Η Θεσσαλονίκη του περασμένου αιώνα κατέχει μια ξεχωριστή θέση, ιστορικά, ως πεδίο οργάνωσης και εκδήλωσης των πρώτων εργατικών αγώνων στην ελληνική επικράτεια, καθώς βρέθηκε στην πρωτοπορία της ανάπτυξης του εργατικού κινήματος στη χώρα, με κορύφωση της δράσης του, τον ηρωικό, εργατικό «Μάη του 1936».
Η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στις αρχές του 20 αι. συνέπεσε με συνταρακτικές διεργασίες και ανακατατάξεις σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, αρχικά στο πλαίσιο της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αλλά και μετά την απελευθέρωση, το 1912, δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθούν οι αντικειμενικές συνθήκες που ωθούσαν τους εργαζόμενους σε ολοένα και αυξανόμενες διεκδικήσεις για δουλειά, καλύτερες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, αξιοπρεπείς απολαβές, ασφαλιστικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Μια δεκαετία, σχεδόν, πριν από την ίδρυση της ΓΣΕΕ (με κυρίαρχη επιρροή σε αυτήν του σοσιαλιστικού ΣΕΚΕ, προδρόμου του ΚΚΕ), στην ευρισκόμενη ακόμη υπό τον Οθωμανικό ζυγό, Θεσσαλονίκη δημιουργήθηκαν οι πρώτες εργατικές ενώσεις, «λέσχες», από εργαζομένους διαφόρων κλάδων και εθνοτήτων (στην πόλη κατοικούσαν έλληνες, εβραίοι, βούλγαροι, τούρκοι, αρμένιοι, κ.α.), ορισμένες από τις οποίες μεταξύ Μαρτίου - Μάιου του 1909 συνενώθηκαν και συνέθεσαν την πρώτη εργατική ομοσπονδία, τη «Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης».
Η «Φεντερασιόν», με πλέον προβεβλημένο ηγέτη της τον Αβραάμ Μπεναρόγια ήταν το πρώτο κύτταρο οργανωμένης συνδικαλιστικής δράσης για την προάσπιση των συμφερόντων των εργατών, σε επίπεδο ομοσπονδίας, με ταξικά χαρακτηριστικά, χωρίς εθνικές ή θρησκευτικές διακρίσεις, με σοσιαλιστική κατεύθυνση και με δυναμική συνδικαλιστική δράση, μέχρι και την ενσωμάτωση της στο ΣΕΚΕ, το 1918, μέσα από το οποίο συνέχισαν να εκφράζονται πολιτικά και κοινοβουλευτικά- για κάποια χρόνια μετά - πολλά από τα ηγετικά της στελέχη.
Η πρωτοπόρα «Φεντερασιόν» έκανε αισθητή την παρουσία της, σχεδόν αμέσως, μέσα σε ένα περιβάλλον, όπου οι υπάρχουσες εργασιακές ενώσεις ήταν στην πλειοψηφία τους συντεχνιακά δομημένες, ανά κατηγορία επαγγέλματος, ή σπανιότερα, ανά κλάδο.
Στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχε ακόμη Εργατικό Κέντρο, ιδρύθηκε το 1917. Η ομοσπονδία στεγάστηκε στο κέντρο της πόλης και ξεκίνησε τη δράση της, σε οργανωτικό επίπεδο, συσπειρώνοντας εργαζόμενους από διαφόρων κλάδων, διοργανώνοντας συλλαλητήρια και βοηθώντας στην ενίσχυση των «ταμείων αλληλοβοήθειας» μεταξύ των μελών των εργατικών ενώσεων, ενώ ταυτόχρονα φρόντιζε για τη διάδοση των ιδεών της (στην πρώτη της φάση είναι εμφανής η επίδραση των ιδεών της Β' Διεθνούς), με προκηρύξεις, μπροσούρες, με την έκδοση αρχικά της εφημερίδας «Εφημερίδας του Εργάτου» που δεν μακροημέρευσε και στη συνέχεια, το 1911, με την εφημερίδα «Αβάντι», η οποία εκδιδόταν μέχρι το 1935.
Η «Επανάσταση των Νεότουρκων» στη Θεσσαλονίκη, το 1908, αντιμετωπίστηκε αρχικά από τη «Φεντερασιόν», ως μια θετική έκφραση αστικού εκσυγχρονισμού, αλλά σύντομα τα μέλη της αναθεώρησαν, με τις πρώτες θεσμικές απόπειρες παρεμπόδισης της συνδικαλιστικής δραστηριότητας, οι οποίες έγιναν και η αφορμή για το ξέσπασμα των πρώτων μεγάλων απεργιακών συλλαλητηρίων, με συμμετοχή χιλιάδων εργαζομένων, μόλις ένα χρόνο μετά από την ίδρυση της ομοσπονδίας. Και την επόμενη χρονιά διοργανώνονται απεργίες σε διάφορους κλάδους, γιορτάζεται η Πρωτομαγιά, οργανώνονται συλλαλητήρια. Όμως, η Φεντερασιόν δε βγήκε αλώβητη στο διάστημα αυτό, ένα κομμάτι της διασπάστηκε, ακολούθησαν διώξεις, εκτοπισμοί της ηγετικής ομάδας της, των Μπεναρόγια, Γιονά, κ.ά.
Μετά το 1912 και την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας, η κορυφαία ίσως στιγμή της «Φεντερασιόν» ήταν η διοργάνωση της πολυήμερης απεργίας των καπνεργατών την άνοιξη του 1914, στη Θεσσαλονίκη (ξεκίνησε από την Καβάλα), η οποία έβαζε μπροστά κυρίως μισθολογικά αιτήματα των εργαζομένων του κλάδου και η οποία, παρά το γεγονός ότι χτυπήθηκε άγρια από τη χωροφυλακή, απέδωσε σημαντικά οφέλη για τους απεργούς.
Ο Μάης του 1936
Οι πρώτες επιτυχίες της «Φεντερασιόν» και αργότερα της Ενωτικής ΓΣΕΕ στον αγώνα για την προάσπιση των συμφερόντων και των κατακτήσεων της εργατικής τάξης, συμβάδιζαν με έναν ανερχόμενο αστικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, κατά τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 20 αι., κυρίως με μια ελαφρού τύπου εκβιομηχάνιση και μια ισχνή ανάπτυξη με χαρακτηριστικά έντασης εργασίας. Στη Β. Ελλάδα κυριαρχούσαν τα καπνεργοστάσια και οι καπναποθήκες, αλλά επίσης άνθιζε σταδιακά και η κλωστοϋφαντουργία, οι υπηρεσίες, τα βυρσοδεψεία, ο ιματισμός, οι μεταφορές με την εμφάνιση στους δρόμους των πρώτων αυτοκινήτων, των τραμ, κ.ά.
Οι τεχνολογικές καινοτομίες που άφησε πίσω του ο Μεγάλος Πόλεμος (Α' Π.Π.), οι νέες υποδομές που δημιουργήθηκαν μετά την πυρκαγιά του 1917, οι νέες θέσεις εργασίας σε αυτές, η σχετική άνοδος του βιοτικού επιπέδου, η ανάδυση μιας νέας εθνικής αστικής τάξης, σε συνδυασμό με τη σημαντική επίδραση των σοσιαλιστικών ιδεών στην Ευρώπη, ιδίως μετά την επικράτηση της σοβιετικής επανάστασης του 1917, δημιουργούσαν ένα πλαίσιο αντιθέσεων, πρόσφορο για την απόκτηση ολοένα και μεγαλύτερης αυτοσυνειδησίας των εργατικών στρωμάτων και την έκφραση της θέλησης τους για οργανωμένους αγώνες, πολιτικούς και κοινωνικούς, με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας.
Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο εκρηκτική στις αρχές της δεκαετίας του 1930, με την εκδήλωση της μεγάλης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης (1929-33), η οποία συνοδεύτηκε και από πολιτική αστάθεια, εθνικούς ανταγωνισμούς, όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και από διόγκωση της ύφεσης, διεθνώς, με τη δική μας χώρα να οδηγείται σε χρεοκοπία στα μέσα της δεκαετίας και τα εργατικά στρώματα να βυθίζονται ακόμη περισσότερο στην ανέχεια, την ίδια ώρα, που ορισμένα τμήματα της εγχώρια αστικής τάξης εξακολουθούσαν να ευημερούν.
«Μετά το 1930, λόγω της οικονομικής κρίσης, του ιδιωνύμου, της διάλυσης ομοσπονδιών που δεν ήταν κομμουνιστικές, όπως των δημοσίων υπαλλήλων, και τελικά της ανόδου στην εξουσία του Λαϊκού Κόμματος που δεν είχε δεσμούς με τους συνδικαλιστές και την κυρίαρχη σε αυτούς παράταξη, το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα με όλη του την ανομοιογένεια πέρασε από μια διαδικασία "πολιτικοποίησης" και σημειώθηκε μια εντυπωσιακή άνοδος των απεργιακών κινητοποιήσεων σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα» τονίζει μιλώντας στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η ιστορικός, Μαρία Καβάλα και προσθέτει:
«Τα αιτήματα ξεκινούσαν από τη μη αλλαγή κατανομής της εργασίας στον εργασιακό χώρο από τους εργοδότες (στα καπνεργοστάσια) και έφτανε στην προστασία των ανέργων, που ήταν το σημαντικότερο πρόβλημα για τη Θεσσαλονίκη, στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, στην αύξηση των ημερομισθίων, στον καθορισμό κατώτατου ορίου μισθού και ημερομισθίου, αλλά η ικανοποίηση των αιτημάτων ήταν από ελάχιστη, ως ανύπαρκτη. Οι αντιδράσεις πήραν τη μορφή πολυήμερων κινητοποιήσεων, που κατέληξαν στη σύγκρουση μεταξύ απεργών και εφίππων χωροφυλάκων και στρατού στη Θεσσαλονίκη, το Μάιο του 1936, όπου σκοτώθηκαν εννιά απεργοί και τραυματίστηκαν περίπου τριακόσιοι».
Η εξέγερση ξεκίνησε από τα καπνομάγαζα της πόλης, όπου υπήρξε μεγαλειώδης κινητοποίηση των εργαζομένων και επεκτάθηκε σε όλο το κέντρο, με χιλιάδες εργάτες να διεκδικούν εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα. Από την προηγούμενη ημέρα, 8 Μαΐου, σημειώθηκαν εκτεταμένα επεισόδια με τη χωροφυλακή να προσπαθεί να ανακόψει βίαια την πορεία των εργαζομένων προς το Διοικητήριο και οι απεργοί να στήνουν οδοφράγματα, γεγονός που σήμανε συναγερμό σε όλη την πόλη.
Στις 9 Μαΐου 1936, χιλιάδες άνθρωποι από διάφορους κλάδους, καπνεργάτες, αυτοκινητιστές, εργαζόμενοι στον ιματισμό, τροχιοδρομικοί, αρτεργάτες, κουρείς, λιμενεργάτες, κ.α. συνέρρεαν από τις γειτονιές προς το κέντρο και ενωνόταν στη μεγάλη διαδήλωση. Στο ύψος της Εγνατίας, η δολοφονία του αυτοκινητιστή Τάσου Τούση επέτεινε την ένταση. Οι συγκρούσεις με την έφιππη χωροφυλακή γενικεύτηκαν, η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Για την αντιμετώπιση της εξέγερσης δόθηκε εντολή να σταλεί ένα σύνταγμα στρατού από τη Λάρισα και να καταπλεύσει και μια μοίρα του ναυτικού στο λιμάνι της πόλης. Η πόλη για τα επόμενα εικοσιτετράωρα και μέχρι η απεργία να λήξει, με παρέμβαση της Ενωτικής ΓΣΕΕ, τελούσε «υπό εργατικό έλεγχο», όπως έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής.
«Μετά τα αιματηρά γεγονότα στη Θεσσαλονίκη, την ίδια μέρα, μαζικές κινητοποιήσεις εμφανίστηκαν και επεκτάθηκαν σε μια σειρά από άλλες πόλεις κυρίως της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπου υπήρχε οργανωμένο συνδικαλιστικό στοιχείο, ενώ στο Βόλο υπήρξαν και νεκροί» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η ιστορικός, Ιωάννα Παπαθανασίου.
Η εμβληματική φωτογραφία με τη θρηνούσα μητέρα πάνω από το γιο της έγινε η έμπνευση για τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
«Το ποίημα του Ρίτσου δημοσιεύεται δύο μέρες μετά την κηδεία και ο "Επιτάφιος" πριν γίνει γνωστός στο πανελλήνιο μέσα από τη μελοποίησή του από τον Μίκη Θεοδωράκη, παραδόθηκε στην πυρά μαζί με τα άλλα απαγορευμένα βιβλία από τη δικτατορία του Μεταξά, η οποία ακολούθησε λίγους μήνες έπειτα από τα γεγονότα» προσθέτει η κ. Παπαθανασίου.
Μετά τον Μάη του 1936 το εργατικό κίνημα στην πόλη αποδυναμώθηκε σημαντικά, κυρίως λόγω των ιστορικών εξελίξεων που ακολούθησαν, μεταξύ των οποίων η Μεταξική δικτατορία και η πατερναλιστική εργασιακή πολιτική της, η γερμανική κατοχή, ο αποδεκατισμός μεγάλου μέρους του εργατικού δυναμικού από την πείνα και τις στερήσεις, ο ολοκληρωτικός αφανισμός της εβραϊκής κοινότητας και στη συνέχεια ο εμφύλιος πόλεμος και η επιβολή μετεμφυλιακά αυταρχικότερης διακυβέρνησης.
«Η μεταπολεμική Ελλάδα θα γνωρίσει με σχετική καθυστέρηση συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη, οικονομική ανάπτυξη, κοινωνική πολιτική και εργασιακά δικαιώματα στο πλαίσιο της μεικτής οικονομίας και της Κεϋνσιανής πολιτικής του δυτικού κόσμου, τα οποία θα αρχίσουν να υποχωρούν με τις πολιτικές αλλαγές της δεκαετίας του 1990 και την επικράτηση της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, ενώ σήμερα λόγω της οικονομικής κρίσης έχουν ήδη χαθεί σημαντικές κατακτήσεις του εργατικού κινήματος των προηγουμένων ετών» τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η ιστορικός, Μαρία Καβάλα.
Ο Μάης του 1936 ήταν αναμφισβήτητα ένας κορυφαίος «σταθμός» στην ιστορία του εργατικού κινήματος, όχι μόνο στην πόλη αλλά και σε όλη τη χώρα, μια σημαντική συμβολή στην οργανωμένη πάλη των εργαζομένων για καλύτερες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, για εργασιακά, ασφαλιστικά και κοινωνικά δικαιώματα και ένα σύμβολο εργατικών αγώνων στα χρόνια που ακολούθησαν, για δουλειά και αξιοπρέπεια.
Του Φάνη Γρηγοριάδη / ΑΠΕ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΑΙΡΟΣ 27/4/2017: Σε άνοδο η θερμοκρασία
Συρία: Ισχυρή έκρηξη στο αεροδρόμιο της Δαμασκού (ΒΙΝΤΕΟ)