Οι ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του κρατικού χρέους της Ευρωζώνης παραμένουν, παρά τις καλές συνθήκες που επικρατούν στις χρηματοπιστωτικές αγορές, αναφέρει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στην εξαμηνιαία έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα (Financial Stability Review).
«Ειδικότερα, οι πολιτικοί κίνδυνοι έχουν αυξηθεί σημαντικά σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρωζώνης τα τελευταία χρόνια. Η υψηλότερη πολιτική αβεβαιότητα μπορεί να καθυστερήσει περαιτέρω τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να ασκήσει εκ νέου πιέσεις σε περισσότερα ευάλωτα κράτη», αναφέρει η έκθεση.
Η ΕΚΤ σημειώνει ότι οι τράπεζες της Ευρωζώνης έκαναν σταθερή πρόοδο στα τελευταία χρόνια για την ενίσχυση των ισολογισμών τους, αλλά τονίζει ότι παραμένουν προβλήματα που έχουν να κάνουν με την υποτονική οικονομική ανάκαμψη, το μεγάλο λειτουργικό κόστος και το υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ορισμένες χώρες, τα οποία περιορίζουν την ικανότητα των τραπεζών να χορηγούν δάνεια καθώς και την κερδοφορία τους.
«Οι προοπτικές για τη βιωσιμότητα του κρατικού χρέους παραμένουν δύσκολες, παρά τα κάποια διστακτικά σημάδια βελτίωσης», σημειώνει η έκθεση, ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει ότι «ιδιαίτερα ένα νέο μακροοικονομικό σοκ μπορεί να αποτελέσει πρόκληση για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών σε μία σειρά χωρών της Ευρωζώνης».
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προβλέψει ότι το συνολικό χρέος της Ευρωζώνης θα συνεχίσει να υποχωρεί σταδιακά στο 91,1% του ΑΕΠ το 2017, χάρη στις χαμηλότερες πληρωμές για τόκους και την αναμενόμενη μεγαλύτερη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, μετά την υιοθέτηση και επέκταση του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων από το Ευρωσύστημα. Παρά ταύτα, η εικόνα παραμένει αρκετά ετερογενής σε επίπεδο χωρών, με ορισμένες χώρες της Ευρωζώνης να αναμένεται ότι θα έχουν αύξηση του λόγου του χρέους τους προς το ΑΕΠ το 2017, περιλαμβανομένης της Φινλανδίας, της Γαλλίας, της Ελλάδας και του Λουξεμβούργου», σημειώνει η έκθεση.