Στις 6 Ιουνίου 1944 πραγματοποιήθηκε η μεγάλη απόβαση των Συμμάχων σε πέντε διαφορετικές ακτές της χερσονήσου της Νορμανδίας, στην κατεχόμενη από τη Ναζιστική Γερμανία Γαλλία, κάτω από τη γενική κωδική ονομασία «επιχείρηση Overlord» («Επικυρίαρχος»), καθώς κάθε μία φάση της (αεραποβατική, απόβαση στις ακτές κλπ) είχε ξεχωριστή ονομασία, σε μία προσπάθεια των Συμμάχων να δημιουργήσουν ένα μεγάλο «δεύτερο μέτωπο» στη Δύση, κατ’ απαίτηση του Στάλιν, ώστε να «αποσυμφορήσουν» τη γερμανική αντίσταση στην Ανατολή επί των Σοβιετικών.
Επικεφαλής ανώτατος Συμμαχικός Διοικητής ήταν ο Αμερικανός Στρατηγός Ντουάϊτ Αϊζενχάουερ, που όλοι τον ήξεραν και τον φώναζαν ως «Άϊκ» (“Ike”) και η όλη ενέργεια περιελάμβανε δύο φάσεις: Την αεροαποβατική που θα προηγείτο στην ενδοχώρα της Νορμανδίας για την εγκατάσταση προγεφυρωμάτων και, στη συνέχεια, την κυρίως αποβατική ενέργεια στις τέσσερις αρχικώς και πέντε τελικώς ακτές αποβάσεως στη χερσόνησο της Νορμανδίας, με τις κωδικές ονομασίες: «Γκολντ» (Gold), «Τζούνο» (Juno), «Όμαχα» (Omaha), «Σουόρντ» (Sword) και «Γιούτα» (Utah). Η τελευταία προστέθηκε στο τέλος καθώς βρισκόταν σε απόσταση μόλις 60 χιλιομέτρων από το μεγάλο γαλλικό λιμάνι του Χερβούργου, που, ως τέτοιο, ήταν πρωτεύον στόχος, που έπρεπε να καταληφθεί το δυνατόν γρηγορότερα, ώστε εκεί να κατευθυνθούν τα πλοία με τις ενισχύσεις σε έμψυχο δυναμικό και τους εκατομμύρια τόνους κάθε είδους εφοδίων.
Στην αεραπόβαση που προηγήθηκε ρίχθηκαν με αλεξίπτωτα άνδρες των 82ης και 101ης Αερομεταφερόμενων Μεραρχιών του Στρατού των ΗΠΑ, καθώς και η 6η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία του Βρετανικού Στρατού και το 1ο Καναδικό Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών, στην αεραπόβαση συμμετείχαν και άλλες αερομεταφερόμενες δυνάμεις με ανεμόπτερα που τα έσερναν στον αέρα μεταφορικά ή βαρέα βομβαρδιστικά αεροσκάφη.
Στις δύο δυτικότερες ακτές αποβάσεως («Γιούτα» και «Όμαχα») αποβιβάστηκαν Αμερικανοί στρατιώτες, στην τρίτη («Γκολντ») Βρετανοί, στην τέταρτη («Τζούνο») επίσης Βρετανοί και Καναδοί, ενώ στην πέμπτη, την πλέον ανατολικότερη («Σουόρντ») Βρετανοί, καθώς και μια μικρή μονάδα κομάντος των «Ελευθέρων Γάλλων». Οι δυνάμεις κάθε τομέα είχαν συγκεκριμένους αντικειμενικούς στόχους.
Τη νύχτα 5/6 Ιουνίου 1944, που επελέγη καθώς υπήρχαν οι κατάλληλες καιρικές συνθήκες για μία τέτοια, τόσο σύνθετη, επιχείρηση, δυο αμερικανικές αερομεταφερόμενες μεραρχίες και μια βρετανική έπεσαν με αλεξίπτωτα και ανεμοπλάνα, στα μετόπισθεν των Γερμανών, ενώ την αυγή ακολούθησε η κυρίως, αμφίβια, αποβατική ενέργεια των συμμαχικών δυνάμεων. Οι πρώτες δυνάμεις έφτασαν στις ακτές περί τις 06:30 και τα απαραίτητα στρατεύματα και μέσα κατέπλεαν συνεχώς, από τις έναντι αυτών βρετανικές (αγγλικές και ουαλικές) ακτές, τόσο αεροπορικώς, όσο και διά θαλάσσης. Πυρά υποστηρίξεως παρείχαν αρχικώς η τακτική αεροπορία, βομβαρδίζοντας κάθε διαθέσιμο στόχο σε βάθος στα εχθρικά μετόπισθεν, ενώ είχε εξασφαλιστεί εξ αρχής πλήρης και σαρωτική αεροπορική υπεροχή των Συμμάχων τόσο στην περιοχή των πέντε ακτών και στην αμέσως μετά ενδοχώρα τους, όσο και γενικότερα σε όλη τη Νορμανδία και τη Βόρεια – Βορειοδυτική περιοχή της Γαλλίας για πλήρη αποκοπή των τυχόν γερμανικών ενισχύσεων προς τις ακτές αποβάσεως!
Η ίδια, πλήρης συμμαχική υπεροχή εξασφαλίστηκε και στη θάλασσα, στη Μάγχη, όπου συμμαχικές ναυτικές δυνάμεις πραγματοποίησαν επιχειρήσεις αντιπερισπασμού αρχικώς, ώστε να καθηλώσουν τις όποιες γερμανικές ναυτικές δυνάμεις στις βάσεις του, φυλάξεως και βομβαρδισμού των γερμανικών θέσεων επί της ακτής και στο εσωτερικό τους με τα πυροβόλα των πλοίων, αλλά και αποναρκοθετήσεως από νάρκες θαλάσσης, όλων των θαλασσίων οδών που οδηγούσαν προς τις ακτές αποβάσεως και της «χαράξεως» ασφαλών διαδρόμων για να διέρχονται ασφαλώς τα συμμαχικά πλοία με άνδρες και εφόδια προς και από τις ακτές.
Συνολικώς, στην επιχείρηση συμμετείχαν περισσότεροι από τρία εκατομμύρια άνδρες, όλων των Κλάδων και παό όλα τα συμμαχικά κράτη που συμμετείχαν στην επιχείρηση, από τους οποίους οι 195.700 ήταν το προσωπικό των συμμαχικών πλοίων.
Στις 30 Ιουνίου 1944, η αποβατική επιχείρηση θεωρήθηκε ως και τυπικώς τελειωμένη, καθώς μέχρι τότε είχε εδραιωθεί το συμμαχικό προγεφύρωμα, αφού είχαν μεταφερθεί στις γαλλικές ακτές, συνολικώς 850.000 άνδρες, 148.000 οχήματα και 570.000 τόνοι κάθε είδους εφοδίων από τον στόλο των 5.333 συμμαχικών πλοίων, που συμμετείχαν στην απόβαση, οργανωμένα σε 57 συνολικώς νηοπομπές, από τα οποία μόλις τα 59 βυθίστηκαν, τα περισσότερα από μεταξύ τους συγκρούσεις, την κακοκαιρία, αλλά και νάρκες θαλάσσης και πολύ μικρό ποσοστό από τη δράση του γερμανικού πολεμικού ναυτικού. Η συμμαχική αεροπορία διέθεσε για την επιχείρηση περίπου 13.500 αεροσκάφη και ανεμόπτερα κάθε τύπου.
Στις 5 Ιουνίου 1944, δηλ. μία μέρα πριν την απόβαση, ο Γερμανός Αρχιστράτηγος της Δύσεως ο γηραιός Στρατάρχης Γκερντ φον Ρούνστεντ, είχε στη διάθεσή του 59 μεραρχίες, από τις οποίες οι 10 ήταν μειωμένης συνθέσεως ή επανδρωμένες από στρατεύματα β’ κατηγορίας από κατεχόμενους λαούς ή τελούσαν υπό ανασυγκρότηση, ενώ τα περισσότερα στοιχεία της πρότυπης τεθωρακισμένης μεραρχίας Lehr είχαν μεταφερθεί στο Ανατολικό μέτωπο. Επίσης την προηγούμενη της αποβάσεως ο επιχειρησιακός Διοικητής («Διοικητής του Τείχους του Ατλαντικού») Στρατάρχης Έρβιν Ρόμμελ είχε λάβει ολιγοήμερη άδεια για να πάει στο σπίτι του στη Γερμανία οδικώς για να παρευρεθεί στα γενέθλια της συζύγου του, στις 6 Ιουνίου! Καθ’ οδόν το αυτοκίνητό του εβλήθη από συμμαχικά μαχητικά που επιτίθονταν εναντίον κάθε κινούμενου στόχου στους γαλλικούς δρόμους, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί και να χρειαστεί περίθαλψη σε νοσοκομείο. Ενδεικτικώς σημειώνεται ότι με διαταγή του ίδιου του Χίτλερ, για κάθε κίνηση των Πάντσερ, που βρίσκονταν συγκεντρωμένα μακριά από τις ακτές, απαιτείτο προσωπική διαταγή δική του. Ο Ρόμμελ αντιθέτως ήταν της απόψεως της «αμύνης επί των ακτών» γι’ αυτό και ήθελε τους σχηματισμούς των Πάντσερ κοντά στις ακτές ώστε να επέμβουν αμέσως όταν η προσπάθεια εγκαταστάσεως συμμαχικού προγεφυρώματος θα ήταν εν τη γεννέσει της, ενώ δεν θα υπήρχε ο κίνδυνος της καταστροφής των τεθωρακισμένων ενώ αυτά θα κινούνταν προς τις ακτές από τη συντριπτική αεροπορική υπεροχή των συμμάχων. Ο Χίτλερ όμως ήταν ανένδοτος και τελικώς έγινε αυτό που εκείνος ήθελε με τραγικές συνέπειες «επί του πεδίου»!
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η κίνηση του πυροβολικού στις μεραρχίες πεζικού γινόταν αποκλειστικά με άλογα ενώ κάποιες μονάδες χρησιμοποιούσαν ποδήλατα για τις μετακινήσεις τους. Σε αναφορά ενός Γερμανού στρατηγού σημειώνεται ότι από τα 57 οχήματα μιας μονάδος του τα 50 ανήκαν σε διαφορετικές μάρκες και μοντέλα, ενώ το υπόλοιπο υλικό δεν υστερούσε σε αυτόν τον τομέα: Υπήρχε εξοπλισμός γερμανικής, γαλλικής, πολωνικής, ιταλικής, τσεχικής και ρωσικής κατασκευής, γεγονός που δημιουργούσε δυσθεώρητα προβλήματα στη Διοικητική Μέριμνα και γενικότερα στην υποστήριξη των μονάδων. Επίσης, ως προελέχθη, το προσωπικό των μονάδων αυτών δεν ήταν ομοιογενές, ενώ αντιθέτως επαρκές προσωπικό και πολύ καλό εξοπλισμό διέθεταν μόνο οι μονάδες των Μάχιμων Ες-Ες (Waffen SS), που επιχειρούσαν στην περιοχή.
Η Ελληνική συμμετοχή
Η Ελλάδα συμμετείχε στην αποβατική επιχείρηση στη Νορμανδία με δύο κορβέτες, τις Κ/Β «ΚΡΙΕΖΗΣ» και «ΤΟΜΠΑΖΗΣ», με κυβερνήτες τους τότε Πλωτάρχες Δημήτριο Κιοσσέ ΒΝ και Γεώργιο Παναγιωτόπουλο ΒΝ αντιστοίχως και πλήρωμα 155 ανδρών και τα δύο σκάφη μας. Αμφότεροι, αρκετά χρόνια αργότερα έγιναν Αρχηγοί ΓΕΝ. Πρώτος ο Γ. Παναγιωτόπουλος ως Υποναύαρχος (4/12/1959 – 27/11/1961) και αμέσως μετά, ως Αντιναύαρχος, ο Δ. Κιοσσές (27/11/1961 – 12/12/1063), ο οποίος είχε γιό επίσης αξιωματικό του ΠΝ και αλεξιπτωτιστή/ βατραχάνθρωπο των ΟΥΚ.
Το 2004, κατά την 60η επέτειο της αποβάσεως στη Νορμανδία, ο τότε ύπαρχος της Κ/Β «ΚΡΙΕΖΗΣ», Υποπλοίαρχος Γρηγόριος Παυλάκης ΒΝ (μετέπειτα Αντιναύαρχος ε.α.), τιμήθηκε από τον Γάλλο Πρόεδρο, με τον τίτλο του «Ιππότη της Τιμής» της Γαλλικής Δημοκρατίας, σε επετειακή τελετή που έγινε στην ακτή αποβάσεως στο Arromange της Νορμανδίας.
Τέλος, στην ελληνική συμμετοχή στην απόβαση της Νορμανδίας περιλαμβάνονται και τέσσερα σκάφη του Εμπορικού Ναυτικού μας που μετέφεραν εφόδια στις γαλλικές ακτές.