Στην Άγκυρα βρέθηκε χθες Δευτέρα (6 Νοεμβρίου) ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν, όπου και συζήτησε με τον Τούρκο ομόλογό του Χακάν Φιντάν το μεσανατολικό.
Από τη συνάντηση απουσίαζε ο πρόεδρος Ερντογάν, ο οποίος αποφάσισε να μην υποδεχθεί τον Αμερικανό υπουργό. Κατά την tageszeitung η στάση αυτή του Τούρκου προέδρου συνιστά «μία εσκεμμένη προσβολή», η οποία οδήγησε τις συζητήσεις να αναλωθούν «σε μία ανταλλαγή ήδη γνωστών θέσεων».
Ο Ερντογάν ζητά «άμεση κατάπαυση πυρός» στη Γάζα, αλλά «μία «ανθρωπιστική παύση» όπως αυτή που επιθυμούν οι Η.Π.Α. δεν του φτάνει ούτε στο ελάχιστο». Αντιθέτως, συντάσσεται «με τον βασιλιά της Ιορδανίας και τον πρωθυπουργό του Ιράκ, καταδικάζοντας την επίθεση του ισραηλινού στρατού στη Λωρίδα της Γάζας ως "έγκλημα πολέμου”», δίχως να διστάζει «να υποστηρίξει ανοιχτά τη Χαμάς», παρατηρεί η taz. «Ενδεχομένως ο Ερντογάν έχει συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να αναλάβει τον ρόλο διαμεσολαβητή […] και τώρα έχει πάρει θέση μάχης απέναντι στο Ισραήλ και τις Η.Π.Α.»
Συνολικά «ο Ερντογάν απομακρύνει ολοένα και περισσότερο την Τουρκία από τα υπόλοιπα μέλη του ΝΑΤΟ. Και η άρνησή του να υποδεχθεί τον Άντονι Μπλίνκεν δεν συμβάλει στη βελτίωση των σχέσεων».
Συχνά «η ρητορική και η πολιτική δεν συμβαδίζουν πάντοτε όταν πρόκειται για τον Ερντογάν», σχολιάζει η Süddeutsche Zeitung. «Με άλλα λόγια οι υψηλοί τόνοι μπορεί να μη σημαίνουν τίποτα. Ο Ερντογάν έχει υιοθετήσει μία πιο σκληρή στάση απέναντι στο Ισραήλ, όμως φροντίζει να διατηρεί και πολλά περιθώρια για ελιγμούς. Ενώ για παράδειγμα χώρες, όπως η Χιλή ή η Βολιβία, έχουν διακόψει εντελώς τις διπλωματικές τους σχέσεις με την Ιερουσαλήμ, ο Ερντογάν δεν έχει φτάσει ακόμη εκεί. Επιπλέον, σε όλες σχεδόν τις ομιλίες του δεν ξεχνά να καταδικάσει τις βιαιοπραγίες της Χαμάς σε βάρος των ισραηλινών πολιτών, ακόμη κι εάν αυτό το κάνει μάλλον αθόρυβα, με μισόλογα».