'Ενταλμα σύλληψης αναμένεται να εκδοθεί σε βάρος του επιχειρηματία Μπένι Στάινμετζ, μετά την απόφαση του Συμβουλίου Εφετών να γίνει δεκτό το αίτημα της Ρουμανίας για την έκδοσή του. Οπως ανέφερε ο δικηγόρος του, έχει ήδη ασκηθεί έφεση στον Αρειο Πάγο, κατά της απόφασης.
Εν τω μεταξύ, ο Στάινμετζ που αυτή τη στιγμή νοσηλεύεται θα συλληφθεί και θα κρατηθεί (στο νοσοκομείο φρουρούμενος ή όταν η υγεία του επιτρέψει σε χώρο κράτησης) μέχρι την απόφαση του Αρείου Πάγου επί της προσφυγής του.
Ο Ισραηλινός επιχειρηματίας, διώκεται από τις Αρχές της Ρουμανίας, μεταξύ άλλων, για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Είχε φτάσει στην Αθήνα στα μέσα του περασμένου Οκτωβρίου και στο αεροδρόμιο είχε διαπιστωθεί ότι σε βάρος του εκκρεμούσε διεθνές ένταλμα σύλληψης από τη Ρουμανία.
Σε συνέχεια της σημερινής απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με την οποία διατάσσεται η έκδοση στη Ρουμανία του Μπένι Στάινμετζ, ο συνήγορος υπεράσπισης, Σταύρος Τόγιας, δήλωσε τα εξής: «Πρόκειται για μία εξέλιξη που γεννά τεράστια ερωτηματικά, καθώς η απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών έρχεται σε αντίθεση με την απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, το 2022, που αφορά στην ίδια ακριβώς υπόθεση και στο ίδιο αίτημα των ρουμανικών Αρχών. Αξίζει να σημειωθεί πως η σημερινή απόφαση έρχεται επίσης σε αντίθεση με την εισαγγελική πρόταση.
Παρά τη βαθύτατη απογοήτευση που μας προκαλεί, η σημερινή απόφαση δεν κλονίζει την πίστη του εντολέως μου στην ελληνική Δικαιοσύνη, γι’ αυτό και ασκήσαμε ήδη έφεση στον Άρειο Πάγο. Είμαστε βέβαιοι πως το κράτος Δικαίου θα υπερισχύσει των μεθοδεύσεων και των αυθαιρεσιών των ρουμανικών Αρχών». Σύμφωνα με την υπεράσπιση του Στάινμετζ το αίτημα έκδοσης έχουν κρίνει άκυρο η Interpol, η Ιταλία και η Κύπρος, ενώ αντίστοιχα αιτήματα για συγκατηγορουμένους του στην ίδια υπόθεση έχουν απορρίψει η Γαλλία, το Βέλγιο και τη Μάλτα.
Οι υποθέσεις δωροδοκίας
Η εμπλοκή του Ισραηλινού δισεκατομμυριούχου σε υποθέσεις δωροδοκίας οδήγησε στην αποκαθήλωσή του, με τις υπόγειες διαδρομές του χρήματος να απασχολούν τις δικαστικές αίθουσες και να γίνονται αντικείμενο ζωηρού σχολιασμού από τα πιο γνωστά μέσα ενημέρωσης στον κόσμο.
Ο επιχειρηματίας έχει βρεθεί ψηλά όχι μόνο στη λίστα του «Forbes», αλλά και στη λίστα των Panama Papers και οι τριγμοί από τη σκοτεινή επιχειρηματική του δραστηριότητα έγιναν αισθητοί σε τρεις ηπείρους: Ευρώπη, Αφρική και Αμερική.
Το 2020, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρουμανίας αποφάσισε την επιβολή ποινής φυλάκισης πέντε ετών για υπόθεση εκμετάλλευσης ακίνητης περιουσίας, με την Interpol να εκδίδει σε βάρος του Στάινμετζ «ερυθρά αγγελία». Σύμφωνα με την ετυμηγορία της ρουμανικής Δικαιοσύνης, στον Στάινμετζ επιβλήθηκε πενταετής ποινή φυλάκισης για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης και ενεργό ρόλο σε αυτή.
Οι δικαστικές περιπέτειες του Στάινμετζ
Δεν είναι λίγα τα μέσα ενημέρωσης ανά τον κόσμο που έχουν ασχοληθεί επισταμένα με τον Στάινμετζ, επιχειρώντας να διεισδύσουν στα άδυτα της ζωής του μεγιστάνα. Το όνομά του έχει απασχολήσει κυβερνώντες και επιχειρηματίες, με τη δραστηριότητά του να προκαλεί αϋπνία στις δικαστικές αρχές. Εχει αντιμετωπίσει μέχρι και κατηγορίες χρηματισμού σε υπόθεση εκμετάλλευσης δικαιωμάτων ορυχείου στη Γουινέα.
Σύμφωνα με την ετυμηγορία δικαστηρίου της Γενεύης, στις 22 Ιανουαρίου του 2021, ο επιχειρηματίας καταδικάστηκε για υπόθεση δωροδοκίας σε πέντε χρόνια φυλάκιση.
Η υπόθεση άρχισε να εκτυλίσσεται στις αρχές του 2000 και στη συνέχεια το κουβάρι περιπλέχτηκε όταν αποκαλύφθηκε η καταβολή εκατομμυρίων από την εταιρεία του Στάινμετζ στην πρώην σύζυγο του αποβιώσαντα προέδρου της Γουινέας Λανσάνα Κοντέ.
Η παρουσία του Ισραηλινού μεγιστάνα στο δικαστήριο είχε σχολιαστεί ποικιλοτρόπως από τα ΜΜΕ, τα οποία εστίασαν στο ψύχραιμο προφίλ το οποίο φιλοτέχνησε και στις σημειώσεις που κρατούσε, ενώ φορούσε μάσκα για τον κορωνοϊό σε μια δίκη διάρκειας άνω των δύο ωρών που εκτυλίχθηκε στην πανδημική εποχή.
Η οσμή σκανδάλου έφτασε μέχρι το Ρίο ντε Τζανέιρο, όπου είχαν αρχίσει οι εξονυχιστικές έρευνες, όταν ο Στάινμετζ κατηγόρησε τη βραζιλιάνικη εταιρεία παραγωγής μαγγανίου Vale για απόκρυψη στοιχείων αναφορικά με την εξόρυξη ενός από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα σιδηρομεταλλεύματος στον κόσμο.
Ο Στάινμετζ είχε κατηγορήσει τους επικεφαλής της Vale για απόκρυψη πληροφοριών με δόλο από τους μετόχους της εταιρείας του σχετικά με το πραγματικό ρίσκο που ενείχε η εξόρυξη. Οι εταιρείες Vale και BSG Resources Ltd του Στάινμετζ, που είχαν προχωρήσει σε συμφωνία το 2010 για την εξόρυξη του τεράστιου κοιτάσματος στη Γουινέα, ενεπλάκησαν σε μια μακροχρόνια δικαστική διαμάχη. Η εταιρεία του BSG Resources ενεπλάκη και σε υπόθεση διαφθοράς με εκμετάλλευση του ορυχείου Koidu στη Σιέρα Λεόνε, που προμηθεύει διαμάντια, μεταξύ άλλων, την εταιρεία κοσμημάτων Tiffany & Company.
Δεν μπορεί να περάσει στα ψιλά το γεγονός ότι η χώρα αυτή της δυτικής Αφρικής έχει κατά κεφαλήν ΑΕΠ 1.600 δολάρια και προσδόκιμο ζωής τα 58 έτη.
Τα Panama Papers
Θύελλα είχε ξεσπάσει και όταν το όνομα του Ισραηλινού μεγιστάνα βρέθηκε στη λίστα των Panama Papers λόγω των απατηλών επιχειρηματικών του δράσεων με τη δικηγορική εταιρεία Mossack Fonseca. Υπενθυμίζεται ότι η παναμαϊκή δικηγορική εταιρεία Mossack Fonseca βρέθηκε στην καρδιά του σκανδάλου φοροδιαφυγής που αποκάλυψαν τα Panama Papers το 2016.
Αναταράξεις στο διεθνές δικαστικό σύστημα προκάλεσαν και οι μυστικοί τραπεζικοί λογαριασμοί που διατηρούσε ο Στάινμετζ σε υποκατάστημα της HSBC στη Γενεύη και μάλιστα επί σχεδόν δύο δεκαετίες, από το 1988 έως το 2007. Ο κρυμμένος θησυαρός στο υποκατάστημα της τράπεζας ξερνούσε τα 100 εκατ. δολάρια.
Στο ενεργητικό του επιχειρηματία βρίσκονταν και ισχυρές γνωριμίες. Οι στενές σχέσεις που διατηρούσε με τους πρώην Ισραηλινούς πρωθυπουργούς Εχούντ Μπάρακ και Εχούντ Ολμέρτ είχαν στρέψει τα φώτα του σχολιασμού ακόμη περισσότερο επάνω του.
Τα περιουσιακά στοιχεία του Στάινμετζ είχαν εκτεθεί στη δημοσιότητα: ένα από τα πιο ακριβά ακίνητα του Ισραήλ, μία θαλαμηγός και ένα ιδιωτικό αεροπλάνο για μετακινήσεις ανάμεσα σε Ισραήλ, Ελβετία και Λονδίνο.
Η λίστα Forbes και ο πόλεμος με τον Σόρος
Η οικονομική επιφάνεια του Ισραηλινού τού είχε δώσει μια θέση στη λίστα Forbes, τη στιγμή που τα οικονομικά δίκτυα εμβάθυναν στην επιχειρηματική του δραστηριότητα. Το διεθνές πρακτορείο Bloomberg, βάσει δεδομένων του 2013, αποτίμησε σετην περιουσία του 8 δισ. δολάρια, ανεβάζοντας τον Στάινμετζ στο βάθρο του πλουσιότερου Ισραηλινού.
Ωστόσο, ύστερα από έξι χρόνια τα δεδομένα άλλαξαν και ο επιχειρηματίας βρισκόταν, το 2019, στη λίστα Forbes με 1 δισ. δολάρια. Κάτω από τα στοιχεία του αναγραφόταν και η αγωγή των 10 δισ. δολαρίων που είχε καταθέσει το 2017 στον Τζορτζ Σόρος, κατηγορώντας τον για συκοφαντική εκστρατεία σε βάρος του.
Το χτίσιμο και η διάλυση μιας αυτοκρατορίας
Διαβάζοντας κανείς για την ταραχώδη και γεμάτη ανατροπές και ριψοκίνδυνες κινήσεις επιχειρηματική διαδρομή του, εύλογα αναζητά το ξεκίνημα του φιλόδοξου Ισραηλινού που έμελλε να γίνει ένας από τους πιο γνωστούς επιχειρηματίες, καταλαμβάνοντας μια θέση στον αστερισμό των πιο εύπορων του κόσμου.
Ο πλούτος συνόδευε τη ζωή του από μικρή ηλικία. Ο Στάινμετζ μεγάλωσε με γονείς επιχειρηματίες διαμαντιών, με την εταιρεία τους να φέρει την επωνυμία Rubin Steinmetz & Sons. Τη δεκαετία του ’90 προχώρησε, με τη συνδρομή του αδερφού του Ντάνιελ, στη σύσταση της επιχείρησης Steinmetz Diamonds Group. Η εταιρεία αναπτύχθηκε και τελικά ανήκε σε εκείνες που είχαν το δικαίωμα να αγοράζουν πολύτιμους λίθους από τον διεθνή όμιλο De Beers, ο οποίος δραστηριοποιείται στην εξόρυξη, την επεξεργασία, την εμπορία και την πώληση διαμαντιών. Το χτίσιμο της αμύθητης περιουσίας του Ισραηλινού οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις συμφωνίες που έκλεινε στις πιο φτωχές οικονομίες του πλανήτη.
Το 2013 η βρετανική εφημερίδα «Guardian» έγραφε για έναν επιχειρηματία που επέλεγε να κρατά χαμηλούς τόνους, αποφεύγοντας τα φώτα της δημοσιότητας. Τον είχε, ωστόσο, χαρακτηρίσει μυστικοπαθή, καθώς, όπως είχε αναφέρει, απέφευγε με μαεστρία την έκθεση στα μέσα ενημέρωσης, με τον ίδιο να το «καμουφλάρει» λέγοντας ότι δεν έχει ανάγκη από προβολή και πως τα έργα μιλούν από μόνα τους.
Στο δημοσίευμα του «Guardian» είχαν φιλοξενηθεί και δηλώσεις του επιχειρηματία στη μεγαλύτερη, τότε, σε κυκλοφορία ισραηλινή εφημερίδα «Yedioth Ahronoth». Σε αυτήν ο Στάινμετζ κατέρριπτε κάθε κατηγορία περί διαπλοκής και διατράνωνε τη θέση ότι ουδεμία σχέση έχει με πολιτικούς.
Απέρριπτε, την ίδια στιγμή, τις όποιες κατηγορίες περί φοροδιαφυγής, ισχυριζόμενος ότι δεν ζούσε μόνιμα στο Ισραήλ, ενώ για την εταιρεία BSGR, που ο ίδιος είχε ιδρύσει και η οποία ενεπλάκη στο σκάνδαλο εκμετάλλευσης ορυχείου στη Γουινέα, υποστήριζε πως εργαζόταν εκεί απλώς υπό τον ρόλο του συμβούλου, χωρίς να κατέχει επιτελική θέση που να του επιτρέπει τη λήψη αποφάσεων.
Οκτώ χρόνια αργότερα, τα σύννεφα πάνω από το όνομα του επιχειρηματία είχαν πυκνώσει. Ο «Guardian» έγραφε πια, το 2021, αναλυτικά για την κάθειρξη του μεγιστάνα μετά τις κατηγορίες για δωροδοκία και πλαστογράφηση εγγράφων στην υπόθεση του ορυχείου της Γουινέας. Στο ίδιο δημοσίευμα γινόταν αναφορά και στην πορεία του μαύρου χρήματος μέσω Ελβετίας και στις προεκτάσεις μιας υπόθεσης που ήταν υπό διερεύνηση σε Ευρώπη, Αφρική και ΗΠΑ.
Ο Στάινμετζ επέλεγε, με χειρουργική ακρίβεια, να δώσει στον εαυτό του τον χαρακτηρισμό «διεθνής Ισραηλινός», ενώ παρά την ισραηλινή του υπηκοότητα είχε αποκτήσει γαλλικό διαβατήριο. Το σπίτι του βρίσκεται στο Αρσούφ, σε μια περιοχή με θέα τη Μεσόγειο και με τα πιο ακριβά ακίνητα στο Ισραήλ.
Ο Στάινμετζ γεννήθηκε το 1956 στην πόλη Νετάνια του Ισραήλ και ήταν το τέταρτο παιδί οικογένειας που ίδρυσε μια επιτυχημένη επιχείρηση εμπορίας διαμαντιών.
Σε ηλικία 21 ετών, αφότου ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, έφυγε από το Ισράηλ για το Βέλγιο, συγκεκριμένα για την Αντβερπ. Στη συνέχεια ίδρυσε με τον αδερφό του την επιχείρηση Beny Steinmetz Group.
Με τη σύζυγό του Ανιες γνωρίστηκαν στα εφηβικά τους χρόνια, παντρεύτηκαν και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Είχαν ιδρύσει φιλανθρωπική οργάνωση που επικεντρωνόταν σε θέματα εκπαίδευσης και επιμορφωτικών προγραμμάτων για νέους, ωστόσο το μαύρο χρήμα επισκίασε όλη την πορεία του Στάινμετζ.
Πηγή: protothema.gr