Στις 11 Ιανουαρίου 1944 σημειώθηκε ο μεγάλος, τριπλός για την ακρίβεια, βομβαρδισμός του Πειραιώς από τη Συμμαχική αεροπορία, την Αμερικανική στη διάρκεια της ημέρας και τη βρετανική RAF στη διάρκεια της νύχτας, που προκάλεσε τεράστιες απώλειες στους κατοίκους της πόλεως και των όμορων αυτής δήμων, αλλά και τεράστιο ηθικό αντίκτυπο σε βάρος των Συμμάχων, που βομβάρδισαν μία άλλη «συμμαχική» πόλη, γεγονός.
Το γεγονός αυτό, του τεράστιου αριθμού νεκρών, τραυματιών και αστέγων, έσπευσαν άμεσα να εκμεταλλευτούν στον τομέα της προπαγάνδας, τόσο η κατοχική κυβέρνηση των δοσιλόγων του Ι.Ράλλη, όσο και οι Γερμανοί, καθώς αναφέρθηκε στον ημερήσιο (ελεγχόμενο απολύτως από τον Γκαίμπελς) τύπο της πατρίδος τους.
Ο Πειραιάς ήταν η ελληνική πόλη η οποία στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (Β’ΠΠ) υπέφερε περισσότερο από κάθε άλλη, ως το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας και πόλη βιομηχανική, που συνδεόταν απευθείας με το σιδηροδρομικό δίκτυο, βασικό στοιχείο των λεγόμενων «στρατηγικών μεταφορών» της εποχής, είχε το μοναδικό, θλιβερό, «προνόμιο» από την πρώτη ημέρα της ιταλικής επίθεσης μέχρι την τελευταία ημέρα παρουσίας των Γερμανών να βομβαρδιστεί από τους πάντες, εχθρούς και συμμάχους. Από τους Ιταλούς, ανεπιτυχώς τελείως, από τους Γερμανούς το λιμάνι το βράδυ της 6/7 Απριλίου 1941, όπου εκ συμπτώσεως ανατινάχτηκε το φορτηγό σκάφος μεταφοράς πυρομαχικών των Βρετανών “Clan Fraser”, όπου έσπειρε τον όλεθρο στην πόλη προκαλώντας τεράστιες ζημιές από το ωστικό κύμα που δημιουργήθηκε, ευτυχώς με ελάχιστα ανθρώπινα θύματα, και στις 11 Ιανουαρίου 1944, όπου βομβαρδίστηκε, ως προελέχθη, τόσο από τους Αμερικανούς, όσο και από τους Βρετανούς.
Οι Σύμμαχοι από τις αρχές του 1943 είχαν ξεκινήσει εντατικούς και συστηματικούς βομβαρδισμούς των Βαλκανίων, που ως τότε αποτελούσε γι’ αυτούς ένα δευτερεύον μέτωπο επιχειρήσεων. Ο λόγος ήταν επιχειρησιακά «απλός». Αρχικά για να κάνουν τους Ιταλούς και Γερμανούς να πιστέψουν ότι «κάπου» στη Βαλκανική θα άνοιγαν το επόμενο μέτωπο, αντί της Ιταλίας που τελικώς αποβιβάστηκαν και να στείλουν εκεί δυνάμεις αποδυναμώνοντας έτσι άλλα μέτωπα και κυρίως αυτό της Ιταλίας. Στη συνέχεια, μετά την απόβαση, και τη μετέπειτα συνθηκολόγηση της Ιταλίας (8 Σεπτεμβρίου 1943), από το Νοέμβριο του 1943 και μετά, για να εμποδίσουν τους Γερμανούς να στείλουν πίσω δυνάμεις από τα Βαλκάνια στην Ιταλική χερσόνησο, διά θαλάσσης, αφού η σιδηροδρομική οδός μέσω Γιουγκοσλαβίας ήτο υπό διαρκή απειλή από τις δυνάμεις του Τίτο. Έτσι άρχισαν τους βομβαρδισμούς στόχων στη Ρουμανία (πετρέλαια), και στη Γιουγκοσλαβία, κυρίως και Ελλάδα, Βουλγαρία, Αλβανία δευτερευόντως.
Στο πλαίσιο αυτό, στις 11 Ιανουαρίου 1944 ήλθε – δυστυχώς – και η σειρά της Ελλάδος και ιδιαιτέρως του Πειραιώς να πληρώσουν το δικό τους φόρο αίματος στην προαναφερθείσα τακτική των Συμμάχων, καθώς ο Πειραιάς θεωρήθηκε ως μείζον στρατηγικός στόχος λόγω του λιμανιού, του γειτνιάζοντος σιδηροδρομικού δικτύου, αλλά και πολλών αποθηκών πυρομαχικών και τροφίμων που υπήρχαν – κατά τις πληροφορίες των Συμμάχων – στην περιοχή.
Στις 11 Ιανουαρίου 1944, τα ξημερώματα, απογειώθηκαν από τα αεροδρόμιο του Τάραντος και της Φότζια, στη νότιο Ιταλία, 84 βομβαρδιστικά Β-17 “Flying Fortress” («Ιπτάμενα Φρούρια») της 5ης Πτέρυγος Βομβαρδισμού, της 15ης Αεροπορικής Δυνάμεως του Αμερικανικού Στρατού (15th USAAF), με στόχο το λιμάνι του Πειραιώς. Να θυμίσουμε ότι τότε, στις Ένοπλες Δυνάμεις των ΗΠΑ δεν υπήρχε η Αεροπορία ως ανεξάρτητος Κλάδος αυτών, όπως είναι σήμερα (έγινε από το 1948 και μετά) αλλά η αεροπορία υπαγόταν στις Χερσαίες και Ναυτικές Δυνάμεις αντιστοίχως.
Η βασική σχεδίαση ήταν όπως ο βομβαρδισμός γίνει από νοτιοανατολικά προς τα βορειοδυτικά, έτσι ώστε το κάθε βομβαρδιστικό μόλις άδειαζε τις βόμβες του να έφευγε «κατευθείαν» προς την Ιταλία και τη βάση του, ώστε να συντομευθεί κατά το δυνατόν η έκθεσή τους στην αντιαεροπορική άμυνα και τα γερμανικά καταδιωκτικά.
Όμως κατά την προσέγγιση του στόχου η αμερικανική δύναμη συνάντησε απρόσμενα πολύ πυκνές νεφώσεις. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα όταν τα Β-17 ξεκίνησαν την άνοδό τους για να φτάσουν στο προβλεπόμενο ύψος βομβαρδισμού, οι δύο τελευταίες σμηναρχίες της Πτέρυγος «χάθηκαν» μέσα στα σύννεφα, λόγω της μηδενικής ορατότητος. Συνεπεία του γεγονότος αυτού ήταν όπως οκτώ αεροσκάφη να συγκρουστούν μεταξύ τους στον αέρα, να πάρουν φωτιά και να διαλυθούν στον αέρα!
Στις 12:55, τα έξι προπορευόμενα βομβαρδιστικά εξαπέλυσαν τις πρώτες βόμβες.
Στις 13:11 ακολούθησε και το δεύτερο κύμα των βομβαρδιστικών.
Στις 13.15 ο αμερικανικός σχηματισμός δέχθηκε την επίθεση περίπου 25 γερμανικών καταδιωκτικών, που είχαν απογειωθεί από τα τρία βασικά αεροδρόμια της Αττικής (Τατοΐου, Ελευσίνος και Χασανίου). Δύο από τα Β-17 χτυπήθηκαν από τα γερμανικά καταδιωκτικά και καταρρίφθηκαν, χωρίς όμως συνέχεια, καθώς τα γερμανικά αεροσκάφη δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τα αμερικανικά στα μεγάλα ύψη που πετούσαν και βομβάρδιζαν! Το ίδιο χωρίς αποτέλεσμα ήταν και τα πυρά του αντιαεροπορικού πυροβολικού από τις πυροβολαρχίες που κάλυπταν τον Πειραιά, καθώς αυτά πετούσαν έξω από το βεληνεκές των πυροβόλων τους!
Μέχρι τις 13:43, τα αμερικανικά βομβαρδιστικά συνέχισαν το έργο τους με καταστροφικά αποτελέσματα για τους Πειραιώτες.
Στις 19:22 ξεκίνησε ο δεύτερος βομβαρδισμός του Πειραιώς από τη βρετανική RAF, που διήρκεσε μέχρι τις 21:40 (το πρώτο κύμα) και από τις 21:57 μέχρι με 23:15 της ίδιας ημέρας (το δεύτερο κύμα).
Περισσότερες από 900 βόμβες έπεσαν πάνω στην πόλη και προκάλεσαν βιβλικές καταστροφές, ενώ άγνωστος είναι ο αριθμός των βομβών που έπεσαν στη θάλασσα και δεν συνεισέφεραν έτι περαιτέρω στην καταστροφή.
Το ιστορικό κέντρο του Πειραιώς ήταν αυτό που υπέστη τις μεγαλύτερες καταστροφές. Ο αριθμός των νεκρών αμάχων ξεπέρασε τους 750, και πάνω από 1000 ήταν οι τραυματίες, Ο ακριβής αριθμός των νεκρών δεν είναι γνωστός ακόμα ούτε σήμερα, καθώς πάμπολλοι πέθαναν από ασφυξία καταπλακωμένοι από τα ερείπια και ο θάνατός τους δεν θεωρήθηκε ότι προκλήθηκε από τον βομβαρδισμό, ενώ πολλοί συγγενείς νεκρών προτίμησαν να μη δηλώσουν τον νεκρό τους για να διατηρήσουν έτσι το «Δελτίο Τροφίμων» του! Οι γερμανικές απώλειες ανήλθαν σε μόλις 8 στρατιωτικούς, ενδεικτικό και αυτό ότι επρόκειτο για τυφλό «βομβαρδισμό χαλιού» (“carpet bombing”), που εφάρμοζαν οι Σύμμαχοι στους βομβαρδισμούς τους σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές πόλεις, ενώ για παράδειγμα οι αμερικανοί είχαν απώλειες 100 ανδρών που ήταν τα πληρώματα των 10 βομβαρδιστικών που ΄δεν επέστρεψαν για διάφορους λόγους στις βάσεις τους. Δηλαδή αν εξετάσει κάποιος αντικειμενικά το λόγο κόστους/αποτελέσματος οι Σύμμαχοι (αθώοι πολίτες και αεροπόροι) υπέστησαν τραγικά μεγαλύτερες απώλειες από τους κατακτητές Γερμανούς που ήταν οι στόχος και είχαν μόλις 8 νεκρούς!
Από την άλλη η καταστροφή στις εγκαταστάσεις μπορούν να θεωρηθούν ως σημαντικές. Σχεδόν το 80% των καταλυμάτων του Γερμανικού Ναυτικού, αποθηκευτικοί χώροι της Επιμελητείας του Στρατού, δύο αποθήκες πυρομαχικών και μια τροφίμων καταστράφηκαν ολοσχερώς, ενώ σημαντικές ζημιές υπέστησαν και τα 31 πλοία στην υπηρεσία του Γερμανικού Ναυτικού που βρίσκονταν στο λιμάνι τη στιγμή της επιθέσεως, συμφώνως με τις αμερικανικές εκθέσεις αμέσως μετά την επιδρομή, που όμως θεωρούνται ως «διογκωμένες» (πηγή: Wikipidia).
Μεταπολεμικώς, ουδείς των Συμμάχων ούτε εξήγησε το λόγο της επιδρομής, ούτε πολύ περισσότερο ζήτησε συγνώμη ή έδωσε κάποια αποζημίωση στην πόλη και στους συγγενείς των θυμάτων, όπως άλλωστε έγινε με όλες τις συμμαχικές, υπό κατοχή, πόλεις που βομβαρδίστηκαν από τους Συμμάχους στη διάρκεια του Β’ΠΠ.
Δυστυχώς, στον Πειραιά, όλες οι μεταπολεμικές τοπικές αρχές δεν έχουν φροντίσει να υπάρχει ένα ΜΝΗΜΕΙΟ των αθώων θυμάτων του βομβαρδισμού, σε εμφανές σημείο της πόλεως, καθώς το «Μνημείο», που υπάρχει για τους ταφέντες στο Γ’Νεκροταφείο, περισσότερο την έννοια του Κενοταφίου έχει για όσους τάφηκαν εκεί, παρά την έννοια του Μνημείου για το σύνολο των θυμάτων.