Οι δασμοί που επέβαλε η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ στην Κίνα το 2018 προκάλεσαν σοβαρές δυσκολίες σε πολλές Αμερικανικές επιχειρήσεις, με κάποιες να οδηγήθηκαν λίγο πριν το οριστικό κλείσιμό τους, επισημαίνει το CNN. Τώρα, με την επικείμενη αύξηση των τελωνειακών δασμών, όπως ανακοινώθηκε από τον επερχόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ, οι φόβοι και οι ανησυχίες επέστρεψαν για μια καταστροφική επανάληψη της ιστορίας.
Η διαδικασία εξαιρέσεων από τους δασμούς, που εγκαινιάστηκε εκείνη την περίοδο, χαρακτηρίστηκε συχνά αδιαφανής και περίπλοκη, όπως σχολιάζει το CNN στην ανάλυσή του, ενώ πολλές αιτήσεις απορρίφθηκαν χωρίς εξηγήσεις, αφήνοντας αρκετές εταιρείες σε αβεβαιότητα.
Καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ ετοιμάζεται να αναλάβει εκ νέου την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, υπόσχεται ακόμα αυστηρότερους δασμούς στην Κίνα. Όπως ο ίδιος ανακοίνωσε μέσω αναρτήσεων στην πλατφόρμα Truth Social, θα επιβληθούν δασμοί ύψους 25% στα μεξικανικά και καναδικά προϊόντα και 10% στα κινεζικά εμπορεύματα. Σκοπός είναι να αναχαιτιστεί η «εισβολή» ναρκωτικών και μεταναστών στις ΗΠΑ.
Η αύξηση των τελωνειακών δασμών, που ο Τραμπ χαρακτήριζε συχνά κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του «όμορφες λέξεις» ή «αγαπημένη του έκφραση», προεξοφλείτο για καιρό πως θα είναι από τα κλειδιά της μελλοντικής οικονομικής πολιτικής του εκλεγμένου προέδρου. Ο Ρεπουμπλικάνος δεν φοβάται την επανέναρξη των εμπορικών πολέμων, ειδικά με την Κίνα, που είχε πυροδοτήσει κατά την πρώτη του θητεία (2017-2021).
Την εποχή εκείνη, δικαιολόγησε την επιλογή αυτή επικαλούμενος το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ έναντι της Κίνας και τις κινεζικές εμπορικές πρακτικές που χαρακτήριζε αθέμιτες, κατηγορώντας το Πεκίνο ιδίως για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας.
Η κινεζική κυβέρνηση είχε ανταποδώσει, επιβάλλοντας με τη σειρά της δασμούς που είχαν πλήξει ειδικά τον αμερικανικό αγροτικό τομέα.
«Κανένας δεν θα κερδίσει έναν εμπορικό πόλεμο», προειδοποίησε η κινεζική διπλωματία, αντιδρώντας στη χθεσινή αναγγελία του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ.
Παρότι παραμένει ασαφές πότε και πώς θα εφαρμοστούν αυτοί οι νέοι δασμοί, αλλά και αν οι επιχειρήσεις θα έχουν δυνατότητα αίτησης για εξαιρέσεις, η ανησυχία αυξάνεται στον επιχειρηματικό κόσμο της Αμερικής. Η προηγούμενη εμπειρία έδειξε ότι η διαδικασία εξαιρέσεων ενέτεινε τις ανησυχίες για κομματική εύνοια και αδιαφάνεια, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις από επιχειρήσεις και βουλευτές.
Με τη νέα διοίκηση Τραμπ να παραμένει σιωπηλή σχετικά με τη διαδικασία εξαιρέσεων αλλά και με τον τρόπο που θα επιβληθούν οι δασμοί, οι επιχειρήσεις ανησυχούν για τον αντίκτυπο που θα έχουν αυτές οι νέες πολιτικές στη βιωσιμότητα και την ανάπτυξή τους, ενώ οι ακαδημαϊκές έρευνες ενισχύουν τους φόβους περί άνισης μεταχείρισης.
Κατηγορίες για διαφθορά στη διαδικασία εξαιρέσεων δασμών Τραμπ
Η διαδικασία εξαιρέσεων από τους δασμούς που επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ στην Κίνα την περίοδο 2018 με 2020, μέσω της σχετικής υπηρεσίας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, το Γραφείο του Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ (USTR), προκάλεσε έντονες αντιδράσεις λόγω αδιαφάνειας και πιθανής διαφθοράς.
Οι εταιρείες που ζητούσαν εξαίρεση έπρεπε να αποδείξουν ότι οι δασμοί θα τους προκαλούσαν σοβαρή οικονομική ζημία ή ότι δεν υπήρχαν εναλλακτικά προϊόντα εκτός Κίνας. Ωστόσο, το 87% των αιτήσεων απορρίφθηκε, σύμφωνα με έρευνα του Γραφείου Κυβερνητικής Λογοδοσίας (GAO).
Μια άλλη ανασκόπηση διαπίστωσε ασυνέπειες στη διαδικασία αξιολόγησης των αιτήσεων και έλλειψη τεκμηρίωσης των εσωτερικών διαδικασιών της USTR. Παρόμοιες ανεπάρκειες εντοπίστηκαν και στη διαδικασία εξαιρέσεων για δασμούς σε άλλες χώρες, με ελλείψεις διαφάνειας να ενισχύουν τις υποψίες για ανάρμοστη επιρροή στις αποφάσεις.
Επιπλέον, ακαδημαϊκές έρευνες δείχνουν ότι εταιρείες με στελέχη που στήριξαν οικονομικά Ρεπουμπλικανούς υποψήφιους είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να εξασφαλίσουν κάποια εξαίρεση από τους δασμούς. Συγκεκριμένα, οι πιθανότητες επιτυχίας αυξάνονταν κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες για αυτές τις εταιρείες, αποκαλύπτοντας μια συστηματική εύνοια που ανταμείβει πολιτικούς συμμάχους και τιμωρεί αντιπάλους.
Πολιτική εύνοια
Ευρήματα αποκαλύπτουν ότι η διαδικασία εξαιρέσεων δασμών της κυβέρνησης Τραμπ ευνοούσε τους υποστηρικτές της, δημιουργώντας σοβαρές ανησυχίες για διαφθορά και άνιση μεταχείριση.
Οι μελέτες έδειξαν ότι οι εταιρείες των οποίων τα στελέχη στήριξαν Ρεπουμπλικανούς είχαν αυξημένες πιθανότητες έγκρισης των αιτήσεών τους, ενώ οι πιθανότητες επιτυχίας μειώθηκαν σημαντικά για όσες εταιρείες είχαν υποστηρίξει Δημοκρατικούς.
Οι ερευνητές χαρακτήρισαν τα ευρήματα ως «σαφείς ενδείξεις quid pro quo συμφωνιών», υπογραμμίζοντας ότι η παροχή πολιτικών ευνοιών μπορεί να συμβαίνει με εμφανή τρόπο. Παρόλο που δεν κατηγορούνται συγκεκριμένες εταιρείες ή κυβερνητικοί αξιωματούχοι για παρανομίες, η διαδικασία κρίθηκε αδιαφανής και χαοτική.
Σύμφωνα με τον καθηγητή χρηματοοικονομικών Jesús Salas, η ταχύτητα με την οποία εξετάστηκαν 50.000 αιτήσεις -συχνά μέσα σε μόλις δύο εβδομάδες- είναι ανησυχητική. Σε ορισμένες περιπτώσεις, παρατηρήθηκε ότι πανομοιότυπα προϊόντα αντιμετωπίστηκαν διαφορετικά, με μία εταιρεία να λαμβάνει εξαίρεση και άλλη να απορρίπτεται.
Η σύγχυση αυτή ευνοεί, όπως επισημαίνει ο Salas, κυρίως τους λομπίστες και τους δικηγόρους που εκμεταλλεύονται τη διαδικασία, ενώ αναμένεται να ενισχύσει τις πολιτικές χρηματοδοτήσεις από εταιρείες που βλέπουν οφέλη από τέτοιου είδους πρακτικές.
Ανάγκη για μεγαλύτερη διαφάνεια
Η ανάγκη για μεγαλύτερη διαφάνεια και εποπτεία στη διαδικασία εξαιρέσεων δασμών αναδεικνύεται ως κρίσιμο ζήτημα, σύμφωνα με ακαδημαϊκούς και ειδικούς.
Παρά τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν ότι η διαδικασία είναι πλέον «διαφανής» και ότι οι αιτήσεις αξιολογούνται «βάσει των στοιχείων τους», οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα θεσμικά προβλήματα που καταγράφηκαν κατά την πρώτη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ παραμένουν άλυτα.
Αν και η κυβέρνηση Μπάιντεν δηλώνει ότι το σύστημα λειτουργεί με διαφάνεια και δεν επιτρέπονται συναντήσεις της USTR με εταιρείες που ασκούν πιέσεις, η κατάσταση δεν έχει μεταβληθεί ριζικά, όπως σημειώνει ο καθηγητής χρηματοοικονομικών Veljko Fotak.
Δεν βλέπουμε καμία ένδειξη ότι οι θεσμικές αδυναμίες και το ενδεχόμενο πολιτικών στρεβλώσεων που καταγράψαμε στη μελέτη μας έχουν αντιμετωπιστεί», δήλωσε ο Fotak στο CNN, χαρακτηρίζοντας την κατάσταση «καταθλιπτική».
«Ένας σαφής και υπαρκτός κίνδυνος»
Σύμφωνα με την έρευνα, οι εταιρείες που εξασφάλισαν εξαιρέσεις κατά την προηγούμενη περίοδο εφαρμογής δασμών, αύξησαν τη συνολική τους αξία κατά 57 δισεκατομμύρια δολάρια.
Οι επιχειρηματικοί κλάδοι ήδη κινητοποιούνται, αναζητώντας νομική και πολιτική υποστήριξη για την αποφυγή των νέων δασμών.
Σημαντικά πρόσωπα, όπως ο David French, εκτελεστικός αντιπρόεδρος κυβερνητικών σχέσεων της Εθνικής Ομοσπονδίας Λιανικού Εμπορίου, και ο Tom Madrecki από την Consumer Brands Association εκφράζουν την ανάγκη για στρατηγική προσέγγιση στις εμπορικές πολιτικές, αποφεύγοντας ευρείες και μη στοχευμένες επιβαρύνσεις.
«Είναι ένας σαφής και υπαρκτός κίνδυνος», δήλωσε ο Madrecki.
«Δεν λέμε ότι όλοι οι δασμοί είναι κακοί. Αλλά θα πρέπει να γίνει με έναν πιο στρατηγικό τρόπο και όχι με μια βαριοπούλα που κινείται σε όλο το δωμάτιο», πρόσθεσε.
Παράλληλα, ο Bobby Djavaheri, πρόεδρος της Yedi Houseware Appliances, μια εταιρεία με έδρα το Λος Άντζελες, δήλωσε ότι προτίθεται να υποβάλει ξανά αίτημα εξαίρεσης, τονίζοντας ότι τελικά οι δασμοί βλάπτουν τους ίδιους τους Αμερικανούς, παρά τους ισχυρισμούς για το αντίθετο.