Για το επίσημο και καθιερωμένο ετήσιο ημερολόγιο της Pirelli, για φέτος επελέγη φωτογράφος, ο Peter Lindbergh. Θα δούμε τα μοντέλα που επελέγησαν και ταυτόχρονα μέσα από αυτό το άρθρο θα μπορέσετε να ενημερωθείτε για τον Peter Lindbergh.
Γνωστός για τις αξέχαστες κινηματογραφικές φωτογραφίες του, ο Peter Lindbergh θεωρείται μία από τις ισχυρότερες μορφές της σύγχρονης κινηματογραφικής τέχνης. Γεννημένος στη Lissa (Γερμανία) το 1944, έζησε την παιδική του ηλικία στο Duisburg (Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία). Εργάστηκε σαν διακοσμητής βιτρίνας σε τοπικό πολυκατάστημα και εγγράφηκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στο Βερολίνο στις αρχές τις δεκαετίας του 1960. Θυμάται από αυτή την εποχή: «Προτιμούσα να αναζητώ τις πηγές έμπνευσης του Van Gogh, που ήταν το είδωλό μου, αντί να ζωγραφίζω τα υποχρεωτικά πορτρέτα και τοπία που δίδασκαν στις σχολές καλών τεχνών...» Εμπνευσμένος από τα έργα του Ολλανδού ζωγράφου, μετακόμισε στην Arles για ένα χρόνο σχεδόν και στη συνέχεια ταξίδεψε με οτοστόπ σε Ισπανία και Β. Αφρική. Επόμενο βήμα ήταν οι σπουδές ελεύθερης ζωγραφικής στο College of Art στο Krefeld. Επηρεασμένος από τον Joseph Kosuth και το κίνημα της Εννοιολογικής Τέχνης, πριν αποφοιτήσει κλήθηκε να παρουσιάσει τη δουλειά του στη γνωστή πρωτοποριακή Galerie Denise René-Hans Mayer το 1969. Αφού μετακόμισε στο Düsseldorf το 1971, στράφηκε στη φωτογραφία και εργάστηκε για δύο χρόνια ως βοηθός του Γερμανού φωτογράφου Hans Lux, πριν ανοίξει δικό του στούντιο το 1973. Έχοντας γίνει διάσημος στη χώρα του, προσχώρησε στην ομάδα περιοδικών Stern μαζί με άλλους θρύλους της φωτογραφίας όπως Helmut Newton, Guy Bourdin και Hans Feurer, και μετέβη στο Παρίσι το 1978 για να προωθήσει την καριέρα του.
Πρωτοπόρος στο χώρο της φωτογραφίας λανσάρισε ένα είδος νέου ρεαλισμού επαναπροσδιορίζοντας τα πρότυπα ομορφιάς με διαχρονικές εικόνες. Η ουμανιστική προσέγγιση και η εξιδανίκευση των γυναικών τον έκαναν να ξεχωρίσει από τους συναδέρφους του καθώς έδινε προτεραιότητα στην ψυχή και την προσωπικότητα. Άλλαξε δραστικά τα πρότυπα της φωτογραφίας μόδας την εποχή του υπερβολικού ρετούς πιστεύοντας ότι υπάρχει κάτι που κάνει τα άτομα ενδιαφέροντα πέραν της ηλικίας τους. Και εξηγεί: «Αυτή πρέπει να είναι η ευθύνη των φωτογράφων σήμερα: να απελευθερώσουν τη γυναίκα και στο τέλος όλο τον κόσμο από την εμμονή της νεότητας και της τελειότητας.» Το φωτογραφικό μάτι του παρουσιάζει τα υποκείμενα στην πραγματική τους διάσταση, 'με όλη την ειλικρίνεια', αποφεύγοντας στερεότυπα καθώς προτιμά ένα πρόσωπο σχεδόν χωρίς καθόλου make-up, γυμνό, με τρόπο που αναδεικνύει την αυθεντικότητα και φυσική ομορφιά των γυναικών που φωτογραφίζει. Ερμήνευσε με ένα νέο τρόπο τη γυναικεία οντότητα μετά τη δεκαετία του 1980, χωρίς να δίνει ιδιαίτερη προσοχή στα ρούχα, πιστεύοντας, όπως ο ίδιος δήλωνε, ότι "Αν αφαιρέσεις τα ρούχα και τα φτιασίδια, τότε μπορείς να δεις πραγματικά τον άλλον.»
Όπως λέει και η Βρετανή δημοσιογράφος Suzy Menkes "σήμα κατατεθέν του Peter Lindbergh είναι ότι αρνείται να ενδώσει στην απαστράπτουσα τελειότητα – η ουσία των φωτογραφιών που αποτυπώνουν την γυμνή ψυχή, ανεξάρτητα πόσο γνώριμο ή διάσημο είναι το μοντέλο." Ο Lindbergh ήταν ο πρώτος φωτογράφος που συμπεριέλαβε την αφήγηση στις φωτογραφικές συλλογές του, λανσάροντας ένα νέο όραμα τέχνης και φωτογραφίας μόδας. Με την πάροδο του χρόνου, δημιούργησε έργα που σηματοδότησαν την ιστορία της φωτογραφικής τέχνης, μέσα από μία μινιμαλιστική προσέγγιση της μεταμοντέρνας φωτογραφίας. Το 1988, ο Lindbergh συγκέντρωσε διεθνείς διακρίσεις και προώθησε τις καριέρες μιας νέας γενιάς μοντέλων που είχε ανακαλύψει πρόσφατα, τα οποία φωτογράφισε με λευκά πουκάμισα. Ένα χρόνο αργότερα, φωτογράφιζε τις Linda Evangelista, Naomi Campbell, Cindy Crawford, Christy Turlington και Tatjana Patitz, νεαρά μοντέλα τότε, μαζί για πρώτη φορά, για το θρυλικό εξώφυλλο της Vogue UK, τεύχος Ιανουαρίου 1990.
Ο ποπ τραγουδιστής George Michael, δημιουργός του "κινήματος των Supermodels" που αργότερα ακολούθησε ο Gianni Versace, εμπνεύστηκε από της φωτογραφίες του Lindbergh στη Vogue για να δημιουργήσει ένα εμβληματικό βίντεο για το τραγούδι του "Freedom '90", σηματοδοτώντας το ξεκίνημα της εποχής των διάσημων μοντέλων, που επαναπροσδιόρισαν την εικόνα της σύγχρονης γυναίκας.
Πέρα από τις διάσημες αφηγηματικές σειρές μόδας, το έργο του Lindbergh φημίζεται για τα απλά και αποκαλυπτικά πορτρέτα του, τις νεκρές φύσεις και τις ισχυρές επιρροές από τον πρώιμο Γερμανικό κινηματογράφο και το βιομηχανικό περιβάλλον της παιδικής του ηλικίας καθώς και το χορό και τα καμπαρέ αλλά και τα τοπία και το απώτερο διάστημα. Ο Lindbergh έχει συνεργαστεί με τις πιο αναγνωρισμένα ονόματα και περιοδικά μόδας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όπως διεθνείς εκδόσεις των Vogue, The New Yorker, Rolling Stone, Vanity Fair, Harper's Bazaar US, Wall Street Journal Magazine, The Face, Visionaire, Interview και W.
Τα έργα του εντάσσονται στις μόνιμες συλλογές πολλών Μουσείων καλών τεχνών σε όλο τον κόσμο, ενώ έχουν εκτεθεί σε διαπρεπή μουσεία και γκαλερί. Μεταξύ αυτών Victoria & Albert Museum (Λονδίνο), Centre Pompidou (Παρίσι) και η προσεχής έκθεση A Different History of Fashion στο Rem Koolhaas' Kunsthal στο Rotterdam (Σεπτέμβριος 2016), καθώς και solo εκθέσεις στο Hamburgerbanhof (Βερολίνο), Bunkamura Museum of Art (Τόκιο) και Pushkin Museum of Fine Arts (Μόσχα).
Ο Lindbergh έχει σκηνοθετήσει μεγάλο αριθμό ταινιών και ντοκιμαντέρ που έχουν τύχει εξαιρετικής υποδοχής από τους κριτικούς: Models, The Film (1991); Inner Voices (1999) που κέρδισε το βραβείο Best Documentary στο Toronto International Film Festival (TIFF) το 2000, Pina Bausch, Der Fensterputzer (2001) και Everywhere στο Once (2007), με αφήγηση της Jeanne Moreau που παρουσιάστηκε στα Κινηματογραφικά Φεστιβάλ των Κανών και της Tribeca. Ο Lindbergh εκπροσωπείται από τη Gagosian Gallery και το 2b Management. Αυτή τη στιγμή ζει στο Παρίσι, την Arles και τη Νέα Υόρκη.