Οι Ελληνες Αρχαιολόγοι παραθέτουν τους λόγους για τους οποίους κρίνουν ότι η Λ. Κονιόρδου «δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ευθύνης που της έχει ανατεθεί».
Αναλυτικά η ανακοίνωση του Συλλόγου αναφέρει:
«Κάποιος να την σταματήσει...
Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων παρακολουθεί με εύλογο ενδιαφέρον τις εξελίξεις στο Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, το οποίο αποτελεί ΝΠΔΔ του Υπουργείου Πολιτισμού.
Σα να μην έφτανε το πνιγηρό κλίμα της οικονομικής ασφυξίας που προκάλεσε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία μέχρι το τέλος Ιουλίου η , με το πρωτοφανές μπλοκάρισμα του Τακτικού Προϋπολογισμού, βρισκόμαστε καθημερινά μάρτυρες μιας σειράς γεγονότων που μόνον ανασφάλεια για το μέλλον της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και την προστασία των Αρχαιοτήτων μπορούν πλέον να προκαλούν.
Μετά τη σιωπηρή συγκατάθεση στην επίθεση του Υπουργού Μεταφορών στους εργαζόμενους, την εποπτεύουσα υπηρεσία των ανασκαφών στο Μετρό Θεσσαλονίκης και τα συλλογικά όργανα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ήρθε η αντιθεσμική αντικατάσταση της νόμιμης διαδικασίας κήρυξης αρχαιολογικού χώρου στο Ελληνικό με την υπογραφή ενός αγνώστου ακόμη περιεχομένου μνημονίου «για να μην χαθεί η επένδυση» (όπως ανερυθρίαστα ομολόγησε η ίδια η Υπουργός σε συνάντησή της με το Δ.Σ. του Σ.Ε.Α.), και η προσπάθεια παράκαμψης της γνωμοδότησης του Κ.Α.Σ. και της έκδοσης Υπ. Αποφάσεων για έργα επί μνημείων με τρίτους στο πλαίσιο προγραμματικών συμβάσεων.
Τελευταία στη σειρά ανάλογων ενεργειών, η αιφνίδια και χωρίς επαρκή αιτιολόγηση αντικατάσταση του Δ.Σ. του Τ.Α.Π.Α., εντός του Αυγούστου, και πριν ολοκληρωθούν οι όποιες προσπάθειες είχαν δρομολογηθεί.
Το Δ.Σ. του Σ.Ε.Α έχει κατά καιρούς εκθέσει την άποψη του -κάποιες φορές διαφορετική- για τη λειτουργία του Τ.Α.Π.Α., οργανισμού νευραλγικού για τη λειτουργία των υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Α., σε κείμενα και σε συναντήσεις με την τέως Πρόεδρο του Ταμείου κ. Λούβη και την Υπουργό και μάλιστα όσον αφορά τη χρηματοδότηση των Εφορειών, των Μουσείων και των λοιπών διευθύνσεων της Α.Υ., το εκδοτικό έργο σε σχέση με την επιστημονική δράση της, τις απαλλοτριώσεις, τις απαραίτητες υποστηρικτικές υποδομές για τους αρχαιολογικούς χώρους και εν γένει τον τρόπο με τον οποίο το ετήσιο πρόγραμμα δράσης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας μπορεί να συντονιστεί με αυτό του Τ.Α.Π.Α. για ένα καλύτερο αποτέλεσμα.
Ωστόσο, ανεξάρτητα από τα παραπάνω, στοιχειώδης και καθοριστική προϋπόθεση για την ορθή διαχείριση και τη λειτουργία του Τ.Α.Π.Α., είναι η επιλογή των μελών και ο διορισμός του Δ.Σ. του να γίνονται με διαφανή κριτήρια και να υπηρετούν τους συγκεκριμένους στόχους.
Σε αυτό η πολιτική ηγεσία του ΥΠ.ΠΟ.Α. έχει αποτύχει, καθώς, πέρα από αόριστες εξαγγελίες, δεν έχει ασχοληθεί ουσιαστικά με βασικά ζητήματα του Ταμείου, ούτε στήριξε τις σχετικές καινοτόμες πρωτοβουλίες που ανέλαβε το απελθόν Δ.Σ. του Τ.Α.Π.Α., όπως ο εξορθολογισμός και ο εκσυγχρονισμός της λειτουργίας του, η αντιμετώπιση φλεγόντων θεμάτων, όπως ο σχεδιασμός και η εφαρμογή του ηλεκτρονικού εισιτηρίου, το ολοκληρωμένο σύστημα παρακολούθησης όλων των εσόδων του Ταμείου σε πραγματικό χρόνο, η παραγωγή και διάθεση αναμνηστικών ειδών υψηλής αισθητικής και αποκλειστικής διάθεσης στα πωλητήρια των αρχαιολογικών χώρων και στις εκθέσεις του εξωτερικού, οι διαγωνισμοί και η διατύπωση των όρων για την παροχή υπηρεσιών υψηλής ποιότητας στα αναψυκτήρια των αρχαιολογικών χώρων, η επανεκκίνηση και ενίσχυση της εκδοτικής παραγωγής, οι απαλλοτριώσεις, η απρόσκοπτη χρηματοδότηση των Εφορειών Αρχαιοτήτων και των μνημείων μέσω του Τ.Α.Π.Α.
Η στάση αυτή αποτυπώθηκε και στο ζήτημα του νέου Οργανισμού του Τ.Α.Π.Α., για τον οποίο άλλα κείμενα είχαν παρουσιαστεί αρχικά, άλλα στη συνέχεια, ενώ κανένας διάλογος δεν έγινε με το Δ.Σ. του Σ.Ε.Α., παρότι έχει ζητηθεί επιμόνως. Τελικά, έφτασε μετά από μήνες η ίδια πολιτική ηγεσία του ΥΠ.ΠΟ.Α., που πριν «δεν ήξερε», να δηλώνει ότι «το κείμενο εργασίας που δόθηκε στο ΥΠ.ΠΟ.Α. από την τέως Πρόεδρο, κ. Λούβη έχει σοβαρές αδυναμίες, εκφράζει ένα πνεύμα που αλλοιώνει τον χαρακτήρα του Τ.Α.Π.Α., όπως το οραματίζεται το εποπτεύον », χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις για το τι είναι αυτό που «οραματίζεται» η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου και γιατί δεν ήταν σε θέση να το συζητήσει με τα θεσμικά όργανα των εργαζομένων επί μήνες! Πολλώ δε μάλλον, έφτασε να αναφέρεται στον «εκσυγχρονισμό των μεθόδων φύλαξης των αρχαιολογικών χώρων και μουσείων» ωσάν να είναι αρμοδιότητα του Τ.Α.Π.Α. και όχι άμεση αρμοδιότητα των υπηρεσιών του Υπουργείου, όπως αποτυπώνεται και στον νέο Οργανισμό του Υπουργείου Πολιτισμού που εγκρίθηκε από την ίδια την Υπουργό!
Δικαίως λοιπόν διερωτάται κανείς σε ποιές ενέργειες προέβη η πολιτική ηγεσία του ΥΠ.ΠΟ.Α. για να αντιμετωπίσει την διαπιστωμένη υποστελέχωση του Τ.Α.Π.Α., ώστε να αντιμετωπιστούν οι δυσλειτουργίες, να καταστεί αποτελεσματικότερος ο απαιτούμενος έλεγχος των οικονομικών, να επιταχυνθούν οι διαδικασίες για σημαντικά ζητήματα, όπως η εγκατάσταση του ηλεκτρονικού εισιτηρίου, και να τεθεί σε εφαρμογή ο υπόλοιπος σχεδιασμός, προκειμένου να αρθεί ο οικονομικός αποκλεισμός και η λιτότητα που είναι καταστρεπτική για τα μνημεία.
Η αντικατάσταση του Δ.Σ. δυστυχώς συνεχίζει την αναπαραγωγή της αδιαφανούς και εν πολλοίς αυθαίρετης διαδικασίας επιλογής και παύσης μελών στον τόσο ευαίσθητο για την Αρχαιολογική Υπηρεσία Οργανισμό. Όπως και το προηγούμενο Δ.Σ. δεν περιελάμβανε ούτε καν τα ex officio μέλη που προβλέπει ο ισχύων Οργανισμός του Τ.Α.Π.Α, έτσι και η νέα σύνθεση πάσχει, χωρίς αυτό να αποτελεί προσωπική μομφή για τα συγκεκριμένα πρόσωπα που ανέλαβαν.
Η διαιώνιση εσφαλμένων διαδικασιών, εντείνει την αίσθηση απαξίωσης που επί χρόνια πλανιέται γύρω από το Τ.Α.Π.Α., καθώς φαίνεται να επιβλήθηκε από συγκεκριμένα συμφέροντα και κύκλους εξουσίας. Η ανάγκη θέσπισης ανοιχτών διαδικασιών, διαφανών και πάγιων κριτηρίων, βασισμένων στις πραγματικές ανάγκες ενός οργανισμού με έντονη οικονομική δραστηριότητα προβάλει πλέον αδήριτη.
Ύστερα από όλα τα παραπάνω είναι προφανές ότι το Δ.Σ. του Σ.Ε.Α. θεωρεί πως τα έργα και οι ημέρες της κ. Υπουργού έχουν αποδείξει ότι δεν επιθυμεί την εύρυθμη λειτουργία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας ούτε την θεσμική θωράκισή της. Την θεωρεί persona non grata και κρίνει ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ευθύνης που της έχει ανατεθεί»