Οι οικονομικές πολιτικές που κυριάρχησαν στις ΗΠΑ πριν από την εποχή της μεγάλης ύφεσης, δηλαδή τη δεκαετία του 1920, εμπνέουν τη νέα κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ. Πέραν των υποσχέσεων περί ώθησης στις επενδύσεις για υποδομές, φοροελαφρύνσεων για τις επιχειρήσεις και απορρύθμισης, κεντρικό ρόλο στο πρόγραμμά της έχει ο οικονομικός προστατευτισμός.
Στόχος, όπως επισημαίνει ο νέος πρόεδρος, είναι να θωρακιστούν η αμερικανική παραγωγή και οι θέσεις εργασίας. Ωστόσο, πολιτικοί αντίπαλοι, αλλά και αναλυτές προειδοποιούν ότι οι πολιτικές των κλειστών συνόρων και των αντιποίνων μπορούν να πυροδοτήσουν έναν εμπορικό πόλεμο από τον οποίο κανείς δεν θα βγει κερδισμένος.
Το στίγμα της νέας πολιτικής εδόθη ξεκάθαρα στη σύντομη ομιλία της ορκωμοσίας, με τη φράση «πρέπει να προστατεύσουμε τα σύνορά μας από τους επιδρομείς άλλων χωρών, που φτιάχνουν τα προϊόντα μας, κλέβουν τις επιχειρήσεις μας και καταστρέφουν τις θέσεις εργασίας». Μία ημέρα αργότερα επαναβεβαίωσε την πρόθεσή του να αποσύρει τις ΗΠΑ από την εμπορική συμφωνία των δώδεκα χωρών του Ειρηνικού (ΤΤP) και να επαναδιαπραγματευτεί τη Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου (NAFTA), η οποία υπεγράφη το 1994 ανάμεσα στις ΗΠΑ, στον Καναδά και το Μεξικό.
Οι εμπορικές συμφωνίες
«Για υπερβολικά μεγάλο διάστημα οι Αμερικανοί αναγκάζονταν να αποδεχθούν εμπορικές συμφωνίες οι οποίες θέτουν τα συμφέροντα της ελίτ της Ουάσιγκτον πάνω από εκείνα των σκληρά εργαζόμενων ανδρών και γυναικών αυτής της χώρας» ανέφερε η σχετική ανακοίνωση του Λευκού Οίκου, προσθέτοντας: «Το αποτέλεσμα είναι δεκάδες πόλεις να έχουν δει τα εργοστάσιά τους να κλείνουν και τις καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας να μεταφέρονται στο εξωτερικό, την ώρα που η χώρα έρχεται αντιμέτωπη με μεγάλο εμπορικό έλλειμμα και κατεστραμμένη μεταποιητική βάση». Σύμφωνα με την ανακοίνωση, στο εξής οι ΗΠΑ θα εστιάσουν σε «σκληρές και δίκαιες συμφωνίες» εμπορίου, οι οποίες θα ευνοούν την οικονομική ανάπτυξη και θα συμβάλλουν στο να επιστρέψουν «εκατομμύρια θέσεις εργασίας» σε αμερικανικό έδαφος.
Η περίπτωση της NAFTA
Στην περίπτωση της NAFTA, η επαναδιαπραγμάτευση μιας συμφωνίας η οποία μετράει τόσες δεκαετίες ζωής δεν θα είναι εύκολη υπόθεση, όσο και εάν η κυβέρνηση Τραμπ προσπαθεί να το παρουσιάσει ως κάτι πολύ απλό. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει επισημάνει πως εάν τελικά δεν καταφέρει να αποσπάσει πιο δίκαιους όρους για τους Αμερικανούς εργαζόμενους, δεν θα διστάσει να αποσύρει τις ΗΠΑ και από αυτή τη συμφωνία.
Η συμφωνία ΤΤP
Όσον αφορά την TTP, η οποία έχει υπογραφεί αλλά δεν έχει επικυρωθεί ακόμη από τις ΗΠΑ, τα πράγματα είναι κάπως πιο απλά. Και τούτο γιατί από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστό το τελικό περιεχόμενό της, οι αντιδράσεις στο Κογκρέσο όχι μόνο από Ρεπουμπλικάνους, αλλά και Δημοκρατικούς ήταν μεγάλες. Μάλιστα και η Χίλαρι Κλίντον, η οποία είχε στηρίξει την ιδέα μiας συμφωνίας με τις χώρες του Ειρηνικού, όταν τελικά ολοκληρώθηκε η διαπραγμάτευσή της και έγιναν γνωστές όλες οι πτυχές της, εξέφρασε σοβαρές ενστάσεις. Είχε μάλιστα δηλώσει πως δεν προτίθεται να την επικυρώσει ως έχει, αλλά θα επιδιώξει ουσιαστικές αλλαγές. Ο Τραμπ πηγαίνει βέβαια ένα βήμα παραπέρα, αφού απορρίπτει εντελώς την ιδέα της επαναδιαπραγμάτευσης.
Παρά το γεγονός ότι δεν θα δυσκολευτεί να βρει υποστηρικτές στο Κογκρέσο για την απόφαση αυτή, αρκετοί ανησυχούν για τον μακροπρόθεσμο αντίκτυπο της στρατηγικής. Η απόσυρση των ΗΠΑ αφήνει ουσιαστικά ένα μεγάλο κενό, το οποίο είναι βέβαιο ότι θα επιδιώξει να καλύψει η Κίνα.
Ήδη έχουν γίνει οι πρώτες νύξεις για ένταξή της στην TTP. Εάν τελικά το πετύχει θα ενισχύσει περαιτέρω την οικονομική επιρροή της στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, κάτι που η κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα προσπαθούσε να αποτρέψει. Η υπογραφή της TTP ήταν το βασικό του «όπλο» στην προσπάθεια αυτή. Ο Ντόναλντ Τραμπ, από την άλλη, έχει αφήσει να εννοηθεί ότι θα ακολουθήσει μια επιθετική στρατηγική έναντι της Κίνας, με την επιβολή τιμωρητικών εμπορικών δασμών στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων.
Μένει να φανεί εάν θα το κάνει πράξη, δεδομένου ότι ο ασιατικός δράκος είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος πιστωτής των ΗΠΑ (μετά την Ιαπωνία) με αμερικανικά κρατικά ομόλογα άνω του 1 τρισ. δολαρίων στην κατοχή της.
Στόχος του Τραμπ η Γερμανία
Από τις αρχές της εβδομάδας ο νέος πρόεδρος τάραξε τα νερά επιλέγοντας ένα νέο στόχο: την Ευρώπη και ειδικότερα τη Γερμανία. Αφού την κατηγόρησε ότι δεν πληρώνει τις εισφορές της στο ΝΑΤΟ, επαίνεσε τη Βρετανία για το γεγονός ότι «απέδρασε» από αυτήν, προέβλεψε την τελική διάλυση της Ε.Ε. και απείλησε με υπέρογκους δασμούς τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες. Θα έφτανε όμως ποτέ στο σημείο να βγάλει ολοκληρωτικά στην επιφάνεια τον υπόγειο οικονομικό πόλεμο που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια μεταξύ των δύο χωρών;
Μέχρι σήμερα τον προσφιλή στόχο του Τραμπ αποτελούσε η Κίνα. Με κάθε ευκαιρία ο νικητής των εκλογών του Νοεμβρίου κατήγγελλε την ασιατική χώρα για τις «δουλειές που κλέβει» από τους Αμερικανούς με τις φθηνές εξαγωγές της και το τεχνητά υποτιμημένο νόμισμά της. Μια από τις βασικές προεκλογικές δεσμεύσεις του ήταν ότι θα επιβάλει δασμούς κλίμακας 45% στα κινεζικά προϊόντα που εισάγονται στη χώρα του.
Δεν είναι όμως μια υπόσχεση που μπορεί εύκολα να υλοποιήσει. Η Κίνα αποτελεί σήμερα τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο των ΗΠΑ με τις συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών να ξεπερνούν τα 600 δισεκατομμύρια δολάρια τα τελευταία χρόνια. Ο Τραμπ άλλωστε μιλά μόνο για τα κινεζικά προϊόντα που κατακλύζουν την αμερικανική αγορά χωρίς να λέει λέξη για τις αμερικανικές εξαγωγές εκεί. Η Κίνα αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη αγορά της General Motors και τη δεύτερη μεγαλύτερη της Apple. Όσο και αν δεν θέλει να το παραδεχτεί δημοσίως, εκατομμύρια θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ εξαρτώνται σήμερα από την Κίνα και ένας εμπορικός πόλεμος μαζί της θα ήταν εξαιρετικά επιζήμιος και για τις δύο πλευρές.
Η Γερμανία όμως αποτελεί μια εντελώς διαφορετική περίπτωση. Για τα ευρωπαϊκά δεδομένα είναι πανίσχυρη. Σε σύγκριση όμως με την Κίνα αποτελεί απείρως ευκολότερο στόχο. Σε σχέση με τον πληθυσμό της, διαθέτει πολύ μεγαλύτερο εμπορικό πλεόνασμα από ό,τι η ασιατική χώρα και ένα τεράστιο πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο με τις ΗΠΑ. Εκείνο όμως που πραγματικά την καθιστά πιο εύκολο στόχο είναι το αντικείμενο αυτών των συναλλαγών.
Ένας από τους βασικούς λόγους της εκλογής του Τραμπ ήταν ότι διάβασε σωστά την κοινωνική οργή που προκάλεσε η αποβιομηχάνιση στις ΗΠΑ και υποσχέθηκε να αποκαταστήσει το πληγωμένο κύρος της αμερικανικής βιομηχανίας. Επομένως το στοίχημα γι’ αυτόν δεν είναι να δώσει στους άνεργους λευκούς Αμερικανούς που τον ψήφισαν δουλειά σε κάποιο εργοστάσιο συναρμολόγησης προϊόντων made in China.
Αντιθέτως η Γερμανία εξάγει στις ΗΠΑ ποιοτικά αγαθά υψηλής τεχνολογίας. Προϊόντα όπως αυτοκίνητα (12% των συνολικών εξαγωγών), ανταλλακτικά, χημικά και βαριά μηχανήματα. Πρόκειται δηλαδή για το είδος ακριβώς των θέσεων εργασίας που υποσχέθηκε ο Τραμπ στους ψηφοφόρους του.
Με δεδομένο ότι και οι δύο χώρες συμμετέχουν στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, δεν θα ήταν εύκολο για τον Τραμπ να κηρύξει εμπορικό πόλεμο στη Γερμανία. Ούτε μπορεί να υλοποιήσει την απειλή για την επιβολή υπέρογκων δασμών στις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες με τα σημερινά δεδομένα. Θα μπορούσε όμως να βρει άλλους τρόπους να τις εκβιάσει.
Η σπουδή άλλωστε με την οποία μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις έσπευσαν να κλείσουν τις εκκρεμότητές τους με την αμερικανική Δικαιοσύνη προτού ο νέος πρόεδρος αναλάβει τα καθήκοντά του είναι αρκετά ενδεικτική. Στις 10 Ιανουαρίου η Volkswagen αποδέχτηκε να πληρώσει στις αμερικανικές αρχές 4,3 δισεκατομμύρια δολάρια στο μεγαλύτερο πρόστιμο που έχει επιβληθεί ποτέ σε αυτοκινητοβιομηχανία στις ΗΠΑ για την υπόθεση της εξαπάτησης των ελέγχων για τις εκπομπές αερίων των οχημάτων ντίζελ της.
Συνολικά η VW έχει συμφωνήσει να πληρώσει 22 δισεκατομμύρια δολάρια στις ΗΠΑ για να αποζημιώσει ιδιοκτήτες αυτοκινήτων, πωλητές, υπηρεσίες για την προστασία του περιβάλλοντος και αμερικανικές πολιτείες. Τον Δεκέμβριο σε ανάλογο συμβιβασμό είχε καταλήξει και η Deutsche Bank. Η μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας συμφώνησε να πληρώσει στο αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης 3,1 δισεκατομμύρια δολάρια για φοροδιαφυγή και την εμπλοκή της στην υπόθεση με τα ενυπόθηκα δάνεια του 2007.
Και μόνο οι απειλές, επομένως, φέρνουν αποτελέσματα. Μία από τις τέσσερις θέσεις εργασίας στη Γερμανία βασίζεται σήμερα στις εξαγωγές. Και ο Τραμπ έχει υποσχεθεί ότι μία από τις πρώτες κινήσεις του στην προεδρία θα είναι η ακύρωση της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου ΤPP (Trans Pacific Partnership) ενώ εξίσου επισφαλές μοιάζει σήμερα και το μέλλον της πολύκροτης εμπορικής συμφωνίας που υπέγραψαν προσφάτως οι ΗΠΑ και η Ευρώπη (TTIP).
Άρα η αποδιάρθρωση και μόνο των μηχανισμών με τους οποίους διεξάγεται το διεθνές εμπόριο θα μπορούσε να πλήξει τη γερμανική οικονομία χωρίς καν ο Τραμπ να της κηρύξει εμπορικό πόλεμο. Αν το έκανε, φυσικά, η κατάσταση θα γινόταν ακόμη πιο δραματική. Πέρσι οι ΗΠΑ έγιναν για πρώτη φορά ο πιο σημαντικός εμπορικός εταίρος της Γερμανίας καθώς ξεπέρασαν σε εισαγωγές τη Γαλλία. Οι γερμανικές εταιρείες εξάγουν κάθε χρόνο στις ΗΠΑ αγαθά που ξεπερνούν σε αξία τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ.
Αν για παράδειγμα ο Τραμπ υλοποιήσει την προεκλογική υπόσχεσή του για αποχώρηση από τη βορειοαμερικανική συμφωνία ελεύθερου εμπορίου NAFTA, το κόστος για τη Γερμανία θα ήταν συντριπτικό. Τότε θα μπορούσε πραγματικά να επιβάλει δασμούς ύψους 35% στα γερμανικά αυτοκίνητα που εισάγονται στις ΗΠΑ από το Μεξικό.
Στα τέλη του χρόνου η Audi άνοιξε νέο εργοστάσιο συναρμολόγησης στο Σαν Χοσέ, η Volkswagen διαθέτει ήδη μια τεράστια μονάδα παραγωγής στην Πουέμπλα, ενώ η BMW σχεδιάζει να κάνει κάτι ανάλογο σε δύο χρόνια. Η επαναδιαπραγμάτευση της NAFTA “θα μπορούσε να πλήξει πραγματικά τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες” δηλώνει στους “Financial Times” ο Ματίας Βίσμαν, επικεφαλής της ένωσης VDA.
Η δήλωση αυτή μάλλον αντικατοπτρίζει το σημερινό κλίμα στο Βερολίνο πολύ περισσότερο από τις δηλώσεις των Γερμανών πολιτικών που έσπευσαν να αποδοκιμάσουν τις απειλές του Αμερικανού προέδρου. Η Άνγκελα Μέρκελ διαβεβαίωσε ότι η χώρα της παραμένει προσηλωμένη στο ελεύθερο εμπόριο ενώ ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ζίγκμαρ Γκάμπριελ σημείωσε ότι «ο εθνικισμός και ο προστατευτισμός δεν αποτελούν συνταγή για το μεγαλείο».
Ποιος είπε, όμως, ότι ο Τραμπ ενδιαφέρεται για το μεγαλείο που φέρνει η διεθνής αναγνώριση; Είναι σχεδόν βέβαιο ότι προσυπογράφει και με τα δύο χέρια τη ρήση του Μακιαβέλι ότι «είναι πολύ πιο ασφαλές να σε φοβούνται παρά να σε αγαπούν». Και πιθανότατα απολαμβάνει την ανησυχία που έχει ήδη σκορπίσει στη διεθνή κοινότητα.
Γερμανία:Έχουμε πιο ανταγωνιστική οικονομία από την αμερικάνικη
Η γερμανική βιομηχανία θα μπορούσε να επωφεληθεί από τυχόν εμπορικές ευκαιρίες στην Ασία και τη Νότια Αμερική, που άφησαν οι ΗΠΑ, υποστηρίζει ο αντικαγκελάριος της Γερμανίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, λίγη ώρα μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Σύμπραξη της Περιοχής του Ειρηνικού (TPP).
Σε συνέντευξή του που θα δημοσιευτεί στο αυριανό φύλλο της εφημερίδας Handelsblatt ο Γκάμπριελ φαίνεται να είπε: "Αν ο Τραμπ ξεκινήσει εμπορικό πόλεμο με την Ασία και τη Νότια Αμερική, θα ανοιχθούν ευκαιρίες για εμάς".
"Ο Τραμπ πρέπει απλώς να αναγνωρίσει ότι η αμερικανική οικονομία συχνά δεν είναι ανταγωνιστική, ενώ η γερμανική είναι", πρόσθεσε, επικρίνοντας την απειλή του Αμερικανού προέδρου να επιβάλλει δασμούς 35% στα γερμανικά οχήματα που εισάγονται στις ΗΠΑ από το Μεξικό. Κάτι τέτοιο, συνέχισε, θα ήταν αντιπαραγωγικό για τις ΗΠΑ.
Ο Γκάμπριελ, που είναι ταυτόχρονα υπουργός Οικονομίας και ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) υπενθύμισε ότι μόλις το 10% των γερμανικών εξαγωγών πηγαίνουν στις ΗΠΑ ενώ το 60% των γερμανικών προϊόντων εξάγονται σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
"Βλέπετε το βάρος των οικονομικών συμφερόντων μας. Η Γερμανία θα πρέπει να ενεργεί με αυτοπεποίθηση και όχι με φόβο ή δουλοπρέπεια. Είμαστε μια πολύ επιτυχημένη, τεχνολογικά ανεπτυγμένη, εξαγωγική χώρα με πολλούς σκληρά εργαζόμενους ανθρώπους και έξυπνες εταιρείες", κατέληξε.
Σχετικά Θέματα:
Γερμανία: Ευκαιρία για εμάς η αποχώρηση των ΗΠΑ από την ΤPP
Ο Ντόναλντ Tραμπ υπογράφει σήμερα την αποχώρηση των ΗΠΑ από την TPP
Το Κρεμλίνο δεν θεωρεί «καταστροφή» την εκλογή Τράμπ
Σταϊνμάιερ: H Γερμανία πρέπει να προετοιμάζεται για μια ταραγμένη περίοδο λόγω Τραμπ
Μπ. Κερέ προς Τραμπ: «Ο οικονομικός προστατευτισμός είναι κακή ιδέα»