Ένα ισχυρό όπλο για την Ελλάδα και μια προσωπική δικαίωση για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο, αποτελεί η Γνωμοδότηση της «Υπηρεσίας Εμπειρογνωμόνων» του γερμανικού Κοινοβουλίου, που αμφισβητεί το «όχι» του Βερολίνου στις ελληνικές απαιτήσεις για αποζημιώσεις.
Το Νews 24/7 παρουσιάζει κατά αποκλειστικότητα τα βασικά σημεία της Γνωμοδότησης, η οποία:
-Επισημαίνει ότι τόσο στο Διεθνές όσο και στο γερμανικό Δίκαιο υφίσταται η νομική βάση για τις αξιώσεις αποζημιώσεων θυμάτων για εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν εις βάρος τους, Γερμανοί. Τα γερμανικά δικαστήρια ωστόσο, έχουν επανειλημμένα απορρίψει τέτοιες αξιώσεις ήδη κατά το προκαταρκτικό σχέδιο της διαδικασίας.
-Επισημαίνει επίσης, ότι υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες για το Κατοχικό Δάνειο, το οποίο κατά περίπτωση, θεωρείται αξίωση επανορθώσεων στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, αξίωση αποπληρωμής δανείου στο πλαίσιο του Αστικού Δικαίου ή αδίκημα του Ποινικού Δικαίου, με διαφορετικές νομικές συνέπειες ανάλογα με την εκδοχή που θα γίνει αποδεκτή. Η Γνωμοδότηση αναφέρεται σε υπόλοιπο χρέος εκ του Κατοχικού Δανείου, ύψους 476 εκ. Reichsmark.
-Ως προς το ζήτημα των επανορθώσεων, η Γνωμοδότηση καταγράφει τη διάσταση απόψεων μεταξύ Γερμανίας, η οποία θεωρεί ότι απαιτείται προηγούμενη συμβατική ρύθμιση, Συνθήκη Ειρήνης, κ.ο.κ., και Ελλάδας που θεωρεί ότι οι εγκληματικές πράξεις καθεαυτές αρκούν για τη θεμελίωση της αξίωσης για επανόρθωση.
-Στη Συμφωνία του Λονδίνου περί εξωτερικών γερμανικών χρεών (1953), ορίσθηκε σαφώς ότι το ζήτημα των επανορθώσεων χρήζει ρύθμισης και ως εκ τούτου, παρέμενε εκκρεμές.
-Η διμερής ελληνογερμανική “Σύμβαση περί παροχών υπέρ των εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως δια λόγους φυλής, θρησκείας ή κοσμοθεωρίας θιγέντων Ελλήνων υπηκόων (1960) αναγνωρίζεται ότι αφορά μόνο τις συγκεκριμένες αυτές τρεις κατηγορίες θυμάτων και ότι η ελληνική πλευρά γνωστοποίησε ρητά την επιφύλαξη δικαιώματός της να εγείρει βάσει της Συμφωνίας του Λονδίνου (αρ. 5, παρ. 2) περαιτέρω αξιώσεις για αποζημίωση των υπολοίπων θυμάτων.
-Ως προς το ζήτημα της παραγραφής, η Γνωμοδότηση υπογραμμίζει ότι τα εγκλήματα πολέμου δεν παραγράφονται από απόψεως Διεθνούς Δικαίου, αλλά και ότι το ζήτημα ενδεχόμενης παραγραφής αξιώσεων καθεαυτό, δεν τυγχάνει σαφούς απάντησης στο Διεθνές Δίκαιο. Το αυτό ισχύει και όσον αφορά τις προϋποθέσεις παραγραφής και τις ενδεχόμενες προθεσμίες, ακόμα και για την περίπτωση που γινόταν από νομικής απόψεως αποδεκτή, η δυνατότητα παραγραφής.
-Ως προς το ενδεχόμενο της ρητής παραίτησης (ausdruckicher Verzicht) ή της σιωπηρής αποδοχής (stillschweigende Zustimmung), η Γνωμοδότηση αναγνωρίζει ότι η χώρα μας δεν παραιτήθηκε ποτέ από τις αξιώσεις της. Ακόμη όμως και στην περίπτωση μιας εικαζόμενης σιωπηρής αποδοχής μέσω της συναίνεσής της στη Χάρτα των Παρισίων, όπου τα συμβαλλόμενα μέρη “έλαβαν με μεγάλη ικανοποίηση, γνώση της γερμανικής επανένωσης”, η σιωπηρή αποδοχή είναι δύσκολο να συναχθεί από το κείμενο της Χάρτας, το οποίο ακριβώς όπως και η “Συνθήκη Δύο συν Τέσσερις”, ουδόλως αναφέρεται στο ζήτημα των επανορθώσεων.
Αναλύοντας τις δυνατότητες νομικής επίλυσης του ζητήματος, η Γνωμοδότηση υπογραμμίζει καταληκτικά, ότι σαφήνεια Δικαίου θα μπορούσε να παράγει η από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη. Η Γερμανία έχει αποδεχθεί την πλήρη γενική δικαιοδοσία του, σε ό,τι την αφορά για υποθέσεις μετά το 2008, οπότε προέβη σε αντίστοιχη Δήλωση. Συνεπώς, για ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ήταν απαραίτητη μια ad hoc οικειοθελής υπαγωγή της γερμανικής πλευράς στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
ΠΗΓΗ: Το άρθρο είναι του Βασίλη Σκουρή και δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα news247.gr