O προσωπικός γιατρός και φίλος του Ντιέγκο Μαραντόνα, ο Λεοπόλντο Λούκε, αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες που του αποδίδονται για τον θάνατο του μεγάλου ποδοσφαιριστή, μετά την έρευνα που έχουν ξεκινήσει οι αρχές για ενδεχόμενη αμέλεια, τόσο του ανθρώπου που χειρούργησε τον «Pipe de Oro» στον εγκέφαλο, ίσως και κάποιων άλλων μελών του ιατρικού προσωπικού.
Μιλώντας στα μέσα ενημέρωσης της Αργεντινής ο Λεοπόλδο Λούκε με δάκρυα στα μάτια αρνήθηκε κάθε κατηγορία που του αποδίδεται και υποστήριξε ότι έκανε το καλύτερο δυνατό για να κρατήσει στη ζωή τον «Ντιεγκίτο».
«Η αστυνομία ήρθε χωρίς να την περιμένουμε. Δεν μου έχουν απαγγείλει κατηγορίες, δεν έχω τέτοια ενημέρωση. Είναι η δουλειά τους, τους καταλαβαίνω, τους δώσαμε κάθε πληροφορία που μας ζήτησαν. Πήραν τον ιατρικό φάκελο του Ντιέγκο από όλες τις επισκέψεις του και υλικό από τους υπολογιστές.
»Είμαι στην απόλυτη διάθεση της δικαιοσύνης, ξέρω τι έκανα, ξέρω πώς το έκανα, για τον Ντιέγκο, μέχρι την τελευταία στιγμή. Είμαι πεπεισμένος ότι έκαναν το καλύτερο δυνατό για τον φίλο μου. Πέθανε ο φίλος μου και τα όσα ακούγονται και γράφονται δεν με αγγίζουν. Είμαι σε πολύ άσχημη κατάσταση.
»Μέχρι και την τελευταία στιγμή ήμουν δίπλα του, ήμουν στην κηδεία, γιατί ήξερα ότι εκείνος το ήθελε αυτό. Eγώ είδα πολύ κόσμο που πραγματικά δεν είχα δει ποτέ. Δεν μπορώ να πιστέψω αυτά που λένε εναντίον μου», υποστήριξε ο Λούκε, ο οποίος αναφέρθηκε στο διάστημα που ο θρύλος του παγκοσμίου ποδοσφαίρου επισκεπτόταν τους γιατρούς.
»Μισούσε τους γιατρούς, τους ψυχολόγους, μισούσε τους πάντες. Με εμένα ήταν διαφορετικά, γιατί εγώ ήμουν αυθεντικός, δεν έψαχνα τίποτα από εκείνον. Ούτε μια φωτογραφία δεν έβγαλα μαζί του. Για πρώτη φορά βγάλαμε μία τρία χρόνια αφότου γνωριστήκαμε.
»Ο Ντιέγκο ήταν φίλος μου, ήμουν συνεχώς μαζί του. Επειδή ο Ντιέγκο είχε πολλά προβλήματα υγείας, πολύ πριν με γνωρίσει, χρειάζονταν βοήθεια. Δεν ήταν εύκολα προσβάσιμος. Είχε αυτονομία, εκείνος αποφάσιζε. Δεν υπήρξε ψυχιατρική απόφαση για παρέμβαση, εκείνος αποφάσιζε πάντα», υποστήριξε ο γνωστός νευροχειρουργός στα μέσα ενημέρωσης της πατρίδας του».
Παραδέχθηκε στη συνέχεια ότι ο Ντιέγκο τον είχε διώξει πολλές φορές από το σπίτι του:
«Πολλές φορές με είχε διώξει και μετά μου τηλεφωνούσε να πάω κοντά του. Αυτή ήταν η σχέση μας. Σαν του πατέρα με το γιο του. Ενός πατέρα επαναστάτη.
»Εγώ του έδινα συμβουλές, εκείνος τις αποδεχόταν ή όχι. Εγώ είμαι νευροχειρούργος, όχι γενικής ιατρικής. Τον έστελνα σε διάφορους γιατρούς, τον συνόδευα στον οδοντίατρο, γιατί χωρίς εμένα δεν έβγαζε ούτε ένα δόντι. Έτσι λειτουργούσε η σχέση μας. Και τώρα να λένε τις βλακείες που λένε, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να βλάπτουν τη μνήμη του Ντιέγκο», πρόσθεσε.
Είπε ακόμη:
«Δεν μπορώ να πάρω έναν ασθενή και να τον οδηγήσω στο ψυχιατρείο με το ζόρι, εάν δεν έχω τέτοια ψυχιατρική εισήγηση. Υπάρχουν βίντεο που τον δείχνουν ότι είναι καλά για να βγει, βίντεο που δεν έχουν κυκλοφορήσει, αλλά θα κυκλοφορήσουν.
»Όταν πήγα να τον δω, συνέβαινε ό, τι κάθε φορά. Όταν ο Ντιέγκο δεν ήταν καλά έδιωχνε τους πάντες. Και τι κάνεις; Άκουσα ότι έπρεπε να υπάρχει απινιδωτής στο σπίτι. Τι βλακεία είναι αυτή; Μα έχει δική του βούληση», παραδέχθηκε και πρόσθεσε:
«Μπαίνω στο σπίτι, δεν θέλει να δεχθεί τον γιατρό, δεν θέλει να δεχθεί κανέναν. Ποιος είναι ο μοναδικός που μπορεί να μπει στο σπίτι του ως επαγγελματίας; Εγώ. Μπήκα, του ζήτησα να πάρει τα φάρμακά του, με έδιωξε, "Λούκε είμαι καλά, άφησέ με ήσυχο". Με έβριζε, τα ίδια κάθε φορά. Αν θέλει να με διώξει, μπορεί να με διώξει. Οτιδήποτε έκανα ήταν παραπάνω, όχι λιγότερο απ’ όσα έπρεπε. Δεν ήθελε να δεχθεί ούτε τις κόρες του».
Συμπλήρωσε ακόμη: «Τον στήριξα γιατί τον αγαπούσα. Θα μπορούσα να είχα φύγει, αλλά δεν το έκανε. Εκείνος με έδιωξε μετά. Υπήρχε μια ολόκληρή ομάδα για την πνευματική υγεία του Μαραντόνα, αλλά με ζητούσαν εκεί γιατί ήμουν ο μοναδικός που με δεχόταν ο Ντιέγκο. Εγώ τον πήρα σχεδόν με το ζόρι για να τον βάλω στο νοσοκομείο, αλλά δεν είμαι αστυνομικός, δεν είμαι δικαστής. Εκείνος έπρεπε να πειστεί ότι έπρεπε να βελτιωθεί η κατάστασή του».