, στον «ευτελισμό» της Γνώσης και της Επιστήμης μέσω της «καθήλωσής» τους στο επίπεδο της απλής και άγονης σώρευσης πληροφορίας, και μάλιστα εσφαλμένης ή και ψευδούς. Είναι, όλως αντιθέτως, ο πρόχειρος έως απλουστευτικός τρόπος, με τον οποίο ο σύγχρονος Άνθρωπος μπαίνει στον κόσμο του Διαδικτύου και ζει μέσα σε αυτόν, σαν να πρόκειται για ένα «Σύμπαν», το οποίο έχει ως προορισμό όχι την διευκόλυνση της ανθρώπινης δημιουργίας αλλά την ολική της μετάλλαξη, έτσι ώστε να «πλέει» σε μια «θάλασσα» «εύπεπτων» διανοητικώς φαντασιώσεων.
β) Ακόμη περισσότερο, η «τεχνολογική ανεργία» δεν συνιστά μοιραία -με άλλες λέξεις νομοτελειακή- παρενέργεια της τεχνολογικής προόδου. Είναι μεν γεγονός ότι η πρόοδος αυτή προκαλεί σημαντική -και ραγδαίως, δυστυχώς, εξελισσόμενη- απώλεια θέσεων εργασίας σε πολλούς τομείς απασχόλησης, οι οποίοι μας είναι εξαιρετικά οικείοι από το παρελθόν. Ταυτοχρόνως δε και συνακόλουθα διαμορφώνει ένα βαρύ κλίμα αβεβαιότητας και περιθωριοποίησης των μελών κάθε κοινωνικού συνόλου, τα οποία είναι τα θύματα της ως άνω συγκλονιστικής κοινωνικής και οικονομικής αλλαγής. Και τούτο διότι τίποτα δεν μας εμποδίζει να χρησιμοποιήσουμε τα νέα μέσα της Τεχνολογικής προόδου, έτσι ώστε οι θέσεις εργασίας που χάνονται ν’ αντικατασταθούν, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, με νέες. Έτσι ώστε ο καθένας, σύμφωνα με τις συμφυείς και αλληλοσυμπληρούμενες αρχές της Ισότητας και της Αριστείας, να προσφέρει αυτό που του αναλογεί στο κοινωνικό σύνολο, στο οποίο ανήκει, και να υπερασπίζεται, αξιοπρεπώς και κατά τον προορισμό του, την αξία του και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Ας μην ξεχνάμε ότι οι θεσμικές και πολιτικές αντηρίδες της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχουν, ευτυχώς, τις αντίστοιχες «αντοχές», ώστε να υπερασπισθούν τον Άνθρωπο ακόμη και έναντι των ενδεχόμενων παρεκβάσεων της Τεχνολογίας, και όχι μόνο.
* Το κείμενο του Προέδρου της Δημοκρατίας, κ. Προκόπη Παυλόπουλου, είναι από την ομιλία του στο 4ο Οικονομικό Forum των Δελφών, με τίτλο «Από την βιομηχανική στην τεχνολογική επανάσταση: Στον αστερισμό ενός αβέβαιου μέλλοντος».