Η «κρίση» των S-300 το 1999 και η σημερινή ισορροπία ισχύος Ελλάδας -Τουρκίας

 
Η «κρίση» των S-300 το 1999 και η σημερινή ισορροπία ισχύος Ελλάδας -Τουρκίας

Ενημερώθηκε: 27/08/17 - 13:43

Αρθρογράφος: Λάμπρος Τζούμης

Πριν λίγες μέρες ανακοινώθηκε η συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας για την πώληση, των αντιαεροπορικών και αντιβαλλιστικών συστημάτων S-400. Η Τουρκία συμφώνησε να πληρώσει 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια για να αγοράσει από την Ρωσία το προηγμένο σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας, εφάμιλλο ή και καλύτερο του αμερικανικού Patriot, που μπορεί να πλήξει ιπτάμενους στόχους σε απόσταση μέχρι και 300 χλμ.

Πρόκειται για αναβάθμιση του συστήματος S-300, το οποίο διαθέτουν οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις που έχει εγκατασταθεί στην Κρήτη, ενώ αρχικά προορίζονταν για την Κύπρο. Η συμφωνία για την αγορά των ρωσικών πυραύλων S-300, υπογράφηκε στις 4 Ιαν. 1997, μεταξύ της κυπριακής και ρωσικής κυβέρνησης.

Οι τουρκικές αντιδράσεις, ήταν έντονες και άμεσες, ενώ αρνητικές ήταν και οι θέσεις των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Ιταλίας. Οι αντιδράσεις της Τουρκίας, εστιάστηκαν στον ισχυρισμό ότι η εγκατάσταση του οπλικού αυτού συστήματος στην Κύπρο, συνιστά απειλή όχι μόνο για την ασφάλεια της λεγόμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», αλλά και απειλή για την ασφάλεια της ίδιας της Τουρκίας. Έτσι η Άγκυρα παρουσιάζοντας εσκεμμένα, την αύξηση της αποτρεπτικής ικανότητας της Αθήνας και της Λευκωσίας ως απειλή εναντίον της, τις κατηγόρησε για επιθετική συμπεριφορά. Επιπλέον οι τουρκικές αντιδράσεις, δεν άργησαν να μετατραπούν σε ευθείες απειλές για ένα νέο Αττίλα, απαιτώντας την οριστική ακύρωση της ρωσοκυπριακής συμφωνίας για τους S-300.

Επίσης η Τουρκία δεν παρέλειψε να τονίσει ότι δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα, κράτος μέλος του ΝΑΤΟ, να συνεργάζεται στον ευαίσθητο αυτόν τομέα με τη Ρωσία, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα το γεγονός, ότι για το χειρισμό των ραντάρ του συστήματος, ήταν αναγκαία η παρουσία Ρώσων τεχνικών στο νησί.

Η απάντηση της Αθήνας στις τουρκικές απειλές, ήταν κατ' αρχήν ότι η συμφωνία για τους S-300 θα μπορούσε να ακυρωθεί ανά πάσα στιγμή, εάν η Άγκυρα δεχόταν συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την πλήρη αποστρατικοποίηση της Κύπρου ή στην περίπτωση που οι συνομιλίες προχωρούσαν τόσο, ώστε να οδηγούν σε τελική και κοινά αποδεκτή λύση του «κυπριακού» προβλήματος.

Όμως ούτε και αυτή η πρόταση έγινε δεκτή από την Άγκυρα, ενώ απορρίφθηκε και από την Ουάσιγκτον, η οποία είχε προτείνει αρχικά μορατόριουμ πτήσεων στο Αιγαίο και την Κύπρο. Μέσα σ' αυτό το αρνητικό κλίμα και δεδομένου ότι η ελληνική επιχειρηματολογία έπεσε στο κενό, η Αθήνα άρχισε να εξετάζει την πιθανότητα, να παραλάβει η ίδια τους πυραύλους και δήλωσε μάλιστα, ότι ενδεχόμενο τουρκικό πλήγμα κατά των πυραύλων αυτών, θα είχε ως αποτέλεσμα τη στρατιωτική απάντηση της Ελλάδας.

Μετά από έντονη διπλωματική κινητικότητα για την άρση του αδιεξόδου, σχετικά με το θέμα της εγκατάστασης των S-300, στα τέλη Ιαν. 1999, η Αθήνα και η Λευκωσία ανακοίνωσαν, ότι η εγκατάστασή τους θα γίνει στην Κρήτη και ότι θα συντονιστούν επιχειρησιακά, με τα υπόλοιπα συστήματα αεράμυνας, που διαθέτουν οι ένοπλες δυνάμεις. Η τουρκική αντίδραση στην ανακοίνωση αυτή, ήταν έντονη και προκλητική, ενώ εμφανείς ήταν οι απειλές, η αδιαλλαξία και η αλαζονεία μέσω ενεργειών και δηλώσεων. Ενδεικτική ενέργεια αποτέλεσαν οι συχνές παραβιάσεις και παραβάσεις του ελληνικού FIR, στην εναέρια περιοχή της Κρήτης, από τουρκικά φωτογραφικά αεροσκάφη με συνοδεία μαχητικών. Το Δεκ. 2013 μετά από 14 χρόνια αναμονής, από την ημέρα που τα ρωσικά συστήματα έφθασαν στην Ελλάδα, πραγματοποιήθηκε στο Πεδίο Βολής Κρήτης η πρώτη δοκιμή, για την οποία η Άγκυρα έκανε ότι ήταν δυνατόν να αποτρέψει.

Οι αιτιάσεις της Τουρκίας το 1999, περί δήθεν συνεργασίας ενός κράτους μέλους του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία με σκοπό την ακύρωση της συμφωνίας παραχώρησης των S-300 από τη Ρωσία στην Ελλάδα, σήμερα ξεχάστηκαν. Ο πρεσβευτής της Τουρκίας στην Ρωσία, δήλωσε : «Η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να ασκεί μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και να αγοράσει τους S-400».

Μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας υπήρξαν αντιδράσεις από τις ΗΠΑ και με δηλώσεις τους αξιωματούχοι του Πενταγώνου εξέφρασαν την ανησυχία τους ότι η Τουρκία, μια Νατοϊκή χώρα προμηθεύεται ρωσικά οπλικά συστήματα που δεν είναι συμβατά με αυτά των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ. Από ελληνικής πλευράς ο Υπουργός Άμυνας κ. Πάνος Καμένος ανέφερε ότι «Αν η Τουρκία αγοράσει S-400, αλλάζουν τα δεδομένα. Οι φίλοι και ομόδοξοι Ρώσοι πρέπει να καταλάβουν πως δεν μπορούν να εξοπλίζουν την Τουρκία με συστήματα τέτοια που θα ανατρέψουν την ισορροπία στο Αιγαίο». Οι δηλώσεις του ΥΕΘΑ περί φίλων και ομόδοξων Ρώσων περισσότερο συναισθηματικό παρά ουσιαστικό χαρακτήρα έχουν. Μια αναδρομή στην ιστορία αποδεικνύει ότι ο μύθος περί του «ξανθού γένους» που θα έσωζε την Ελλάδα όταν υπήρχε ανάγκη ήταν ένα παραμύθι το οποίο δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα περί αυτού η φράση : «Ούτε σπιθαμή γης δεν θα δοθεί εις την Ελλάδα» που απαίτησε η Ρωσία να προστεθεί στη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το Μάρτιο του 1878, με την οποία συγκροτήθηκε η Μεγάλη Βουλγαρία και υπογράφηκε μεταξύ Ρωσικής και Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εξ΄ άλλου είναι γνωστό ότι : «Τα έθνη δεν έχουν σταθερούς φίλους ή εχθρούς. Έχουν μόνο συμφέροντα».

Η συνεργασία Τουρκίας – Ρωσίας δεν περιορίζεται στην αγορά των πυραύλων S-400 αλλά επεκτείνεται και σε άλλους τομείς με σκοπό την υλοποίηση των μεγαλεπήβολών στόχων του προέδρου Ερντογάν. Προ διμήνου περίπου ανακοινώθηκε η κατασκευή πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου της Τουρκίας από ρωσικές κατασκευαστικές εταιρείες. Το έργο θα ξεκινήσει εντός του 2018 και η κατασκευή του θα κοστίσει περίπου 22 δισεκατομμύρια δολάρια. Εκτός από τον υπόψη σταθμό, τα σχέδια προβλέπουν και τη λειτουργία τουλάχιστον 20 ακόμα πυρηνικών αντιδραστήρων έως το 2030, σύμφωνα με δηλώσεις που έχουν κάνει στο παρελθόν Τούρκοι αξιωματούχοι. Η Άγκυρα ισχυρίζεται ότι το πρόγραμμα αυτό έχει στόχο στην αντιμετώπιση των αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι η Τουρκία θα επιδιώξει την απόκτηση πυρηνικών όπλων. Πριν ένα χρόνο κατά την επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στο Πακιστάν καθώς υπέγραφε συμφωνίες για την στενότερη συνεργασία μεταξύ των δυο χωρών, στις δηλώσεις που έκανε ανέφερε : «Θα μπορούσαμε να πάρουμε πυρηνικά όπλα από το Πακιστάν. Τρεις με πέντε πυρηνικές κεφαλές είναι αρκετές».

Σε ότι αφορά τις δηλώσεις του κ. ΥΕΘΑ περί ανισορροπίας ισχύος που δημιουργείται στο Αιγαίο μετά την παραχώρηση των S-400 να επισημανθούν τα εξής : Κάθε φορά που ανακοινώνεται από την Τουρκία η αγορά ή δοκιμή ενός νέου οπλικού συστήματος, κλίμα ανησυχίας δημιουργείται στη χώρα μας, σχετικά με την ισορροπία ισχύος που διαμορφώνεται ανάμεσα στις δύο χώρες. Αντιδράσεις είχαν παρατηρηθεί όταν η Άγκυρα είχε ανακοινώσει τη σχεδίαση αγοράς των αεροσκαφών F-35 και τη δοκιμή πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς 280 χιλιομέτρων. Δοκιμές πυραύλων όμως που κατασκευάζονται στην Τουρκία με βεληνεκή που αγγίζουν τα 2.500 χιλιόμετρα πραγματοποιούνται ήδη στη γείτονα χώρα, όπως οι πύραυλοι Yildirim αλλά και οι πύραυλοι SOM, που θα φέρονται επί των αεροσκαφών F – 35. Όλα αυτά αποτελούν ένα πολύ μικρό μέρος του συνολικού εξοπλιστικού προγράμματος που έχει σχεδιαστεί και υλοποιείται από την Άγκυρα η οποία ξοδεύει περίπου 18 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο για την άμυνα με άνω του μισού ποσοστού του εξοπλισμού της να γίνονται στην εγχώρια αγορά. Ο προβληματισμός λοιπόν σε όσους έχουν την ευθύνη υλοποίησης μιας αξιόπιστης στρατηγικής εθνικής άμυνας δεν πρέπει να προέρχεται αποκλειστικά από την τυχόν παραχώρηση των S-400 στην Τουρκία αλλά πρέπει να είναι συνεχής, προερχόμενος από το συνολικό εξοπλιστικό πρόγραμμα της Τουρκίας. Η διατήρηση και επαύξηση της στρατιωτικής ισχύος της χώρας πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό μέλημα όσων έχουν την ευθύνη περί αυτού, για την υλοποίηση αξιόπιστης αποτρεπτικής ικανότητας που αποτελεί προϋπόθεση για την εθνική μας ανεξαρτησία.