Ισχυρή ανάπτυξη 2,1% για την ελληνική οικονομία και το 2025, αλλά χαμηλότερους ρυθμούς στα επόμενα χρόνια (1,25% μεσοπρόθεσμα) καθώς οι επενδύσεις που στηρίζονται από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης θα μειωθούν, προβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η βραχυπρόθεσμη οικονομική προοπτική της Ελλάδας παραμένει ευνοϊκή, αναφέρει σε έκθεσή του το ΔΝΤ. Παράλληλα, στα πρώτα συμπεράσματα της αξιολόγησης με βάση το άρθρο IV του καταστατικού που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, το ΔΝΤ προτείνει την περαιτέρω αύξηση της φορολογικής βάσης με την κατάργηση των εξαιρέσεων από ΦΠΑ και την επιβολή τέλους άνθρακα, ενώ προειδοποιεί ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης θα μετριαστούν μεσοπρόθεσμα, μετά τη λήξη της χρηματοδότησης του Ταμείου Ανάκαμψης.
Οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν βασικό μοχλό ανάπτυξης, υποστηριζόμενες από έργα που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ (NGEU). Η ιδιωτική κατανάλωση θα παραμείνει ισχυρή, υποστηριζόμενη από ευνοϊκές συνθήκες απασχόλησης και αύξηση εισοδημάτων.
Με τη σταθεροποίηση των παγκόσμιων τιμών ενέργειας, ο συνολικός πληθωρισμός αναμένεται να επιστρέψει στην πτωτική του πορεία, ενώ ο δομικός πληθωρισμός θα παραμείνει πιο επίμονος λόγω του πληθωρισμού στις υπηρεσίες και της αύξησης των μισθών, αναφέρεται επίσης.
Με τη χρηματοδότηση του NGEU να λήγει και στο πλαίσιο δημογραφικών προκλήσεων και χαμηλής παραγωγικότητας, η ανάπτυξη του ΑΕΠ προβλέπεται να μετριαστεί σε χαμηλότερα επίπεδα, περίπου στο 1,25% μεσοπρόθεσμα, εκτιμά το ΔΝΤ.
Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να μειωθεί σταδιακά κάτω από το 4% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, καθώς οι εισαγωγές αναμένεται να επιβραδυνθούν λόγω της σταδιακής ολοκλήρωσης των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από το NGEU.
Οι κίνδυνοι για τις προοπτικές ανάπτυξης είναι ισορροπημένοι, ενώ οι κίνδυνοι για τον πληθωρισμό είναι αυξημένοι.
Πιθανοί αντίξοοι παράγοντες περιλαμβάνουν την επιβράδυνση της ανάπτυξης σε μεγάλες χώρες της ευρωζώνης, την επιδείνωση περιφερειακών συγκρούσεων και την παγκόσμια πολιτική αβεβαιότητα, εκτιμά το ΔΝΤ.
Η επιτάχυνση φιλόδοξων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα μπορούσε να βελτιώσει περαιτέρω τις αναπτυξιακές προοπτικές.
Η ισχυρότερη και πιο επίμονη από την αναμενόμενη αύξηση των μισθών θα μπορούσε να ενισχύσει περαιτέρω τον πληθωρισμό στις υπηρεσίες, πιθανώς επιδεινούμενη από διακυμάνσεις στις παγκόσμιες και περιφερειακές τιμές ενέργειας.
Δημοσιονομική προσαρμογή φιλική προς την ανάπτυξη
Η συνεχιζόμενη δημοσιονομική προσαρμογή θα ενισχύσει περαιτέρω τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να παραμείνει υψηλό, περίπου στο 2,5% του ΑΕΠ το 2025, καθώς η μείωση των εσόδων λόγω επιπλέον μείωσης των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης εκτιμάται ότι θα αντισταθμιστεί σε μεγάλο βαθμό από έσοδα μέσω μεταρρυθμίσεων που στοχεύουν στη μείωση της φοροδιαφυγής και την αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης.
Με το πρωτογενές πλεόνασμα να παραμένει υψηλό στο 2,3% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω κατά περίπου 25 ποσοστιαίες μονάδες, φτάνοντας κάτω από το 130% έως το 2030.
Όπως επισημάνθηκε στη συνέντευξη Τύπου, απαιτούνται συνεχείς μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση του σχεδιασμού και της διαχείρισης των δημόσιων επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης του κεντρικού συντονισμού και των διαδικασιών προμηθειών.
Είναι απαραίτητο να προστατευθούν οι κοινωνικές δαπάνες, εκτός των συντάξεων, όπως η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση, προκειμένου να προωθηθεί η κοινωνικά δίκαιη ανάπτυξη, βελτιώνοντας παράλληλα την αποδοτικότητά τους.
Όπως αναφέρθηκε, οι υπερβολικές αυξήσεις στις συντάξεις και τους μισθούς του δημόσιου τομέα πρέπει να αποφεύγονται, εφαρμόζοντας τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις, για παράδειγμα διασφαλίζοντας ότι οι αυξήσεις των συντάξεων ακολουθούν την καθιερωμένη φόρμουλα τιμαριθμικής αναπροσαρμογής χωρίς έκτακτες παρεμβάσεις.