Όσες κυβερνήσεις, υπουργοί και γραμματείς και να έχουν αλλάξει στα μνημονιακά χρόνια, υπάρχει μία σταθερά που παραμένει μέχρι και σήμερα στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Η υπόθεση Γεωργίου. Πότε επειδή ο πρώην πρόεδρος της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) οδηγείται στη Δικαιοσύνη, πότε επειδή η υπόθεσή του μπαίνει στο αρχείο, πάντα με εμφανείς τις παρεμβάσεις στην υπόθεσή του. Και μετά ξανά από την αρχή. Τι σημαίνει όμως «υπόθεση Γεωργίου»; Σε τι αναφέρεται, τι περιλαμβάνει, και τελικά, τι απαιτούν οι δανειστές όταν επί χρόνια μεθοδεύουν την απαλλαγή του προσώπου που έχει απασχολήσει περισσότερο την ελληνική Δικαιοσύνη τα τελευταία χρόνια;
Το τελευταίο επεισόδιο στο πολύκροτο σήριαλ της υπόθεσης του Ανδρέα Γεωργίου και των διώξεών του από τη Δικαιοσύνη, γράφτηκε κατά το τελευταίο κρίσιμο Eurogroup. Τότε που υπό την απειλή της μη καταβολής μιας δόσης δισεκατομμυρίων ευρώ, ζητήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και τον Ευκλείδη Τσακαλώτο να νομοθετήσουν για την κάλυψη των δικαστικών εξόδων του πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ, καθώς και την απαλλαγή των κατηγορούμενων για το σκάνδαλο των 28 ακινήτων. Η δεύτερη απαίτηση ικανοποιήθηκε, ενώ η πρώτη δρομολογείται, την ώρα που οι λογαριασμοί του πρώην προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ με τη Δικαιοσύνη παραμένουν ανοικτοί.
Για να μπορέσει όμως κανείς να διαπιστώσει το βάθος της υπόθεσης που κρύβεται πίσω από τις διώξεις και τις μεθοδεύσεις για την απαλλαγή του Ανδρέα Γεωργίου, θα χρειαστεί να πάει μερικά χρόνια πίσω. Τόσο στα χρόνια κατά τα οποία ασκήθηκαν οι πρώτες διώξεις στο πρόσωπό του, όσο και λίγο νωρίτερα, όταν η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ τον διόριζε στο τιμόνι της Εθνικής Ανεξάρτητης Αρχής, η οποία ακολούθως θα επικύρωνε εκείνα τα στοιχεία για την ελληνική οικονομία που έστρωσαν τον «μονόδρομο» των προγραμμάτων διάσωσης.
Στο μάτι της Δικαιοσύνης
Τον Ιανουάριο του 2013 λοιπόν, ασκούνται διώξεις σε βαθμό κακουργήματος από την εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, κατά του επικεφαλής τότε της ΕΛΣΤΑΤ, Ανδρέα Γεωργίου, καθώς και κατά των δύο συνεργατών του, του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Εθνικών Λογαριασμών Κωνσταντίνου Μολφέτα και της Ευσταθίας Ξενάκη, προϊσταμένης της Διεύθυνσης Στατιστικών Ερευνών. Αργότερα, τον Ιούλιο του 2015, ο ίδιος θα παραπεμφθεί σε ακόμα μία δίκη, για παράβαση καθήκοντος, με την κατηγορία πως όταν ανέλαβε την ηγεσία της νεοσύστατης τότε ΕΛΣΤΑΤ, δεν είχε ακόμη παραιτηθεί από τη θέση του στο ΔΝΤ ως ειδικός για οικονομίες υπό κατάρρευση.
Όπως αναφέρει το Βήμα, τις ημέρες της πρώτης δίωξής του, «Σύμφωνα με την εντολή του οικονομικού εισαγγελέα Γρηγόρη Πεπόνη και οι τρεις πρέπει να διωχθούν για ψευδή βεβαίωση σε συνδυασμό με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου 1608/50. Ο εισαγγελέας ζητεί επίσης να αναζητηθούν τυχόν ηθικοί αυτουργοί, οι οποίοι παράγγειλαν στους κατηγορούμενους να αλλοιώσουν τα στοιχεία που παρουσίασε εκείνη την περίοδο η ΕΛΣΤΑΤ, "φουσκώνοντας" το έλλειμμα ενόψει της προσφυγής στο ΔΝΤ και όσα επακολούθησαν».
Λίγες ημέρες αργότερα, η Καθημερινή εξιστορεί την επίμαχη πορεία του ελλείμματος που φέρνει τον Α. Γεωργίου αντιμέτωπο με τη Δικαιοσύνη. Αναφέρει, τότε, σε σχετικό ρεπορτάζ η φαληρική εφημερίδα, πως «αρχικός στόχος για το 2009 ήταν το έλλειμμα να "κλείσει" στο 3,7% του ΑΕΠ. Τον Απρίλιο του 2009 η Κομισιόν είχε συμπεριλάβει στις εαρινές της προβλέψεις εκτίμηση για έλλειμμα της τάξης του 5,1% του ΑΕΠ, ενώ στις 2 Ιουλίου προειδοποιούσε με έγγραφό της προς το Eurogroup (ECFIN/F3// D(2009)/ARES/154115) ότι το έλλειμμα κινείται προς τα επίπεδα του 10% του ΑΕΠ. Ο τότε υπουργός Οικονομίας, κ. Γ. Παπαθανασίου, παραδέχεται λίγες μέρες πριν από τις εκλογές ότι εάν δεν εφαρμοστούν πλήρως τα μέτρα που έχει προαναγγείλει ο Κώστας Καραμανλής, τότε το έλλειμμα μπορεί να φθάσει στο 8% του ΑΕΠ. Ωστόσο, δύο μόλις μέρες πριν από τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου του 2009, η κυβέρνηση στέλνει στοιχεία στην Κομισιόν με τα οποία προβλέπει ότι το έλλειμμα θα διαμορφωθεί στο 6% του ΑΕΠ» αναφέρει το δημοσίευμα, για να έρθει πέντε ημέρες μετά τις εκλογές ο προκάτοχος του Γιάννη Στουρνάρα στην Τράπεζα της Ελλάδας, Γιώργος Προβόπουλος, και να δηλώσει δημόσια πως το έλλειμμα ενδέχεται να φτάσει στο 12% του ΑΕΠ.
Τελικά, τον Απρίλιο του 2010, μία ημέρα πριν το Καστελόριζο του Γ. Παπανδρέου, η Eurostat ανακοινώνει πως το έλλειμμα του 2009 ανέρχεται στο 13,6% του ΑΕΠ. Δύο εβδομάδες αργότερα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πατάει το πόδι του στην Ελλάδα, και στις αρχές Αυγούστου αναλαμβάνει την ΕΛΣΤΑΤ ο Ανδρέας Γεωργίου, ο οποίος φέρεται να είχε ακόμα σχέση εργασίας με το Ταμείο.
Λίγες ημέρες αφότου, κατά δήλωσή του, λήγει η σχέση εργασίας του με το ΔΝΤ, η Eurostat ανακοινώνει έλλειμμα της τάξης του 15,4%. Η δίκη, πάντως, για την ακριβή ημερομηνία της λήξης της υπαλληλικής του σχέσης με το ΔΝΤ, βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, με τον ίδιο να έχει δηλώσει πως διατήρησε για λίγο καιρό τη διπλή του ιδιότητα για να συμπληρώσει τα χρόνια της σύνταξης.
«Προσωπικό στοίχημα» με ξένα κόλυβα
Όπως περιγράφει η Ελευθεροτυπία κατά την ανάληψη των καθηκόντων του στα τέλη του Ιουλίου του 2010, ο Α Γεωργίου δηλώνει «όρκους πίστης στο Μνημόνιο», σημειώνοντας πως πρόκειται για έναν «Έλληνα της διασποράς, που έχει εργαστεί για δεκαετίες στο εξωτερικό -το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο».
Τις ίδιες ημέρες, το «Έθνος της Κυριακής» του πλέκει το εγκώμιο, περιγράφοντας ως εξαιρετικά θετικό σημάδι την –επί 20έτια, έως την ημέρα που ήρθε στην Ελλάδα για την ΕΛΣΤΑΤ- απασχόλησή του στο ΔΝΤ, ως ειδικός σε «αποστολές διερεύνησης των στατιστικών σε διάφορες χώρες σε οικονομική κατάρρευση». Μάλιστα, κατά το ίδιο δημοσίευμα, η έλευσή του στην Ελλάδα «αποτελεί για τον ίδιο προσωπικό στοίχημα».
Έναν χρόνο, σχεδόν, από την επίσημη ανάληψη των καθηκόντων του, ο Α. Γεωργίου βρίσκεται στο στόχαστρο της κριτικής, μετά τις καταγγελίες της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και μέλους μέχρι τότε του Δ.Σ. της ΕΛΣΤΑΤ, Ζωής Γεωργαντά, για σκόπιμη διόγκωση του ελληνικού ελλείμματος του 2009 με τη συνέργεια Eurostat, ΔΝΤ και ΕΛΣΤΑΤ. Στην Ελευθεροτυπία της 16ης Σεπτεμβρίου του 2011, η Ζ. Γεωργαντά αναφέρει πως «Το έλλειμμα της χώρας για το 2009 σκοπίμως παρουσιάστηκε στο 15,4% από τη Eurostat. Επρεπε να φανεί μεγαλύτερο από αυτό της Ιρλανδίας, που ήταν 14%, ώστε να παρθούν δυσβάσταχτα μέτρα κατά της Ελλάδας».
Την ίδια ημέρα, ο αντιπρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ, Νίκος Λογοθέτης, διώκεται σε βαθμό κακουργήματος, έπειτα από μήνυση που υποβάλει ο Α. Γεωργίου περί υποκλοπής προσωπικών δεδομένων τον Οκτώβριο του 2010.
Μήνυση που επιβεβαιώνει την ύπαρξη της επιστολής της 16ης Οκτωβρίου του 2010, για την οποία αργότερα έγραψε Ελευθεροτυπία. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο Α. Γεωργίου «φέρεται να απέστειλε email στον επικεφαλής του Διεθνούς Ταμείου Πολ Τόμσεν, με το οποίο τον ενημέρωνε για την άμεση ανάγκη τροποποίησης του ιδρυτικού νόμου της Ανεξάρτητης Ελληνικής Αρχής». Μάλιστα, την επιστολή φέρεται να κατέθεσε στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής για τη διερεύνηση του φουσκώματος του ελλείμματος ο σημερινός υπουργός Ναυτιλίας, Παναγιώτης Κουρουμπλής, τον Μάρτιο του 2012.
Η επιστολή Γεωργίου σε Τόμσεν που δημοσίευσε η Δημοκρατία τον περασμένο Ιούνιο
Μόλις μία εβδομάδα πριν την επιστολή στον Τόμσεν, ο Α. Γεωργίου γινόταν αποδέκτης μίας άλλης επιστολής, με αποστολέα τον επικεφαλής της Eurostat, Βάλτερ Ραντερμάχερ, ο οποίος φέρεται να τον καθοδηγούσε για τα περιβόητα swaps χρέους του Κώστα Σημίτη. Μάλιστα, στην επιστολή που επίσης δημοσίευσε η εφημερίδα Δημοκρατία, αναφέρεται πως ο επικεφαλής της Eurostat γνώριζε πολύ καλά για τα swaps, αφού συμβούλευε για το πώς θα πρέπει να τα διαχειριστεί ο Γεωργίου.
Σημειώνεται δε, πως παρά την εσωτερική πληροφόρηση που αποδεικνύεται και με το παραπάνω πως είχε, ο Ραντερμάχερ είναι ο ίδιος που τότε θα δηλώσει στο Bloomberg πως «ακόμα δεν έχουμε δει αληθινά έγγραφα» για τα ελληνικά στοιχεία τον Οκτώβριο του 2010, δήλωση που θα εκτινάξει τα spreads δανεισμού για την ελληνική οικονομία για δεύτερη φορά από τον Μάρτιο του 2010, όπως του προσάπτει ο Ν. Λογοθέτης.
Άλλο το μάτι της Δικαιοσύνης και άλλο το αρχείο της
Τα παραπάνω, είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα της υπόθεσης Γεωργίου, δημιουργώντας -τουλάχιστον- ερωτηματικά για μία σειρά από ζητήματα και χειρισμούς, οι οποίοι παράλληλα οδήγησαν και σε δεδομένα αποτελέσματα. Σίγουρα, σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία, θα ήταν αρκετά για να συγκροτήσουν μία υπόθεση που θα πήγαινε σε μία μεγάλη δίκη, όπου όλα τα στοιχεία θα εξετάζονταν ενδελεχώς.
Αντ' αυτού, η υπόθεση χρονίζει, κινούμενη συνεχώς προς την κατεύθυνσης της απαλλαγής του κατηγορούμενου.
Κατά τα γραφόμενα μίας από τους φανατικότερους υπερασπιστές του Α. Γεωργίου, της πρώην συναδέλφου του στο ΔΝΤ και Διευθύντριας του Οικονομικού γραφείου του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 91'-93', Μιράντα Ξαφά, τουλάχιστον σε πέντε περιπτώσεις «εισαγγελείς και ανακριτές αποφάνθηκαν ότι ο Ανδρέας Γεωργίου είναι αθώος». Η αλήθεια είναι πως ακόμα και για φοιτητές της Νομικής, η διαφορά μεταξύ αθώωσης και απαλλαγής είναι προφανής και ξεκάθαρη.
Από τη στιγμή της δίωξής του και έπειτα, ο Α. Γεωργίου και ο ελληνικός λαός έχουν παρακολουθήσει τη Δικαιοσύνη ουκ ολίγες φορές, πότε να τον παραπέμπει σε δίκη και πότε να εκδίδει απαλλακτικά βουλεύματα. Κατά τη συνήθη -πλέον- πρακτική, το απαλλακτικό βούλευμα ακολούθως αναιρείται, με τον κατηγορούμενο να οδεύει και πάλι σε δίκη, για να μεσολαβήσει ξανά κάποια «ψύχραιμη» φωνή που προτείνει την απαλλαγή του. Αυτό συμβαίνει τα τελευταία χρόνια.
Στην πορεία αυτής της ιστορίας, θέση για το ζήτημα της δίωξης του έχουν πάρει ουκ ολίγοι συμβαλλόμενοι, τόσο εντός, όσο και εκτός Ελλάδος. Πολύ πριν το τελευταίο Eurogroup θέσει ως προαπαιτούμενο για την εκταμίευση της δόσης των τελευταίων 8,5 δισ. ευρώ το ακαταδίωκτο και την καταβολή των δικαστικών εξόδων από το Δημόσιο στον Α. Γεωργίου.
Οι εντιμότατοι φίλοι και εταίροι
Για πολλούς, η υπόθεση Γεωργίου έχει ερμηνευτεί ως μία σύγχρονη «υπόθεση Πατσίφικο», εκείνο το εξαιρετικό δείγμα της υποτέλειας που, από το πρώτο μισό του 18ου αιώνα κιόλας, διέπνεε τις ελληνικές κυβερνήσεις. Το περιστατικό που έμεινε στην ιστορία ως «διπλωματία του κανονιοφόρου», όταν για να αναγκαστεί να καταβάλει το ελληνικό κράτος μία εξωφρενική αποζημίωση στον τοκογλύφο Δον Πατσίφικο, ο βρετανικός στόλος απέκλεισε ναυτικά ολόκληρη τη χώρα.
Ωστόσο, στην περίπτωση Γεωργίου δεν χρειάστηκε να έρθει ο βρετανικός στόλος για να υποταχθεί η ελληνική κυβέρνηση και να ικανοποιήσει τα αιτήματα των δανειστών για την προστασία και αποζημίωση του εκλεκτού τους. Οι απλές απειλές στην περίπτωση μας λειτούργησαν μια χαρά.
Ο ίδιος σε συνέντευξή του στον Αύγουστο του 2016 στους Financial Times, χωρίς να μασάει τα λόγια του, συνδέει την διατήρηση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ του 2009 και την απαλλαγή του, με τη συζήτηση για τη βιωσιμότητα του χρέους και την ελάφρυνσή του. Μάλιστα, το ίδιο δεν διστάζει να κάνει και ο συνήγορός του κατά τη διάρκεια της δίκης του, υποστηρίζοντας πως η καταδίκη του οδηγεί σε αναθεώρηση των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας.
Για τον πρόεδρο του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, η δίωξη κατά του Α. Γεωργίου είναι «μεγάλο λάθος», ενώ ανησυχία έχει επανειλημμένως εκφράσει και το ΔΝΤ δια των εκπροσώπων του. Από κοντά, και η παρέμβαση της Κομισιόν δια στόματος Επιτρόπου για την Απασχόληση, Μαριάν Τισέν, τον περασμένο Αύγουστο, που κάλεσε τις ελληνικές αρχές «να αντιμετωπίσουν ενεργά και δημόσια την εσφαλμένη εντύπωση ότι τα δεδομένα υπέστησαν παραποίηση κατά την περίοδο 2010-2015 και να προστατεύσουν την ΕΛΣΤΑΤ και το προσωπικό της από παρόμοιους αβάσιμους ισχυρισμούς».
Ακόμα πιο απόλυτη, αλλά και αποκαλυπτική, η θέση που έχει λάβει στο πλευρό του η Eurostat τον περασμένο Μάιο. «Παραδόξως διώκονται τρία επίσημα στελέχη της ΕΛΣΤΑΤ που σύμφωνα με την Κομισιόν έκαναν σωστά την δουλειά τους βάσει των ευρωπαϊκών προδιαγραφών, ενώ δεν έχει γίνει καμία προσπάθεια να δώσουν λόγο όσοι ήταν υπεύθυνοι για τα λάθος στατιστικά στοιχεία σε δύο περιόδους το 2004 και το 2009» αναφέρεται στην έκθεση του συμβουλευτικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας προ δύο μηνών.
Στην Ελλάδα, για την κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου «οι οικονομικοί εισαγγελείς άσκησαν δίωξη εναντίον της ηγεσίας της ΕΛΣΤΑΤ που κατέβαλε προσπάθειες προκειμένου να συμμορφωθεί με τους κανόνες και να αποκαταστήσει τη διαφάνεια και την αξιοπιστία».
Για τον Αντώνη Σαμαρά, δια στόματος του τότε εκπροσώπου του κόμματος Γιάννη Μιχελάκη, και προ «mea culpa» στη Μέρκελ, η υπόθεση Γεωργίου ήταν η αιτία της περιβόητης «μίας και μόνης Εξεταστικής, που θα διερευνήσει το πως έσυραν τη χώρα στο μνημόνιο». Για την κυβέρνηση Καραμανλή, δια των «κύκλων» της, η υπόθεση είναι αυτή που θα φωτίσει τα πεπραγμένα της κατά την περίοδο διακυβέρνησής της το 2004-2009.
Για τον δε Κυριάκο Μητσοτάκη, αξίζει να σημειωθεί πως το ζήτημα της ΕΛΣΤΑΤ και του Α. Γεωργίου αποτελεί μία πονεμένη ιστορία, καθώς και μια υποβόσκουσα κρίση ταυτότητας. Από τη μία υποστηρίζει σε αυτό τους Ευρωπαίους, αλλά από την άλλη τηρεί και μία διακριτική στάση στη «βεντέτα» του Καραμανλικού στρατοπέδου με τον τεχνοκράτη.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, λίγο πριν τις ευρωεκλογές του 2014, η υπόθεση Γεωργίου εξασφάλισε εύκολα τη δική της θέση στη «Μαύρη Βίβλο» της διακυβέρνησης Σαμαρά του ΣΥΡΙΖΑ. «Παραμένει στη θέση του παρ' ότι εναντίον του έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος για ψευδή βεβαίωση σε βάρος του δημοσίου και παράβαση καθήκοντος κατ' εξακολούθηση» κατήγγελλε τότε το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα, ενώ μάλλον από κεκτημένη ταχύτητα, ο Νίκος Φίλης ζητούσε τον Απρίλιο του 2015, ως κυβέρνηση πλέον, να παραιτηθεί λίγους μήνες πριν λήξει η θητεία του.
Τέλος, για τη Δικαιοσύνη, στην ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων τον Αύγουστο του 2016, στηλιτεύεται το γεγονός πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «παρεμβαίνει» μεν, για να πείσει τις ελληνικές αρχές «να αντιμετωπίσουν ενεργά και δημόσια την εσφαλμένη εντύπωση της παραποίησης των ελληνικών στατιστικών στοιχείων», μεν. Για να είμαστε δίκαιοι, σε εκείνη την ανακοίνωση οι δικαστές είχαν επίσης κρούσει τον κώδωνα του για τους «πολλαπλούς τραυματισμούς του κύρους της Δικαιοσύνης από αλλοδαπά και ημεδαπά κέντρα εξουσίας», που «οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη συστηματική αμφισβήτηση της με ό, τι αυτό συνεπάγεται για ένα κράτος δικαίου».
Ποιους απαλλάσσει η απαλλαγή Γεωργίου, κι από τι;
Τι θα διαπίστωνε, λοιπόν, σήμερα ένας ανεξάρτητος παρατηρητής, κατά προτίμηση μη στέλεχος της Κομισιόν, της ευρωζώνης, του ΔΝΤ ή των pay roll τους, εάν επιχειρούσε να ερμηνεύσει την υπόθεση Γεωργίου με βάση τις μέχρι σήμερα εξελίξεις;
Θα είχε μπροστά του μια υπόθεση με σοβαρές αποχρώσες ενδείξεις, τουλάχιστον, σοβαρών αδικημάτων, είτε κατά τον υπολογισμό του ελλείμματος που οδήγησε στο ΔΝΤ, είτε κατά τα προηγούμενα έτη διακυβέρνησης, για την οποία και υπάρχουν δύο κυρίαρχες απόψεις.
Από τη μία αυτή των εταίρων. Που υποστηρίζουν πως η χρεοκοπία και η απώλεια εθνικής κυριαρχίας ήταν νομοτελειακές εξελίξεις, καθώς και πως οι χειρισμοί του τεχνοκράτη που δρούσε υπό τις οδηγίες τους και επικήρωσε τις εξελίξεις ήταν τόσο άψογοι, που δεν χρειάζεται η παραμικρή διερεύνηση. Τόσο για τα πεπραγμένα του τα δικά του, όσο και για οποιουδήποτε άλλου τον έλεγχό του. Άποψη στην οποία όλα αυτά τα χρόνια προσχωρούν η μία μετά την άλλη οι πολιτικές δυνάμεις που αναλαμβάνουν να διαχειριστούν τα κυβερνητικά προγράμματα των δανειστών.
Το επιχείρημα της κριτικής των υπερασπιστών του πρώην προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ για τον έλεγχο της Δικαιοσύνης στο πρόσωπο του, είναι πως ο ίδιος ελέγχεται για αποφάσεις που προκύπτουν «από το επιστημονικό του έργο», με τη συζήτηση να περί ανεξαρτησίας της Αρχής να εξοκείλει ακόμα σε κίνδυνο της ελεύθερης ανάπτυξης των επιστημών στη χώρα. Την ίδια ώρα, η υπεράσπιση του από την Εσπερία, διατρανώνει σε όλους τους τόνους πως ο πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ δεν θα έπρεπε να διώκεται, καθώς απλώς δρούσε κάτω από τις οδηγίες της Eurostat, στην οποία και υπάγεται η -κατά τ' άλλα- Ανεξάρτητη Αρχή.
Από την άλλη, η άποψη που λέει πως τα στοιχεία και οι αποχρώσες ενδείξεις για την περίοδο πριν και μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Α. Γεωργίου είναι, αν μη τι άλλο, αρκετά για να προχωρήσει η Δικαιοσύνη σε ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, με την ελπίδα να βρεθούν και να αποδοθούν ευθύνες για όσα βίωσε η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της.
Σε κάθε περίπτωση, το επιχείρημα πως κάποιος δεν πρέπει να ελεγχθεί «επειδή είναι αθώος» είναι εξ' ορισμού παιδαριώδες και δύσκολα θα έπειθε, ακόμα και σε καθεστώτα της υποσαχάριας Αφρικής.
Ότι κι αν έχει μεσολαβήσει κατά την ηγεσία του Α. Γεωργίου στην ΕΛΣΤΑΤ, εκείνο που σίγουρα προκύπτει για κάθε αντικειμενικό παρατηρητή, είναι πως Ευρωπαίοι και μενουμευρώπηδες οπαδοί τους στη χώρα πασχίζουν να μην διερευνηθεί μία υπόθεση που κατ' ουσίαν (και κατά Eurostat) φθάνει τουλάχιστον μέχρι το μακρινό 1997 και τις κυβερνήσεις Σημίτη, ενώ συνδέεται ευθέως με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες «έσκασε» η χώρα και έγινε απαραίτητη η διάσωσή της από το ΔΝΤ και τους Ευρωπαίους.
Το τελευταίο καρφί στο φέρετρο
Συνθέτοντας τα κομμάτια του προφίλ της υπόθεσης του, γίνεται ξεκάθαρο πως ο ίδιος θα έπρεπε να αποτελεί ξεχωριστό και εξέχων κεφάλαιο εκείνης της εξεταστικής επιτροπής που διακήρυττε ο ΣΥΡΙΖΑ πως θα έκανε για την είσοδο της χώρας στα μνημόνια. Όχι, βέβαια, σαν αυτή που σύστησε και άφησε στη μέση.
Με πολύ απλά λόγια, εκείνο που επιβεβαιώνουν άπαντες, της Eurostat συμπεριλαμβανομένης, είναι πως οι κυβερνήσεις Σημίτη είχαν ναρκοθετήσει για τα καλά τα επόμενα χρόνια, μεταφέροντας στο μέλλον υποχρεώσεις και δάνεια στο όνομα του «εκσυγχρονισμού».
Αντί λοιπόν να διερευνηθούν τα παραπάνω και να φτάσει η Δικαιοσύνη στην ουσία της υπόθεσης, αυτή έχει παρουσιαστεί ως εκείνη που βαραίνει ή όχι την πρωθυπουργία του «άρχοντα του Playstation» Καραμαλή, ενταγμένη στο πάντα επίκαιρο πινγκ πονγκ ευθυνών της δικής του κυβέρνησης με αυτή του «αρχιερέα της διαπλοκής» Σημίτη. Κατ' αυτόν τον τρόπο, απενεργοποιείται και ο τελευταίος σύνδεσμος με την προ μνημονίων εποχή.
Ανεξαρτήτως της έκβασής της, η υπόθεση του πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ έχει ήδη εκθέσει άπαντες εντός και εκτός της χώρας. Τόσο την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που δέχονται τον έσχατο εξευτελισμό λαϊκών αιτημάτων ετών, τη Δικαιοσύνη που δέχεται αυτή την ωμή παρέμβαση στα εσωτερικά της χώρας ως προαπαιτούμενο καταβολής της χρηματοδότησης των δανείων, όσο και τους κατά τόπους εταίρους, που δεν μπορούν πια να κρύβουν τους όρους με τους οποίους παίζεται διεθνώς το παιχνίδι, στην πλάτη πάντα της Δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης.
Φυσικά, από κοντά και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, που καταπίνουν ακόμα μία αντιδημοκρατική κάμηλο, την ώρα που διυλίζουν τον κώνωπα μερικών δημόσιων επικριτικών δηλώσεων για αποφάσεις της Δικαιοσύνης.
Ο μόνος που δεν ευνοείται, η μεγάλη πλειοψηφία του λαού, που θαρρείς σαν να μην πέρασε μια μέρα, παρακολουθεί ξανά στις οθόνες του εξοργιστικά επεισόδια συγκάλυψης και συσκότισης κραυγαλέων σκανδάλων, όπως εδώ και τόσες και τόσες δεκαετίες. Με τη διαφορά πως, αυτή τη φορά, έχουν επάνω τους και ευρωπαϊκές και αμερικάνικες σφραγίδες.
Πηγή: