Ερευνητές στις ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι πέτυχαν για πρώτη φορά να παραβιάσουν έναν υπολογιστή χρησιμοποιώντας γενετικό υλικό DNA - κάτι που έως τώρα μόνο επιστημονική φαντασία θα μπορούσε να θεωρηθεί.
Οι «χάκερ» χρησιμοποίησαν το μόριο της ζωής για να διεισδύσουν στον υπολογιστή. Το DNA χρησιμοποιήθηκε για να μεταφέρει ένα ιό υπολογιστή από το βιολογικό στο ψηφιακό βασίλειο.
«Σχεδιάσαμε και δημιουργήσαμε μια συνθετική έλικα DNA, που περιείχε κακόβουλο υπολογιστικό κώδικα στις βάσεις της. Όταν αυτό το γενετικό υλικό αλληλουχήθηκε και υπέστη επεξεργασία από ένα πρόγραμμα υπολογιστή, ο ιός εισέδυσε και πήρε τον έλεγχο του υπολογιστή. Έτσι καταφέραμε να αποκτήσουμε τον πλήρη έλεγχο του μηχανήματος εξ αποστάσεως, χρησιμοποιώντας κακόβουλο συνθετικό DNA», δήλωσαν οι καθηγητές Τανταγιόσι Κόνο και Λουίς Κέζε της Σχολής Επιστήμης Υπολογιστών και Μηχανικών Η/Υ του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον, οι οποίοι θα κάνουν σχετική επίσημη παρουσίαση σε συνέδριο κυβερνοασφάλειας στο Βανκούβερ του Καναδά στις 17 Αυγούστου.
Οι μηχανικοί χρησιμοποίησαν τις τέσσερις βάσεις του DNA (αδενίνη, κυτοσίνη, γουανίνη, θυμίνη ή A, C, G, T) για να δημιουργήσουν τον κώδικα του ιού, που ενσωματώθηκε στο συνθετικό DNA. Όταν ο υπολογιστής επιχείρησε να «διαβάσει» αυτό το μολυσμένο DNA, μετατρέποντας τον μοριακό κώδικα σε ψηφιακό, ο ιός ενεργοποιήθηκε και μόλυνε τον υπολογιστή.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι το χάκινγκ κατέστη εφικτό λόγω του κενού ασφαλείας στο λογισμικό αλληλούχισης (ανάγνωσης) του DNA, αλλά καθησύχασαν ότι -προς το παρόν τουλάχιστον- δεν συντρέχει λόγος ευρύτερης ανησυχίας. Όπως είπαν, «δεν έχουμε ενδείξεις για να πιστέψουμε ότι η ασφάλεια της αλληλούχισης του DNA ή γενικότερα των δεδομένων του DNA βρίσκονται σήμερα υπό επίθεση». Αλλά έδειξαν ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό να συμβεί και προειδοποίησαν ότι το θέμα πρέπει να ληφθεί πλέον πιο σοβαρά υπόψη από βιολόγους και ειδικούς της πληροφορικής.
Υπενθυμίζεται ότι η ανάγνωση του γονιδιώματος γίνεται όλο και πιο διαδεδομένη, μεταξύ άλλων για ιατρικά και γενετικά τεστ, που μπορούν να αποκαλύψουν πληθώρα πληροφοριών για το γενετικό υπόβαθρο ενός ανθρώπου, την καταγωγή του, τους μικροοργανισμούς που φιλοξενεί κ.α. Ένας χάκερ θα μπορούσε όχι μόνο να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτά τα γενετικά δεδομένα, αλλά και να τα αλλοιώσει.
Το κακό είναι ότι, παρόλο που οι ερευνητές το έκαναν για να αναδείξουν την ανάγκη μεγαλύτερης κυβερνοασφάλειας στο πεδίο της βιοπληροφορικής, στην πράξη έβαλαν επίσης ευφάνταστες ιδέες σε χάκερ.