Η είδηση της ανατροπής του Μπασάρ αλ Άσαντ έφερε αγαλλίαση στους δρόμους της Δαμασκού και στις συριακές κοινότητες σε όλο τον κόσμο. Όμως, με τους αντάρτες υπό την ηγεσία της ισλαμιστικής οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS) - που έχει χαρακτηριστεί ως ξένη τρομοκρατική οργάνωση από τις ΗΠΑ - τώρα να έχουν τον έλεγχο, το μέλλον της κατεστραμμένης από τον πόλεμο χώρας παραμένει αβέβαιο.
Ο ηγέτης του HTS Αμπού Μοχάμεντ Αλ Τζουλάνι πολέμησε κάποτε για την Αλ Κάιντα εναντίον των ΗΠΑ στο Ιράκ, αλλά υποστηρίζει ότι η ομάδα του έκτοτε «έγινε πιο μετριοπαθής» και σχεδιάζει να εισάγει δημοκρατικές ελευθερίες στη Συρία.
Ειδικοί στη Μέση Ανατολή είπαν στο CNN ότι ελπίζουν ότι το HTS μπορεί να προσφέρει ένα λαμπρότερο μέλλον για τους Σύρους που ζούσαν κάτω από την βάναυση δικτατορία των Άσαντ για περισσότερες από πέντε δεκαετίες.
«Είναι δύσκολο να ξεπεράσεις τον Μπασάρ αλ Άσαντ από την άποψη ότι ήταν ‘’κακός’’ για τη Συρία και κακός για τον κόσμο», δήλωσε η Κιμ Γκάτας, Λιβανέζα δημοσιογράφος και συγγραφέας στο περιοδικό The Atlantic.
Από την πλευρά της, η HST φαίνεται ότι «λέει όλα τα σωστά πράγματα, και όχι απλώς τα λέει, αλλά τα κάνει», δήλωσε η Νατάσα Χολ, αναλύτρια για τη Μέση Ανατολή στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών.
Η Χολ ανέφερε ότι οι φίλοι της στη Συρία της είπαν ότι οι θρησκευτικές της μειονότητες καθησυχάζονται για τα θρησκευτικά τους δικαιώματα, και ότι η HTS έχει διατηρήσει ορισμένους κυβερνητικούς στις θέσεις τους σε περιοχές που ελέγχονταν από το καθεστώς.
«Φαίνεται ότι η HTS έχει μάθει πολλά από τα δικά της λάθη στο παρελθόν, αλλά ακόμη και τα λάθη του παρελθόντος της Αμερικής», είπε, αναφερόμενη στην πολιτική «από-Μπααθοποίησης» των ΗΠΑ κατά την εισβολή τους στο Ιράκ, η οποία περιλάμβανε την εξάλειψη της επιρροής του κόμματος Μπάαθ του Σαντάμ Χουσεΐν.
Οι Σύροι «ονειρεύονταν αυτή τη στιγμή εδώ και 13 χρόνια», παρατήρησε η Γκάτας. «Νομίζω ότι έχουν τώρα τη δυνατότητα συσπείρωσης». Αλλά η επίτευξη μιας ομαλής και ειρηνικής μετάβασης της εξουσίας θα χρειαστεί διεθνή υποστήριξη, διευκρίνισε.
«Θα απαιτήσει από τους περιφερειακούς παίκτες Τουρκία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σαουδική Αραβία, Ισραήλ και Ιράν να υποστηρίξουν αυτή τη μετάβαση, καθώς και να μην επαναφέρουν τα ‘’παιχνίδια εξουσίας’’ τους (εμπλεκόμενη) στη Συρία», σημείωσε.
«Ελπίζω σε ένα καλύτερο μέλλον, αλλά ίσως είναι μια επικίνδυνη ελπίδα» κατέληξε.
Ο μεγάλος φόβος και η προσδοκία του Πούτιν
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν έσπευσε να δώσει στον Μπασάρ Αλ Άσαντ, τον πιο πιστό του σύμμαχο στη Μέση Ανατολή, άσυλο στη Μόσχα. Αλλά δεν περιμένει πια τίποτα από αυτόν.
Ο έκπτωτος ηγέτης, ένας τύραννος, όπως τον χαρακτηρίζουν Σύροι πολίτες, αλλά και δυτικοί ηγέτες που άλλοτε έβλεπαν σε αυτόν προσδοκίες ομαλής διακυβέρνησης, είναι ασφαλής με την οικογένειά του στη ρωσική πρωτεύουσα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν αισθάνεται ότι το Κρεμλίνο τον είχε εγκαταλείψει.
Η ρωσική στάση την τελευταία εβδομάδα προκάλεσε έντονη έκπληξη σε πολλούς αναλυτές. Περιορισμένης έκτασης βομβαρδισμοί ήταν η μόνη παρέμβαση της Ρωσίας στην αστραπιαία επέλαση των ανταρτών από το Χαλέπι έως τη Δαμασκό. Ουσιαστικά οι δυνάμεις του Πούτιν άφησαν το ετερόκλητο μείγμα τζιχαντιστών και άλλων φατριών – υπό τις εντολές του Αμπού Μοχάμεντ Αλ Τζουλάνι – να καταλάβουν χωρίς καμία αντίσταση τη μία μετά την άλλη όλες τις μεγάλες πόλεις και να ανατρέψουν το καθεστώς.
Μάλιστα το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών – όταν οι αντάρτες ήταν λίγο έξω από την πρωτεύουσα – τους αποκαλούσε πια «νόμιμη αντιπολίτευση». Ήταν μία πρώτη ένδειξη πως έχει αποφασίσει ότι η δυναστεία του Άσαντ έφτασε στο τέλος της και τώρα υπάρχουν νέες δυνάμεις στη Συρία, με τις οποίες θα πρέπει να διαπραγματευτεί.
Τι πρόσφερε η Συρία στον Πούτιν
Η πτώση του Άσαντ στη Συρία είναι αναμφίβολα ένα πλήγμα για το κύρος της Ρωσίας. Στέλνοντας χιλιάδες στρατεύματα για να στηρίξει τον Πρόεδρο Άσαντ το 2015, ένας από τους βασικούς στόχους της Ρωσίας ήταν να εδραιωθεί ως παγκόσμια δύναμη.
Ήταν η πρώτη μεγάλη πρόκληση του Βλαντιμίρ Πούτιν απέναντι στην ισχύ και την κυριαρχία της Δύσης, πέρα από τον πρώην σοβιετικό χώρο. Ως αντάλλαγμα για τη στρατιωτική βοήθεια, οι συριακές αρχές παραχώρησαν στη Ρωσία μισθώσεις 49 ετών για τη βάση αεροπορίας στη Χμεϊμίμ και τη ναυτική βάση στην Ταρτούς. Η Ρωσία εξασφάλισε μια σημαντική βάση στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι βάσεις έγιναν κόμβοι για τη μεταφορά στρατιωτικών εργολάβων από και προς την Αφρική.
Το Κρεμλίνο είχε επενδύσει στον μέγιστο βαθμό στον Άσαντ. Είχε διοχετεύσει πόρους – οικονομικούς, στρατιωτικούς, πολιτικούς – για να τον κρατήσει στην εξουσία. Πώς είναι δυνατόν να άφησε ξαφνικά τον Ερντογάν να κάνει παιχνίδι;
Δίαυλος επικοινωνίας με τους άλλοτε… τρομοκράτες
Τώρα η Μόσχα προσπαθεί να βρει κοινό έδαφος και να συνεχίσει τον διάλογο με τη νέα ηγεσία της Συρίας για τη μελλοντική της σχέση μαζί τους.
Ο μεγάλος φόβος της Ρωσίας είναι η τύχη των δύο στρατιωτικών της βάσεων, οι οποίες της παρείχαν βάση στην Ανατολική Μεσόγειο τα τελευταία χρόνια. Για να αποσπάσει εγγυήσεις για την ασφάλειά τους, υποστηρίζει ότι ανέκαθεν επιθυμούσε μια πολιτική διευθέτηση αυτής της κρίσης. Η προσδοκία είναι πως οι δυνάμεις του Αλ Τζουλάνι δεν θα θέλουν να έχουν απέναντί τους μία τόσο μεγάλη περιφερειακή δύναμη, αλλά θα επιδιώξουν και εκείνες να καταλήξουν σε έναν διακανονισμό.
Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι μέχρι πολύ πρόσφατα, τα ρωσικά μέσα αναφέρονταν στην «ένοπλη αντιπολίτευση στη Συρία» ως «τρομοκράτες». Αυτή η λέξη έχει εξαφανιστεί από τα ρεπορτάζ και τώρα αποκαλούνται «ένοπλη αντιπολίτευση» ή απλώς «αντιπολίτευση».
Το πρακτορείο ειδήσεων RIA Novosti μεταδίδει ότι το Κρεμλίνο βρίσκεται σε επαφή με τους ηγέτες της ένοπλης συριακής αντιπολίτευσης, «οι οποίοι έχουν εγγυηθεί την ασφάλεια των ρωσικών στρατιωτικών βάσεων και διπλωματικών εγκαταστάσεων στη Συρία». Το πρακτορείο παραθέτει ανώνυμη πηγή από το Κρεμλίνο, που δηλώνει ότι η Ρωσία «πάντα ζητούσε την αναζήτηση πολιτικής λύσης στην κρίση της Συρίας».
«Ελπίζουμε ότι ο συριακός διάλογος θα συνεχιστεί προς όφελος του συριακού λαού και της ανάπτυξης των διμερών σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Συρίας», προσθέτει η πηγή.
Το μήνυμα στη ρωσική κοινή γνώμη
Το βράδυ της Κυριακής, το κορυφαίο εβδομαδιαίο δελτίο ειδήσεων της ρωσικής κρατικής τηλεόρασης επικεντρώθηκε στον συριακό στρατό, φαινομενικά κατηγορώντας τον ότι δεν αντιστάθηκε στους αντάρτες.
«Όλοι μπορούσαν να δουν ότι η κατάσταση γινόταν όλο και πιο δραματική για τις συριακές αρχές», είπε ο παρουσιαστής Γιεβγκένι Κισελιόφ.
«Αλλά στο Χαλέπι, για παράδειγμα, οι θέσεις παραδόθηκαν σχεδόν χωρίς μάχη. Ενισχυμένες περιοχές εγκαταλείφθηκαν η μία μετά την άλλη και μετά ανατινάχθηκαν, παρότι τα κυβερνητικά στρατεύματα ήταν καλύτερα εξοπλισμένα και υπερείχαν αριθμητικά έναντι των επιτιθέμενων πλευρών πολλές φορές. Είναι μυστήριο!» Ο παρουσιαστής υποστήριξε ότι η Ρωσία «πάντα ήλπιζε σε συμφιλίωση [μεταξύ των διάφορων πλευρών] στη Συρία». Και κατέληξε: «Φυσικά, δεν είμαστε αδιάφοροι για το τι συμβαίνει στη Συρία. Αλλά η προτεραιότητά μας είναι η ασφάλεια της Ρωσίας – το τι συμβαίνει στη ζώνη της Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης [στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία]».
«Υπάρχει ένα σαφές μήνυμα εδώ για το ρωσικό κοινό. Παρά τα εννέα χρόνια που η Ρωσία διοχέτευε πόρους για να κρατήσει τον Μπασάρ αλ-Άσαντ στην εξουσία, οι Ρώσοι πληροφορούνται ότι έχουν… πιο σημαντικά πράγματα να ανησυχούν», σχολιάζει το BBC.