Την ίδια ημέρα που η φον ντερ Λάιεν εκφωνούσε την ομιλία της στο Στρασβούργο, ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν συναντήθηκε με τον ανώτατο ηγέτη της Βόρειας Κορέας, Κιμ Γιονγκ Ουν στο Βοστότσνι, μία από τις πιο σύγχρονες εγκαταστάσεις εκτόξευσης πυραύλων της Ρωσίας.
Μετά τη συνάντηση των δύο ηγετών, πολλοί ανησυχούν πως μία εξοπλιστική συμφωνία μεταξύ Μόσχας και Πιονγιάνγκ βρίσκεται προ των πυλών.
«Το μόνο που μένει είναι η ταπείνωση, συσκευασμένη σε καλοσύνη, σε χειραψία, σε γέλιο», σχολιάζει με καυστικό τρόπο η tageszeitung. «Η Ρωσία, η οποία υποστήριζε όλα αυτά τα χρόνια τις κυρώσεις του Ο.Η.Ε. κατά της Βόρειας Κορέας, που απαγορεύουν στο καθεστώς Κιμ να εξάγει όπλα και να αναπτύσσει πυραύλους, διατίθεται τώρα να συνεργαστεί σε αυτόν ακριβώς τον τομέα. Δείχνει στον Κιμ Γιονγκ Ουν τους πυραύλους της, ελπίζει στην προμήθεια όπλων για να καταστρέψει την Ουκρανία. Η Μόσχα δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να υποδεχθεί έναν από τους χειρότερους δικτάτορες του κόσμου, ενώ ταυτοχρόνως υπονομεύει τις διεθνείς συμφωνίες».
Κατά την εφημερίδα του Βερολίνου, πάντως, «για το πώς θα εξελιχθεί η συνεργασία Ρωσίας-Βόρειας Κορέας θα αποφασίσει η Κίνα: το καθεστώς του Κιμ εξαρτάται πλήρως από το Πεκίνο, ενώ το Κρεμλίνο δεν θέλει να αποξενώσει τον μεγάλο του αδελφό. Για τη Δύση, η συμμαχία που διαμορφώνεται στην Ανατολή, με κοινά στοιχεία όπως η καταπίεση, τα βασανιστήρια και οι δολοφονίες, είναι επικίνδυνη, […] διότι τα καθεστώτα αυτά, παρά τις διακηρύξεις περί σταθερότητας, βρίθουν αστάθμητων παραγόντων. Η Ρωσία αποδεικνύει κάθε μέρα εκ νέου ότι παίζει με τους δικούς της κανόνες και ότι έχει κατά νου μόνο τα δικά της συμφέροντα. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να λάβει υπόψιν η Δύση στις σχέσεις της με την Κίνα».