Εδώ και δεκαετίες επικρατεί η πεποίθηση ότι η ζάχαρη προκαλεί υπερκινητικότητα στα παιδιά. Για αυτό και πολλοί γονείς αποφεύγουν να δίνουν στα παιδιά τους γλυκά από το απόγευμα και μετά, ώστε να μπορούν να κοιμηθούν το βράδυ. Ωστόσο, η θεωρία αυτή έχει καταρριφθεί από αρκετές μελέτες που δεν έχουν καταφέρει να βρουν κάποια συσχέτιση.
Η νευροεπιστήμονας Έιμι Ράιχελτ διατροφική νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας στην Αυστραλία, μελετά τις αρνητικές επιδράσεις των τροφίμων με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη στη λειτουργία του εγκεφάλου. Σε άρθρο της που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο The Conversation, αναφέρει ότι η υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης δεν έχει οφέλη για το νεανικό μυαλό. Οι μελέτες νευροαπεικόνισης δείχνουν ότι οι εγκέφαλοι των παιδιών που τρώνε περισσότερα επεξεργασμένα τρόφιμα είναι μικρότεροι σε όγκο, ιδιαίτερα στον μετωπιαίο φλοιό, από εκείνους των παιδιών που ακολουθούν μια πιο υγιεινή διατροφή. Ωστόσο, επισημαίνει ότι τα σημερινά επιστημονικά στοιχεία δεν υποστηρίζουν τον ισχυρισμό ότι η ζάχαρη κάνει τα παιδιά υπερκινητικά.
Η θεωρία ότι η ζάχαρη προκαλεί υπερκινητικότητα αναφέρθηκε για πρώτη φορά σε μελέτες που διεξήχθησαν τη δεκαετία του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Οι εν λόγω μελέτες είχαν επικεντρωθεί στο διατροφικό πρόγραμμα Feingold ως πιθανή θεραπεία για τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ). Το διατροφικό αυτό πρόγραμμα, το οποίο επινόησε ο Αμερικανός παιδοαλλεργιολόγος Μπέντζαμιν Φάινγκολντ, είναι εξαιρετικά περιοριστικό, καθώς απαγορεύει τις χρωστικές ουσίες, τα γλυκαντικά (συμπεριλαμβανομένης της ζάχαρης) και τις αρωματικές ύλες, τα σαλικυλικά, συμπεριλαμβανομένης της ασπιρίνης, και τρία συντηρητικά (βουτυλιωμένη υδροξυανισόλη, βουτυλιωμένο υδροξυτολουόλιο και tert-βουτυρυλοδρυκινόνη).
Τα σαλικυλικά άλατα απαντώνται φυσικά σε πολλά υγιεινά τρόφιμα, όπως τα μήλα, τα μούρα, οι ντομάτες, το μπρόκολο, τα αγγούρια, οι πιπεριές, οι ξηροί καρποί, οι σπόροι, τα μπαχαρικά και ορισμένα δημητριακά. Έτσι, εκτός από την απαγόρευση των επεξεργασμένων τροφίμων που περιέχουν τεχνητά χρώματα, αρώματα, συντηρητικά και γλυκαντικά, το πρόγραμμα Feingold απαγορεύει και πολλές θρεπτικές τροφές που είναι χρήσιμες για την υγιή ανάπτυξη.
Ωστόσο, ο Φάινγκολντ πίστευε ότι η αποφυγή αυτών των συστατικών βελτίωνε τη συγκέντρωση και τη συμπεριφορά των παιδιών. Διεξήγαγε κάποιες μικρές μελέτες, οι οποίες, όπως ισχυρίστηκε, έδειξαν ότι ένα μεγάλο ποσοστό υπερκινητικών παιδιών ανταποκρίθηκε θετικά στο διατροφικό πρόγραμμα. Όπως επισημαίνει όμως η νευροεπιστήμονας, οι μελέτες αυτές δεν ήταν καλά σχεδιασμένες, ιδίως όσον αφορά τις ομάδες ελέγχου, ενώ απέτυχαν να αποδείξουν αιτιώδη σχέση μεταξύ της κατανάλωσης ζάχαρης και της υπερκινητικότητας. Μεταγενέστερες μελέτες έδειξαν ότι λιγότερο από το 2% ανταποκρίθηκε στο διατροφικό πρόγραμμα και όχι το 75% που ισχυριζόταν ο Φάινγκολντ. Ωστόσο, η πεποίθηση είχε πλέον εδραιωθεί.
Μια μελέτη-ορόσημο που δημοσιεύθηκε πριν από σχεδόν 20 χρόνια, συνέκρινε τις επιδράσεις της ζάχαρης έναντι ενός εικονικού φαρμάκου στη συμπεριφορά των παιδιών. Τα αποτελέσματα ήταν σαφή: στη συντριπτική πλειονότητα των μελετών, η κατανάλωση ζάχαρης δεν οδήγησε σε αυξημένη υπερκινητικότητα ή διαταραγμένη συμπεριφορά. Μεταγενέστερες μελέτες ενίσχυσαν αυτά τα ευρήματα, παρέχοντας περαιτέρω αποδείξεις ότι η ζάχαρη δεν προκαλεί υπερκινητικότητα στα παιδιά, ακόμη και σε εκείνα που έχουν διαγνωστεί με ΔΕΠΥ.
Όπως αναφέρει η νευροεπιστήμονας, αυτό που επηρεάζει τα παιδιά δεν είναι η ζάχαρη αλλά η ντοπαμίνη. Ο εγκέφαλος εκκρίνει αυτή την ουσία όταν περιμένει μια επιβράβευση, όπως μια απροσδόκητη γλυκιά λιχουδιά. Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2022, έδειξε ότι η αύξηση της ντοπαμίνης σε ποντίκια προκάλεσε αύξηση της φυσικής δραστηριότητας. Ήταν σαν να είχαν πάρει ψυχοδραστικές ουσίες, όπως οι αμφεταμίνες. Τα άτομα με ΔΕΠΥ πιστεύεται ότι έχουν μειωμένους υποδοχείς ντοπαμίνης στον εγκέφαλό τους. Ορισμένα φάρμακα για τη ΔΕΠΥ όπως η μεθυλφαινιδάτη και η λισδεξαμφεταμίνη είναι ψυχοδιεγερτικά που αυξάνουν την ντοπαμίνη, αλλά σε υψηλότερο ποσοστό από ό,τι ένα γλυκό.
Η ζάχαρη από μόνη της μπορεί να μην κάνει ένα παιδί υπερκινητικό, αλλά μπορεί να επηρεάσει την ψυχική και σωματική του υγεία. Για αυτό και η νευροεπιστήμονας τονίζει ότι θα πρέπει να ενθαρρύνουμε την ισορροπημένη διατροφή, διδάσκοντας στα παιδιά μας υγιεινές διατροφικές συνήθειες και καλλιεργώντας μια θετική σχέση με το φαγητό.
Πηγή: ertnews