Στις 27 Μαρτίου 1921 έχουμε την κορύφωση της επικής μάχης στο Τουμλού Μπουνάρ της Μικράς Ασίας, που ταυτοχρόνως αποτελεί και την κορυφαία στιγμή στην πολυετή και ένδοξη ιστορία του 34ου Συντάγματος Πεζικού (34ο ΣΠ), του λεγόμενου και «Συντάγματος των Πειραιωτών», καθώς σε αυτό υπηρετούσαν κυρίως οι άνδρες από τον Πειραιά και τα νησιά του Αργοσαρωνικού, και το οποίο τότε ΜΟΝΟ του αντιμετώπισε τρεις πλήρεις τουρκικές Μεραρχίες τις οποίες και κατανίκησε!
Απώτερος στόχος της όλης επιχειρήσεως από ελληνικής πλευράς ήταν η διεξαγωγή μεγάλων επιχειρήσεων προς Εσκί Σεχίρ και Αφιόν Καραχισάρ, προκειμένου με τον τρόπο αυτό να ενισχυθεί η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδος στη διάσκεψη του Λονδίνου, που – ως γνωστό – είχε συγκληθεί με σκοπό την ταχύτερη διευθέτηση της Μικρασιατικής εκκρεμότητος, καθώς τότε η μεν Ιταλία είχε υπογράψει διμερή συμφωνία με την Κεμαλική Τουρκία, η δε Γαλλία είχε αρχίσει μυστικές διαπραγματεύσεις για την κατάπαυση του πολέμου στην Κιλικία. Άμεση συνέπεια αυτών θα ήταν να τεθούν σε μεγάλο και προφανή κίνδυνο τα ελληνικά στρατεύματα, να μείνουν απομονωμένα, και να δεχθούν το βάρος ολόκληρου του Τουρκικού Στρατού.
Τότε λοιπόν η κυβέρνηση αποδέχτηκε σχετική εισήγηση του Αρχιστρατήγου, που θεωρούσε εξασφαλισμένη την επιτυχία των νέων επιχειρήσεων, και διέταξε την εκτέλεση τους.
Στις 10 Μαρτίου 1921, το πρωί, το 34ο ΣΠ άρχισε την προέλασή του με άξονα τη σιδηροδρομική γραμμή Ουσάκ - Αφιόν Καραχισάρ και την επομένη, 11 Μαρτίου, συμμετέχει στην επίθεση εναντίον της οχυρωμένης τοποθεσίας Τουμλού Μπουνάρ, που ήλεγχε την ομώνυμη στρατηγικής σημασίας διάβαση, που κατέβαλε μετά από πολύ σκληρό αγώνα.
Στις 13 Μαρτίου 1921 η προέλαση συνεχίσθηκε προς την κατεύθυνση Αϊβαλί – Αφιόν Καραχισάρ και στις 14 Μαρτίου τμήματα άλλου Συντάγματος της II Μεραρχίας, στην οποία ανήκε και το 34ο ΣΠ, κατέλαβαν την πόλη του Αφιόν Καραχισάρ, με το 34ο ΣΠ να εγκαθιστά προφυλακές προς Εσκί Σεχίρ, καθώς συνάντησε ισχυρότατες τουρκικές δυνάμεις που ανέκοψαν την προέλαση του.
Εκεί, τα ελληνικά στρατεύματα που κατείχαν το Αφιόν Καραχισάρ κινδύνευσαν να πλαγιοκοπηθούν, λόγο για τον οποίο η II Μεραρχία διέταξε την εκκένωση της πόλεως. Τότε το 34ο ΣΠ, με διοικητή τον Συνταγματάρχη (ΠΖ) Δημοσθένη Διαλέτη, αποσύρθηκε από την πεδιάδα, όπου είχε εγκαταστήσει προφυλακές και κατέλαβε τα γύρο υψώματα προκειμένου να καλύψει τη στρατηγικής σημασίας διάβαση προς Τουμλού Μπουνάρ.
Στις 26 Μαρτίου 1921, στις 14:00, ο Διοικητής του 34ου ΣΠ ανέφερε στη Μεραρχία ότι δύο τουρκικές Μεραρχίες, κινούνταν με επιθετικές διαθέσεις εναντίον του από τα νώτα του Τουμλού Μπουναρ. Αμέσως, ο προϊστάμενο Α’ Σώμα Στρατού διέταξε να κινηθεί επειγόντως ολόκληρη η XIII (13η) Μεραρχία για ενίσχυση του 34ου ΣΠ. Επίσης, η II Μεραρχία, στην οποία, ως προελέχθη, υπαγόταν το 34ο ΣΠ, μόλις πληροφορήθηκε τις εξελίξεις, κινήθηκε άμεσα με νυκτερινή πορεία προς το Γκιουνέι. Καθ' όλη τη διάρκεια της νύκτας το Σύνταγμα απέκρουσε διαδοχικώς όλες τις τουρκικές επιθέσεις, που απέβλεπαν στην αποκοπή του Συντάγματος από τις προς ενίσχυσή του σπεύδουσες φίλιες δυνάμεις.
Στις 27 Μαρτίου 1921, στις 06:00, ξεκίνησε η επίθεση των δυνάμεων της II Μεραρχίας από τα υψώματα βόρεια του Γκιουνέι, πλευροκοπώντας έτσι την εκεί υπάρχουσα τουρκική Μεραρχία. Ο αιφνιδιασμός των Τιούρκων ήταν πλήρης και υποχώρησαν ατάκτως, γρήγορα όμως ανασυντάχθηκαν και αντιστάθηκαν για άλλες τέσσερις ώρες, προτού η αντίστασή τους καμφθεί οριστικώς από τις λυσσώδεις επιθέσεις των ανδρών του 34ου ΣΠ και του 7ου ΣΠ (των Αθηνών), που πλαγιοκοπούσε τον εχθρό.
Η σύγκρουση συνεχίσθηκε με την ίδια ένταση μέχρι τις 19:00 το απόγευμα, ήταν δε τόσο σκληρός, που πολλάκις οι Έλληνες και Τούρκοι μαχητές πιάστηκαν στα χέρια σε μία μάχη σώμα-με-σώμα με ξιφολόγχες, πέτρες, φτυάρια και κάθε άλλο διαθέσιμο όπλο.
Η κρισιμότερη ημέρα της μάχης ήταν η 27 Μαρτίου 1921.
Ήταν τέτοια η ένταση της μάχης ώστε σε κάποια κρίσιμη στιγμή της ο Συνταγματάρχης Διαλέτης αποφασίζει επίθεση δια της λόγχης, έναντι υπέρτερων αριθμητικά τουρκικών δυνάμεων. Επειδή δεν υπήρχαν διαθέσιμες δυνάμεις για να διενεργήσουν την αντεπίθεση, ο Συνταγματάρχης Διαλέτης, συγκροτεί εκ των ενόντων «δύναμη αντεπιθέσεως», αποτελούμενη από γραφείς, ιπποκόμους, μαγείρους και κάθε άλλο διαθέσιμο άνδρα.
Ο ίδιος ο Συνταγματάρχης τίθεται επικεφαλής των ανδρών αυτών, και επειδή το περίστροφό του δεν είχε πλέον σφαίρες, κρατούσε ένα ξύλο για να φαίνεται από μακριά σαν «τυφέκιο»! Δίπλα του τον ακολουθούσε ο Στρατιωτικός Ιερεύς του 34ου ΣΠ Αρχιμανδρίτη Βαλανιδιώτη, ο οποίος έφερε τα άμφιά του, την άκρη των οποίων είχε περάσει από τη ζώνη του για να μην τον εμποδίζουν στην κίνηση και κρατούσε με τα δυό του χέρια ανεμίζουσα την Πολεμική Σημαία του Συντάγματος!
Η έφοδος της προαναφερθείσας «εφεδρείας» ήταν τόσο σφοδρή, χαρακτηριστικώς αναφέρεται από κάποιες πηγές, ότι ο χασάπης του Συντάγματος φορώντας τη λερωμένη από το αίμα των σφαγίων ποδιά του ηγείτο στην πρώτη γραμμή κραδαίνοντας τον…μπαλτά (!), που αναγκάζει τις έναντι αυτών τουρκικές δυνάμεις σε άτακτη υποχώρηση!
Στις 28 Μαρτίου 1921, τα τρία τάγματα του 34ου ΣΠ (Ι/34, ΙΙ/34, ΙΙΙ/34) συγκρότησαν, με τμήματα του 1ου ΣΠ και με την υποστήριξη πυροβολικού, απόσπασμα μάχης, που τέθηκε υπό τις διαταγές του Διευθυντή Πεζικού της ΙΙ Μεραρχίας Συνταγματάρχη (ΠΖ) Καλλιδόπουλου. Με τη σειρά του το απόσπασμα Καλλιδόπουλου ανέλαβε επιθετικές ενέργειες προς τα βόρεια, καταλαμβάνοντας τη γραμμή Αρσανλάρ - Κιουτσούκ - υψώματα Κιλιατζάκκιοι.
Το βράδυ της 28 Μαρτίου 1921, η τριήμερη επική μάχη του Τουμλού Μπουναρ έληξε με την ολοκληρωτική ήττα των τουρκικών δυνάμεων, που αποτελούνταν από δύναμη επτά Μεραρχιών, από τις οποίες οι τρεις βρίσκονταν στον τομέα ευθύνης του 34ου ΣΠ (!) και ισχυρό πυροβολικό, τόσο μέσο των 105 όσο και βαρύ των 155 χιλιοστών.
Ο Διοικητής του 34ου ΣΠ Συνταγματάρχης Δημοσθένης Διαλέτης γεννήθηκε το 1869 στο χωριό Δερβίτσα Αιτωλοακαρνανίας και πέθανε το 1954. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1885 κατατάχθηκε στο προπαρασκευαστικό σχολείο Υπαξιωματικών, από το οποίο στις 23 Ιουλίου 1887 αποφοίτησε ως Λοχίας και το 1901 προήχθη σε Ανθυπολοχαγό Πεζικού. Το 1909 προήχθη σε Υπολοχαγό, το 1912 σε Λοχαγό, το 1914 σε Ταγματάρχη, το 1917 σε Αντισυνταγματάρχη, το 1919 σε Συνταγματάρχη, βαθμό με τον οποίο υπηρέτησε στη Μικρά Ασία ως Διοικητής του 34ου ΣΠ. Το 1923 προήχθη σε Υποστράτηγο και το 1928 σε Αντιστράτηγο οπότε και τοποθετήθηκε ως Αρχηγός της Χωροφυλακής, η οποία ήταν αστυνομικό σώμα στρατιωτικού χαρακτήρος και οργανώσεως. Αποστρατεύτηκε με αίτηση του το 1929.
Συμμετείχε στους πολέμους: τον Ελληνοτουρκικό του 1897, τους δύο Βαλκανικούς 1912 – 13 εναντίον Τούρκων και Βουλγάρων αντιστοίχως, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο 1916 – 18 στο Μακεδονικό Μέτωπο, τη Μικρασιατική εκστρατεία (1920 – 22).
Στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του διοίκησε διάφορα συντάγματα πεζικού, ενώ ως Διοικητής του 34ου ΣΠ, στη μάχη του Τουμλού Μπουνάρ (1921), συγκράτησε με το σύνταγμα του επί δύο ημέρες την επίθεση τριών τουρκικών Μεραρχιών μέχρι να φτάσουν οι ελληνικές ενισχύσεις, με αποτέλεσμα να προαχθεί «επ’ ανδραγαθία» σε Υποστράτηγο, προαγωγή που υλοποιήθηκε στις αρχές του 1923.
Στη διάρκεια της Κατοχής διετέλεσε Υφυπουργός Άμυνας στην κατοχική κυβέρνηση των δοσιλόγων (από 17 Μαΐου 1943, ως 12 Οκτωβρίου 1944). Πέθανε το 1954 σε ηλικία 85 ετών με τον βαθμό του Αντιστρατήγου ε.α..
Μέχρι τον πόλεμο του 1940, κάθε 27 Μαρτίου, το 34ο ΣΠ τιμούσε την μάχη του Τουμλού Μπουνάρ, και τους νεκρούς του σε αυτήν, με επιμνημόσυνο δέηση και κατάθεση στεφάνου στο Μνημείο Πεσόντων που δέσποζε στο κέντρο του Στρατοπέδου της Μονάδος. Σήμερα, εδώ και πολλές δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για την ακρίβεια, το Μνημείο Πεσόντων διασώζεται με τα ονόματα όλων των νεκρών του 34ου Συντάγματος στο κέντρο του Στρατοπέδου «Συνταγματάρχη Ν.Ζορμπά», που σήμερα στεγάζει την Ανωτάτη Στρατιωτική Διοίκηση Υλικού Στρατού (ΑΣΔΥΣ), αποτελώντας το Μνημείο του Σχηματισμού.
Τέλος, αλλά όχι και τελευταίο, σήμερα το 34ο ΣΠ εξακολουθεί να «υπηρετεί» στον Ελληνικό Στρατό ως «34η Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία Πεζικού», ενώ η πόλη του Πειραιώς, δυστυχώς δεν διαθέτει ούτε ένα μνημείο για το 34ο ΣΠ, αλλά διαθέτει μία λεωφόρο («34ου Συντάγματος Πεζικού») και μία στάση του τραμ με το ίδιο όνομα!