Προ των πυλών βρίσκεται ακόμη μια νέα αύξηση στον κατώτατο μισθό με το επικρατέστερο σενάριο να προβλέπει αυξήσεις 5,5% - 6,5 %, δηλαδή από 822,9 έως 830,7 ευρώ.
Αυξήσεις θα δουν όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό περίπου 550.000 εργαζόμενοι, δηλαδή το 1/4 του συνολικού εργατικού δυναμικού της χώρας. Οι κλάδοι στους οποίους εργάζονται οι περισσότεροι με τον κατώτατο μισθό είναι το λιανικό εμπόριο και ο τουρισμός. Παράλληλα η αύξηση συμπαρασύρει προς τα πάνω μια σειρά βασικών επιδομάτων όπως το επίδομα ανεργίας, κλπ. Η έλλειψη υποχρεωτικών αυξήσεων για το 3/4 των εργαζομένων, όπως αυτοί που αμείβονται ελαφρώς άνω του κατώτατου μισθού, απασχολεί την αγορά εργασίας. Για παράδειγμα όσοι αμείβονται με μισθό πχ. 1.300 ευρώ μικτά, επηρεάζονται επίσης σημαντικά από τις πληθωριστικές πιέσεις.
Η σημασία του ύψους των αποδοχών είναι αναμφίβολα κρίσιμη, με την μείωση της αγοραστικής δύναμής κατά 30% να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην καθημερινότητά των πολιτών στα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια καθώς η μείωση αυτή καθιστά δυσκολότερη την κάλυψη των βασικών τους αναγκών και περιορίζει τις επιλογές τους.
Εκτός από το επίπεδο ζωής, μια καλή εργασιακή αμοιβή έχει θετικές επιδράσεις και στο ύψος της μελλοντική μας σύνταξης.Στο πλαίσιο αυτό έχει θεσμοθετηθεί μια αλλαγή στην επικουρική ασφάλιση, προκειμένου να επιτραπεί στις νεότερες γενιές να εξασφαλίσουν τουλάχιστον επικουρική σύνταξη με μεγαλύτερες αποδοχές. Πρόκειται για το ταμείο επικουρικής κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης γνωστό με τα αρχικά ΤΕΚΑ. Σύμφωνα με τον Γιώργο Συμεωνίδη, Πρόεδρο της Διεθνούς Ένωσης Συμβούλων Αναλογιστών στο thepressroom.gr το βασικό πλεονέκτημα του ΤΕΚΑ είναι ότι στο τέλος του εργασιακού τους βίου οι νέες γενιές θα έχουν μία πολύ καλή αναπλήρωση στην σύνταξή τους, μάλιστα δυσανάλογα καλή με αυτό που μπορεί να προσφέρει σήμερα το επικουρικό ταμείο. Ουσιαστικά δηλαδή η πολιτεία μας δίνει όλα τα προτερήματα ενός κεφαλαιοποιητικού ταμείου απαλλάσσοντας μας από το άγχος του βασικού κίνδυνου που υφίσταται στην κεφαλαιοποίηση, δηλαδή του κινδύνου των αγορών, επισημαίνει χαρακτηριστικά.
*Η Δάφνη Γρηγοριάδη είναι Οικονομική Αναλύτρια.