«Το Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου, σύμφωνα με αυτό τούτο το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο, αποτελεί την αναντικατάστατη θεσμική βάση, πάνω στην οποία στηρίζεται το όλο ευρωπαϊκό οικοδόμημα», επισήμανε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
«Η επιβίωση και η εν γένει προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης εξαρτώνται όχι μόνον από την οικονομική και τη νομισματική πρόοδο, αλλά πρωτίστως από την αντοχή των θεσμών του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος», υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος στην ομιλία του κατά την αναγόρευσή του σε επίτιμο καθηγητή της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας του ΤΕΙ Αθήνας.
Όπως σημείωσε ο Πρόεδρος, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα δημιουργήθηκε από τους ιδρυτές του μετά τις εφιαλτικές εμπειρίες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, για να φθάσει ως την τελική του ολοκλήρωση, δηλαδή την πλήρη ενοποίησή του με την μορφή ομοσπονδιακής διακυβέρνησης υπό θεσμικούς όρους αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
Υπογράμμισε, επίσης, ότι «η ως άνω διαπίστωση οδηγεί στο νομοτελειακό συμπέρασμα ότι αν η ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν επιτευχθεί, η συνακόλουθη στασιμότητα οδηγεί, επίσης νομοτελειακώς, στον κίνδυνο διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχής γενομένης από τον σκληρό πυρήνα της, την ευρωζώνη. Και τούτο διότι η επιβίωση και η εν γένει προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης εξαρτώνται όχι μόνον από την οικονομική και τη νομισματική πρόοδο, αλλά πρωτίστως από την αντοχή των θεσμών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, οι οποίοι από την φύση τους είναι οι μόνοι που μπορούν να εγγυηθούν πέρα από τη σταθερότητα και την ίδια την ευρωπαϊκή ενοποίηση, τόσον ως στόχο όσο και ως διαδικασία».
Παράλληλα, ο κ. Παυλόπουλος τόνισε, ότι προκειμένου να καταστεί εφικτή η ευρωπαϊκή ενοποίηση -άρα και η συνακόλουθη, εκ φύσεως, νομισματική και οικονομική ενοποίηση- πρέπει να παραμείνουν όρθιες οι θεμελιώδεις θεσμικές αντηρίδες, πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η προοπτική δημιουργίας μιας ενωμένης Ευρώπης υπό όρους -όπως ήδη σημειώθηκε- Ομοσπονδίας και Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας».
Υπό τα δεδομένα αυτά, παρατήρησε ο Πρόεδρος, ότι πρώτον «το Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου, σύμφωνα με αυτό τούτο το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο -στη βάση της ΣυνθΕΕ και της ΣΛΕΕ- αποτελεί την αναντικατάστατη θεσμική βάση, πάνω στην οποία στηρίζεται το όλο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και από τον σεβασμό της οποίας εξαρτάται η τελική του ενοποίηση» και δεύτερον ότι «το Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου προϋποθέτει, προκειμένου να επιτελέσει την ως άνω αποστολή του, αφενός την θεσμοθέτηση των αναγκαίων κανόνων δικαίου για την οργάνωση και λειτουργία των κάθε είδους οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της ευρωζώνης. Και, αφετέρου, την πρόβλεψη και την αποτελεσματική επιβολή κυρώσεων -πρωτίστως με παρέμβαση των οικείων δικαιοδοτικών οργάνων- σε περίπτωση παραβίασης των προαναφερόμενων κανόνων δικαίου».
Αναλυτικά η ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας:
Το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα δημιουργήθηκε από τους ιδρυτές του, μετά τις εφιαλτικές εμπειρίες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, για να φθάσει ως την τελική του ολοκλήρωση, δηλαδή την πλήρη ενοποίησή του με την μορφή ομοσπονδιακής διακυβέρνησης υπό θεσμικούς όρους Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
Α. Η ως άνω διαπίστωση οδηγεί στο, νομοτελειακό, συμπέρασμα ότι αν η ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν επιτευχθεί, η συνακόλουθη στασιμότητα οδηγεί, επίσης νομοτελειακώς, στον κίνδυνο διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχής γενομένης από τον σκληρό πυρήνα της, την Ευρωζώνη. Και τούτο διότι η επιβίωση και η εν γένει προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης εξαρτώνται όχι μόνον από την οικονομική και τη νομισματική πρόοδο, αλλά πρωτίστως από την αντοχή των θεσμών του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος οι οποίοι, από την φύση τους, είναι οι μόνοι που μπορούν να εγγυηθούν πέρα από την σταθερότητα και την ίδια την ευρωπαϊκή ενοποίηση, τόσον ως στόχο όσο και ως διαδικασία.
Β. Εξ αυτού συνάγεται ότι προκειμένου να καταστεί εφικτή η ευρωπαϊκή ενοποίηση –άρα και η συνακόλουθη, εκ φύσεως, νομισματική και οικονομική ενοποίηση- πρέπει να παραμείνουν όρθιες οι θεμελιώδεις θεσμικές αντηρίδες, πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η προοπτική δημιουργίας μιας ενωμένης Ευρώπης υπό όρους –όπως ήδη σημειώθηκε- Ομοσπονδίας και Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
I. Το Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου θεμέλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της προοπτικής ενοποίησής της.
Τις προαναφερόμενες θεσμικές αντηρίδες καθορίζει, expressis verbis, το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο, με κανονιστική κοιτίδα την Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣυνθΕΕ). Η Συνθήκη αυτή ορίζει ότι πυλώνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αφενός το Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου και, αφετέρου και συνακόλουθα, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία. Οι επιμέρους διατάξεις είναι άκρως εύγλωττες:
Α. Οι περί Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου διατάξεις.
Η ΣυνθΕΕ ορίζει ρητώς ότι η τελική ενοποίησή της εξαρτάται από την εμπέδωση των επιμέρους αρχών του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου. Τούτο τεκμηριώνουν ιδίως:
1. Το Προοίμιο της ΣυνθΕΕ, που ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη επιβεβαιώνουν «την προσήλωσή τους στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των θεμελιωδών ελευθεριών καθώς και του κράτους δικαίου».
2. Οι διατάξεις του άρθρου 2 εδ. α΄ της ΣυνθΕΕ, που ορίζουν ότι: «Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες».
3. Επιπλέον, μετά την Συνθήκη της Λισαβόνας, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Χάρτης αυτός αποτελεί, κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 της ΣυνθΕΕ, μέρος του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου, έχοντας την ίδια νομική ισχύ με τις Συνθήκες. Ενόψει δε της περί Κράτους Δικαίου νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), η έννοια του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου συνδιαμορφώνεται, ως προς το περιεχόμενό της, και από τις διατάξεις του Χάρτη, ούσα αρρήκτως συνδεδεμένη με αυτόν.
4. Τέλος, η νομολογία του ΔΕΕ, κατά την οποία: «Ο σεβασμός του κράτους δικαίου αποτελεί μια εκ των πρωταρχικών αξιών στις οποίες στηρίζεται η Ένωση […] και εκτός αυτού, ο σεβασμός του κράτους δικαίου συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την προσχώρηση στην Ένωση, δυνάμει του άρθρου 49 ΣυνθΕΕ» (Γεν. Δικαστήριο, Υποθ. Τ-348/14, σκ. 98, Τ-346/14, σκ. 97 και Τ-340/14 σκ. 87).
Β. Οι περί Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας διατάξεις.
Επιπροσθέτως, η ΣυνθΕΕ προβλέπει ότι θεμελιώδης πυλώνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την κατεύθυνση της τελικής της ενοποίησης είναι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία.
1. Χαρακτηριστικές είναι οι διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1της ΣυνθΕΕ: «Η λειτουργία της Ένωσης θεμελιώνεται στην Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία».
2. Όμως βασικό στοιχείο και της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, δίχως το οποίο διακινδυνεύεται η ίδια η υπόστασή της όπως καταδεικνύει η πορεία της θεσμικής και πολιτικής της εξέλιξης, είναι το Κράτος Δικαίου, με πυρήνα του την έννοια της Δικαιοσύνης υφ’ όλες της τις εκφάνσεις. Κυρίως δε υπό την έκφανση της προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με έμφαση στα Δικαιώματα τα οποία εγγυώνται την Κοινωνική Δικαιοσύνη και, επέκεινα, το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου.
Γ. Ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η κατά τ’ ανωτέρω υφή του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου καθορίζει και τα βασικά χαρακτηριστικά του, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται ο Άνθρωπος και τα Θεμελιώδη Δικαιώματά του. Του λόγου το ασφαλές τεκμηριώνουν οι προμνημονευόμενες διατάξεις της ΣυνθΕΕ, όπως καταστρώνονται:
1. Στο Προοίμιό της, εκεί όπου τα κράτη-μέλη επιβεβαιώνουν την προσήλωσή τους:
α) «Στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των θεμελιωδών ελευθεριών καθώς και του κράτους δικαίου».
β) «Στα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα, όπως ορίζονται από τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη που υπογράφηκε στο Τορίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961 και τον Κοινοτικό Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων του 1989».
2. Στις διατάξεις του άρθρου 2: «Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη-μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, την δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών».
3. Στις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 ΣυνθΕΕ, όπου, όπως προαναφέρθηκε: «Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007, στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες».
II. Η έννοια και οι συνιστώσες του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου.
Οι προαναφερόμενες διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου προσδιορίζουν επαρκώς την έννοια του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου καθώς και τα επιμέρους συστατικά του στοιχεία. Καθοριστικής σημασίας για την εξειδίκευση της σημασίας αλλά και των έννομων συνεπειών αυτών των διατάξεων αναφορικά με το Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου είναι η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Συγκεκριμένα:
Α. Από την «ευρωπαϊκή κοινότητα δικαίου»...
Ήδη από τις απαρχές άσκησης της δικαιοδοσίας του, και διαδραματίζοντας τον φυσικό του ρόλο στο πλαίσιο όχι μόνο της αποτύπωσης αλλά και της ώθησης προς τα εμπρός της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, το ΔΕΕ προσδιόρισε τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του όλου ευρωπαϊκού δικαίου. Και, ειδικότερα, αφενός την πληρότητα και, αφετέρου, την ιδιαιτερότηωντά του. Τα δύο ως άνω διακριτικά γνωρίσματα αποτυπώνονται μ' ενάργεια σε δύο, «εμβληματικές», ως προς τη νομολογιακή τους αξία, αποφάσεις: Στην απόφαση 5.2.1963, Van Gend en Loos και στην απόφαση 15.7.1964, Costa c. E.N.E.L. Το ακόλουθο σκεπτικό της πρώτης από τις προαναφερόμενες αποφάσεις είναι εξαιρετικά αντιπροσωπευτικό ως προς την θεσμική περιγραφή και οριοθέτηση των κατά τ' ανωτέρω διακριτικών γνωρισμάτων: «Σε αντίθεση με τις συνηθισμένες διεθνείς συνθήκες η Συνθήκη ΕΟΚ εγκαθίδρυσε, ευθύς ως ίσχυσε, μιαν ιδιαίτερη έννομη τάξη, που είναι αναπόσπαστο τμήμα του νομικού συστήματος των κρατών-μελών και δεσμεύει τα δικαστήριά τους. Ιδρύοντας μια Κοινότητα απεριόριστης διάρκειας, προκειμένου με δικά της όργανα, με νομική προσωπικότητα, με δικαιοπρακτική ικανότητα, με ικανότητα διεθνούς αντιπροσώπευσης και ιδιαίτερα με πραγματικές εξουσίες που προέρχονται είτε από τον περιορισμό των κρατικών αρμοδιοτήτων υπέρ της Κοινότητας είτε από την μεταβίβασή τους σε αυτή, τα Κράτη περιόρισαν, σε ολίγα έστω θέματα, τα κυριαρχικά τους δικαιώματα, δημιουργώντας έτσι ένα corpus juris, εφαρμοστέο τόσο στους υπηκόους τους όσο και σε αυτά τα ίδια». Το σκεπτικό αυτό του ΔΕΕ επιτρέπει την συναγωγή του συμπεράσματος ότι η νομολογία του συνομολογεί και την διαμόρφωση:
1. Η ιδιαιτερότητα της ευρωπαϊκής έννομης τάξης.
Μιας «ιδιαίτερης» ευρωπαϊκής έννομης τάξης, η οποία βασίζεται:
α) Στην «αυτονομία». Με την έννοια της παραγωγής των κανόνων που την συνθέτουν από ίδια -δηλαδή ξεχωριστά και, συνεπώς, ανεξάρτητα σε σχέση μ' εκείνα των κρατών-μελών- δικαιοπαραγωγικά όργανα.
β) Και στην «ιδιομορφία». Με την έννοια της διαφορετικότητας της δομής της αλλά, πέραν τούτου, και της αμεσότητας της ρύθμισης των έννομων σχέσεων, οι οποίες εμπίπτουν στο κανονιστικό της πλαίσιο.
2. Η πορεία ολοκλήρωσης της ευρωπαϊκής έννομης τάξης.
Μιας υπό ολοκλήρωση «κοινότητας δικαίου», η οποία έρχεται να συμπληρώσει, από πλευράς αποτελεσματικής λειτουργίας, και την «αυτονομία» και την «ιδιομορφία» της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην υπ’ αριθμ. 2/13 γνωμοδότηση του ΔΕΕ της 18ης Δεκεμβρίου 2014 περί προσχώρησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ): «Βάσει των ανωτέρω ουσιωδών χαρακτηριστικών του δικαίου της Ένωσης έχει διαμορφωθεί ένα συγκροτημένο πλέγμα αρχών, κανόνων και εννόμων σχέσεων που τελούν σε αλληλεξάρτηση μεταξύ τους και δεσμεύουν αμοιβαία την Ένωση και τα κράτη-μέλη της, καθώς και τα κράτη-μέλη μεταξύ τους, τα οποία, όπως υπενθυμίζει το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, ΣυνθΕΕ, μετέχουν στο εξής στη «διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης». Υπ’ αυτά τα δεδομένα η «κοινότητα δικαίου» συνεπάγεται αφενός το «ωφέλιμο αποτέλεσμα» του ευρωπαϊκού κανόνα δικαίου. Και, αφετέρου, την θεμελίωση της «αρχής της νομιμότητας» της δράσης όλων των ευρωπαϊκών οργάνων –και όχι μόνον, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια- κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.
Β. ...στο «Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου».
Η, σύμφωνα πάντα με το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο, συγκεκριμένη οριοθέτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων -κατά κυριολεξία κυριαρχικών αρμοδιοτήτων- των κρατών-μελών υπέρ των αρμοδιοτήτων των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει περαιτέρω ως αναγκαία συνέπεια και την κατά ενιαίο τρόπο θεώρηση των σχέσεων της ευρωπαϊκής έννομης τάξης με τις επιμέρους έννομες τάξεις των κρατών-μελών.
1. Το κανονιστικό περιεχόμενο.
Αυτό προκύπτει ως αποτέλεσμα του ότι η ομαλή λειτουργία της ευρωπαϊκής έννομης τάξης μπορεί, από την ίδια τη φύση της, να διασφαλισθεί μόνο μέσα από την θέσπιση των, σύμφυτων με αυτήν, εγγυήσεων εναρμόνισής της με τις έννομες τάξεις των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
α)Σύμφωνα με την Γνωμοδότηση 2/13 του ΔΕΕ της 8ης Δεκεμβρίου 2014, σκ. 168: «Το νομικό αυτό μόρφωμα εδράζεται στη θεμελιώδη παραδοχή ότι κάθε κράτος-μέλος αποδέχεται από κοινού με αυτό, μια σειρά κοινών αξιών επί των οποίων στηρίζεται η Ένωση, όπως διευκρινίζει το άρθρο 2 ΣΕΕ. Η παραδοχή αυτή συνεπάγεται και δικαιολογεί την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών-μελών ως προς την αναγνώριση των εν λόγω αξιών και, επομένως, ως προς την τήρηση του δικαίου της Ένωσης που υλοποιεί τις αξίες αυτές».
β) Βεβαίως η προμνημονευόμενη εναρμόνιση πρέπει να συντελείται εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων που έχουν αναγνωρισθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση κυρίως από το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο. Από τα δεδομένα αυτά συνάγεται και η αρχή ότι η ίδια η υπόσταση της ευρωπαϊκής έννομης τάξης εξαρτάται αφενός από την ιεραρχική δομή των κανόνων που την συνθέτουν. Και, αφετέρου, από την τήρηση της «ευρωπαϊκής» αρχής της νομιμότητας εκ μέρους των κάθε είδους οργάνων της και των οργάνων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την άσκηση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους. Την κατά τα ανωτέρω σύνθεση του διπτύχου κανόνων δικαίου που διέπουν την αρμοδιότητα των ευρωπαϊκών οργάνων και ουσιαστικής λειτουργίας ευρωπαϊκών μηχανισμών σε περιπτώσεις παραβίασής τους από αυτά, ήτοι τη σύνθεση που οδηγεί στη θεσμική κατοχύρωση ενός Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου, αποδίδει διαχρονικώς η νομολογία του ΔΕΕ υπό τις ακόλουθες διευκρινίσεις:
2. Η «ευρωπαϊκή» αρχή της νομιμότητας.
Κατά πρώτο λόγο η νομολογία του ΔΕΕ αποδέχεται και καθιερώνει το πρώτο συνθετικό της παραδοσιακής έννοιας του κράτους δικαίου, ήτοι της αρχής της νομιμότητας, με την έννοια της προηγούμενης θεσμοθέτησης κανόνων δικαίου που διέπουν την άσκηση των κάθε είδους αρμοδιοτήτων των οργάνων της (βλ. π.χ. την απόφαση 17.12.1970, Einfuhr- und Vorratsstelle für Getreide und Futtermittel κατά Koster και Berodt & Co). Συγκεκριμένα, κατά την ως άνω νομολογία, η ευρωπαϊκή έννομη τάξη, σύμφωνα με την ιεραρχία των κανόνων που την συνθέτουν, επιβάλλει και την αρχή κατά την οποία όλα τα όργανα, όχι μόνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και των κρατών-μελών της, κατά την άσκηση αρμοδιοτήτων που αναγνωρίζει σε αυτά το ευρωπαϊκό δίκαιο οφείλουν να εφαρμόζουν το σύνολο των κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου.
3. Οι «ευρωπαϊκοί» κυρωτικοί μηχανισμοί.
Κατά δεύτερο λόγο, η ίδια ως άνω νομολογία αποδέχεται και καθιερώνει και το δεύτερο συνθετικό του κράτους δικαίου, ήτοι την αρχή της θεσμοθέτησης κυρωτικών μηχανισμών -και μάλιστα κατά προτεραιότητα δικαστικών- τεταγμένων στην αποστολή της αποτελεσματικής τήρησης των κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου. Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι ο κανόνας τήρησης της αρχής της ευρωπαϊκής νομιμότητας αφορά όλο το φάσμα της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Και τούτο διότι καλύπτει, κατά λογική νομική ακολουθία, όπως αυτή συνάγεται από τα δεδομένα της νομολογίας του ΔΕΕ και όπως συνοπτικώς προεκτέθηκε:
α) Τόσο την δράση των κάθε είδους οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. π.χ. την απόφαση 29.10.1983, Κόμμα των Οικολόγων «Les Verts» κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου).
β) Όσο και την δράση των οργάνων των κρατών-μελών της, βεβαίως κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους που διέπονται από το ευρωπαϊκό δίκαιο. Όπως χαρακτηριστικά αποφαίνεται το ΔΕΕ (σκεπτικό αρ. 32) στην απόφαση 19.11.1991, Andrea Francovich και Danila Bonifaci και λοιποί κατά Ιταλικής Δημοκρατίας: «Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει και από πάγια νομολογία, στα εθνικά δικαστήρια, τα οποία είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή, εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων τους, των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, εναπόκειται να διασφαλίζουν τα πλήρη αποτελέσματα των κανόνων αυτών και να προστατεύουν τα δικαιώματα που οι κανόνες αυτοί απονέμουν στους ιδιώτες». (Πρβλ. και τις προγενέστερες αποφάσεις του ΔΕΕ 9.3.1978, Simmenthal και 19.6.1990, The Queen κατά Secretary of State for Transport, ex parte: Factortame Ltd και λοιπών.).
Επίλογος
Η ανάλυση που προηγήθηκε οδηγεί, αναποδράστως, στις ακόλουθες διαπιστώσεις:
Α. Το Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου, σύμφωνα με αυτό τούτο το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο –στη βάση της ΣυνθΕΕ και της ΣΛΕΕ- αποτελεί την αναντικατάστατη θεσμική βάση, πάνω στην οποία στηρίζεται το όλο Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα και από τον σεβασμό της οποίας εξαρτάται η τελική του ενοποίηση.
Β. Το Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου προϋποθέτει, προκειμένου να επιτελέσει την ως άνω αποστολή του, αφενός την θεσμοθέτηση των αναγκαίων κανόνων δικαίου για την οργάνωση και λειτουργία των κάθε είδους οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης. Και, αφετέρου, την πρόβλεψη και την αποτελεσματική επιβολή κυρώσεων –πρωτίστως με παρέμβαση των οικείων δικαιοδοτικών οργάνων- σε περίπτωση παραβίασης των προαναφερόμενων κανόνων δικαίου.