Στις 16 Ιουνίου 1913 (παλαιό, ισχύον τότε ημερολόγιο, ή 29 Ιουνίου με το νέο), η Βουλγαρία επιτίθεται κατά των ελληνικών και σερβικών θέσεων, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μετά το πέρας του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, προκαλώντας έτσι την έναρξη του Β' Βαλκανικού Πολέμου.
Σερβία και Ελλάδα, με το επιχείρημα ότι ο πόλεμος είχε παραταθεί, απέρριψαν σημαντικά στοιχεία της προπολεμικής συνθήκης, διατηρώντας υπό την κατοχή και τον έλεγχό τους όλες τις περιοχές που είχαν καταλάβει στη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, και οι οποίες έπρεπε να χωριστούν μεταξύ των νικητών συμμάχων, συμφώνως με συγκεκριμένα προκαθορισμένα όρια.
Βεβαίως η άρνηση αυτή, τουλάχιστον από ελληνικής πλευράς ήταν απολύτως δικαιολογημένη, καθώς μετά τη λήξη των βουλγαρικών επιχειρήσεων στη Θράκη, και επιβεβαιώνοντας τις ελληνικές ανησυχίες, η Βουλγαρία δεν ήταν ικανοποιημένη από το έδαφος που έλεγχε στη Μακεδονία. Αυτό γιατί ζητούσε επιμόνως από την Ελλάδα να παραιτηθεί και να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη και την περιοχή Βόρεια της Πιερίας, παραδίδοντάς της ουσιαστικώς στη Βουλγαρία όλη τη Μακεδονία του Αιγαίου.
Τα βουλγαρικά αυτά αιτήματα ήταν επιεικώς απαράδεκτα, καθώς όλα αυτά τα εδάφη, από αιώνων ελληνικά είχαν απελευθερωθεί με τον αγώνα, τη λόγχη και το αίμα χιλιάδων Ελλήνων στρατιωτών. Επιπλέον δε αυτών, η Βουλγαρία αρνιόταν επιμόνως να αποστρατεύσει τους εφέδρους του στρατού της, εφόσον η Συνθήκη του Λονδίνου είχε τερματίσει τον κοινό, συμμαχικό, πόλεμο εναντίον των Οθωμανών. Τα γεγονότα αυτά ανησύχησαν σφόδρα την Ελλάδα και την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, η οποία αποφάσισε και αυτή – ορθώς όπως αποδείχτηκε στην πράξη, να να διατηρήσει τον στρατό της εν επιστρατεύσει.
Η Βουλγαρία, βλέποντας ότι δεν ικανοποιούνταν τα αιτήματά της δυσαρεστήθηκε σφόδρα από την κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί και από την άρνηση της Ελλάδος (και της Σερβίας) να υποχωρήσουν στους εκτός πραγματικότητος όρους της, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει στρατιωτική δράση εναντίον τους.
Στις 16 Ιουνίου 1913, η βουλγαρική ανωτάτη διοίκηση, που τελούσε υπό τον άμεσο έλεγχο του Τσάρου Φερδινάνδου της Βουλγαρίας και χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει την κυβέρνηση της χώρας της (!), τελείως αιφνιδιαστικώς, διέταξε τα βουλγαρικά στρατεύματα να ξεκινήσουν ταυτόχρονη αιφνιδιαστική επίθεση, τόσο εναντίον των σερβικών όσο και κατά των ελληνικών θέσεων, στη Δύση και στο Νότο της χώρας, χωρίς να έχει προηγηθεί κήρυξη πολέμου.
Στις 17 Ιουνίου 1913, η βουλγαρική κυβέρνηση άσκησε πίεση στο Γενικό Επιτελείο να διατάξει τον στρατό να σταματήσει τις εχθροπραξίες εναντίον δύο ομοδόξων, συμμάχων, κρατών, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη σύγχυση αλλά και απώλεια της πρωτοβουλίας που προκλήθηκε από τον αιφνιδιασμό, αποτυγχάνοντας όμως να διορθώσει την κατάσταση σε έναν έτσι και αλλιώς ακήρυκτο πόλεμο.
Τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν την θρυαλλίδα για την έναρξη του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, στον οποίο συμμετείχαν η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Σερβία και η Τουρκία.
Οι δύο στρατοί, Ελληνικός και Σερβικός, μαζί, υπερτερούσαν αριθμητικώς του αντίστοιχου Βουλγαρικού και έτσι απέκρουσαν ευχερώς τη βουλγαρική επίθεση, που εκδηλώθηκε σε δύο μέτωπα ταυτοχρόνως (Δύση και Νότο), και αντεπιτέθηκαν πλέον στη Βουλγαρία από τις ίδιες διευθύνσεις. Η Ρουμανία, ως τότε δεν είχε δεχτεί επίθεση από τη Βουλγαρία και δεν είχε συμμετάσχει στη σύγκρουση, έχοντας άθικτα στρατεύματα, και επιτέθηκε στη Βουλγαρία από το Βορρά, δημιουργώντας έτσι σε αυτήν ένα νέο, τρίτο στη σειρά, μέτωπο επιχειρήσεων, παραβιάζοντας μια ειρηνευτική συνθήκη μεταξύ των δύο κρατών. Επιπλέον, και η ηττημένη στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο Οθωμανική Αυτοκρατορία επιτέθηκε στη Βουλγαρία και προέλασε στη Θράκη ανακαταλαμβάνοντας την Αδριανούπολη.
Διεξαγωγή του πολέμου
Στις 16 Ιουνίου 1913, ο στρατηγός Σαβόφ, μετά από απευθείας διαταγή του Τσάρου Φερδινάνδου Α’, προχώρησε στην έκδοση σχετικών διαταγών για ταυτόχρονη επίθεση εναντίον Ελλάδος και Σερβίας, χωρίς να συμβουλευτεί τη βουλγαρική κυβέρνηση και χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου. Τη νύχτα της 16/17 Ιουνίου 1913 επιτέθηκε στον Σερβικό στρατό στον ποταμό Μπρεγκάλνιτσα και στη συνέχεια στον Ελληνικό στρατό στη Νιγρίτα.
Ο Σερβικός στρατός αντιστάθηκε στην ξαφνική νυχτερινή επίθεση, ενώ ο ελληνικός στρατός σημείωσε επίσης επιτυχίες, καθώς , συμφώνως με το σχέδιο, υποχώρησε για δύο ημέρες, ενώ η Θεσσαλονίκη εκκαθαρίστηκε πλήρως και με συνοπτικές διαδικασίες από το υπόλοιπο βουλγαρικό σύνταγμα, που έδρευε εκεί μετά την απελευθέρωσή της από τον Ελληνικό Στρατό στις 26 Οκτωβρίου 1912.
Ακολούθως, ο Ελληνικός Στρατός πέρασε στην αντεπίθεση και νίκησε τους Βούλγαρους στο Κιλκίς, όπου κατεστράφη η βουλγαρική συνοικία της πόλεως και ο πληθυσμός της εκδιώχθηκε. Όμως στη συνέχεια, ο Ελληνικός Στρατός δεν προχώρησε το ίδιο γρήγορα ώστε να αποτρέψει την καταστροφή της Νιγρίτας, των Σερρών και του Δοξάτου από το Βουλγαρικό Στρατό και τις σφαγές Ελλήνων αμάχων στο Σιδηρόκαστρο και το Δοξάτο από τον Βουλγαρικό Στρατό.
Τότε ο Ελληνικός Στρατός χώρισε τις δυνάμεις προελαύνοντας προς δύο κατευθύνσεις ταυτοχρόνως. Το ένα τμήμα κατευθύνθηκε Ανατολικά καταλαμβάνοντας τη Δυτική Θράκη, ενώ το άλλο τμήμα, με τον υπόλοιπο Ελληνικό Στρατό προέλασε στην κοιλάδα του Στρυμόνος ποταμού, νικώντας τους Βούλγαρους στις μάχες της Δοϊράνης και του Μπέλλες, με κατεύθυνση και τελικό προορισμό της Σόφια. Όμως στα Στενά της Κρέσνας οι Έλληνες έπεσαν σε «ενέδρα» των Βουλγάρων (1η και 2η Βουλγαρικές Στρατιές) με αποτέλεσμα ουσιαστικώς να καθηλωθεί στο σημείο αυτό. Οι μεν Βούλγαροι προσπάθησαν να περικυκλώσουν τους Έλληνες χωρίς όμως να το πετύχουν, με σκληρές μάχες που διεξάγονταν επί 11 μέρες σε ένα ορεινό και δασωμένο λαβύρινθο πάνω από 20 χιλιόμετρων, χωρίς καμία έκβαση, με τον Ελληνικό Στρατό να αρχίζει να αντιμετωπίζει έντονα προβλήματα εφοδιασμού του.
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και Αρχιστράτηγος, διαπιστώνοντας από την ανάκριση αιχμαλώτων (και όχι μόνο) ότι οι έναντι αυτού βουλγαρικές δυνάμεις προέρχονταν από το Σερβικό μέτωπο, προσπάθησε να πείσει τους Σέρβους να επαναλάβουν την επίθεσή τους, καθώς το μέτωπο εκείνο είχε πλέον αδυνατίσει, κάτι όμως που οι Σέρβοι αρνήθηκαν επιμόνως.
Τη στιγμή αυτή έφτασε η πληροφορία περί της ρουμανικής προελάσεως προς τη Σόφια και την επικείμενη πτώση της. Τότε ο Κωνσταντίνος συμφώνησε με την πρόταση του Πρωθυπουργού Ελ.Βενιζέλου και αποδέχτηκε το αίτημα της Βουλγαρίας για ανακωχή, όπως του είχε μεταφερθεί μέσω της Ρουμανίας.
Στις 22 Ιουλίου 1913, ο ρουμανικός στρατός σταμάτησε έξω από τη Σόφια. Τότε το Βουκουρέστι πρότεινε όπως μεταφερθούν οι ειρηνευτικές συνομιλίες στο Βουκουρέστι, γεγονός που έκανε τις αντιπροσωπείες, στις 24 Ιουλίου 1913, να πάρουν το τραίνο από το Νις της Σερβίας για τη ρουμανική πρωτεύουσα.
Στις 30 Ιουλίου 1913, οι αντιπροσωπείες όλων των χωρών συναντήθηκαν στο Βουκουρέστι προκειμένου να τερματιστεί ο πόλεμος και να γίνει ειρήνη, συμφωνώντας μια πενθήμερη ανακωχή, που θα ετίθετο σε ισχύ από την επομένη 31η Ιουλίου. Όπερ και εγένετο. Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος περατώθηκε με την ομώνυμη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913, έχοντας όμως προκαλέσει χιλιάδες νεκρούς, εκτοπισμένους και ανυπολόγιστες υλικές ζημιές, παρά τη σχετικώς σύντομη διάρκειά του. Σε αυτόν, η Βουλγαρία έχασε τα περισσότερα από τα εδάφη που είχε κερδίσει στη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, ενώ επιπλέον αναγκάστηκε να παραχωρήσει στη Ρουμανία το πρώην οθωμανικό νότιο τρίτο της επαρχίας της Δοβρουτσάς.