Οι φόροι κόντρα στο κράτος δικαίου 

 
Ευριπίδης Στυλιανίδης

Πηγή Φωτογραφίας: EUROKINISSI/ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ

Ενημερώθηκε: 13/02/22 - 19:01

Του Δρ. Ευριπίδη Στ. Στυλιανίδη*

Αρθρογράφος: Ευρυπίδης Στυλιανίδης

Βασικές Αρχές ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος: Το Οικονομικό Σύνταγμα της Ελλάδας προβλέπει, άρθρο 78 παρ. 1, τη θέσπιση φόρων αποκλειστικά μέσω τυπικού νόμου, προκειμένου να υπάρχει ισχυρή δημοκρατική νομιμοποίηση μιας τέτοιας περιοριστικής απόφασης της Πολιτείας. Ισχύουν 3 είδη φόρων που εξαρτώνται από το εισόδημα, από την ακίνητη περιουσία και από τις δαπάνες και τις συναλλαγές δηλ. τους έμμεσους φόρους που συνδέονται με την αγοραστική δύναμη, ήτοι την καταναλωτική διάθεση και δυνατότητα του κάθε πολίτη χωριστά.

Ένας τέτοιος φόρος που δεν καταλήγει ολόκληρος στο Κράτος, αλλά μέρος του ενισχύει την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας(ΦΠΑ). Στόχος της φορολογικής πολιτικής ενός δημοκρατικού κράτους, όπως η Ελλάδα, είναι η δημιουργία οικονομικού αποθέματος με σκοπό τη χρηματοδότηση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και την εγγύηση της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας της πατρίδας. Επίσης η ενίσχυση των εσόδων του προϋπολογισμού δημιουργεί τις προϋποθέσεις : α) για την αποτελεσματική λειτουργία του Κοινωνικού Κράτους π.χ. παιδεία, υγεία, κοινωνική μέριμνα κλπ., β) για τη δίκαιη αναδιανομή του εισοδήματος με στόχο την δημιουργία ίσων ευκαιριών για όλους, ώστε να επιτυγχάνεται στο μέγιστο βαθμό η κοινωνική κινητικότητα που είναι ο ιδανικός προορισμός μιας ανοιχτής, φιλελεύθερης, δημοκρατικής και δίκαιης κοινωνίας.

Σε μια τέτοια κοινωνία δεν θεωρείται εκ των προτέρων ρεζερβέ η κορυφή της οποιασδήποτε πυραμίδας (οικονομικής, πολιτικής, εκπαιδευτικής, κοινωνικής, καλλιτεχνικής κλπ.), αλλά χρειάζεται κόπος, αξία και κυρίως αποτελεσματικότητα για να την κατακτήσεις.

Αναμφισβήτητα στο σύστημα ενός σύγχρονου λαϊκού καπιταλισμού που περιγράφεται στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες ως Κοινωνική Οικονομία της Αγοράς, οι φόροι δεν αποσκοπούν στο να καταστήσουν τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους, όπως συνέβαινε σε φεουδαρχικά ή ολιγαρχικά καθεστώτα του παρελθόντος. Ούτε βέβαια αποσκοπούν στο να ενισχύσουν ένα αυταρχικό ή συγκεντρωτικό κράτος ευνοώντας ένα Μονάρχη ή μια Κομματική νομεκλατούρα, όπως συνέβαινε επί Σοβιετικού Καθεστώτος. Τέλος δεν πρέπει να ευεργετούν τους λίγους και μεγάλους παίχτες δημιουργώντας συνθήκες καρτέλ, δηλαδή ένα καθεστώς ολιγοπωλιακού καπιταλισμού που εξαφανίζει σταδιακά τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις υπονομεύοντας τη μεσαία τάξη, η οποία είναι αναμφισβήτητα το θεμέλιο μιας ισόρροπης κοινωνίας συνοχής, αλληλεγγύης και δικαιοσύνης. Ο φόρος ήταν και παραμένει μια υποχρέωση όλων των πολιτών προς την Πολιτεία, όπως υποστήριζε και ο Ρήγας Φεραίος πολύ πριν τη δημιουργία του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους: «Κανένας πολίτης δεν εξαιρείται από την τιμίαν υποχρέωσιν του να συνεισφέρῃ κατά την δύναμιν και τα πλούτη του τα εις δημοσίας ανάγκας δοσίματα».

Στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος ξεκαθαρίζεται ότι: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους».Αυτή η διατύπωση αφήνει στη διακριτική ευχέρεια της κάθε πλειοψηφίας να εφαρμόζει φορολογικά συστήματα είτε αναλογικού φόρου είτε και επίπεδου φόρου, παρότι το δεύτερο μέχρι τώρα επιχειρήθηκε μόνο μερικώς. Το ζήτημα όμως της δίκαιης φορολόγησης στην πράξη, συχνά δεν απειλείται τόσο από την αναλογικότητα των βαρών, όσο από την αστάθεια του φορολογικού συστήματος. Η προχειρότητα και η περιπλοκότητα των διατάξεων, συνδυασμένες με αιφνιδιαστικές αλλαγές του συστήματος, δημιουργούν περιβάλλον φορολογικής αστάθειας που γεννά μόνο αδικίες και συχνά καταστρέφει νοικοκυριά ή επιχειρήσεις που είχαν βασίσει την ανάπτυξη τους σε ένα μεσομακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Άρα δεν αρκεί απλά ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα, αν δεν είναι ταυτόχρονα απλό, σαφές και σταθερό.

2. Η Ελληνική φορολογική πραγματικότητα

Η Ελληνική φορολογική πραγματικότητα είναι απολύτως αποκαλυπτική, όσον αφορά στην ορθή εφαρμογή των συνταγματικών κανόνων που κατοχυρώνουν την Αρχή της Φορολογικής Ισότητας. Μόνο η ανάλυση ενός πιλοτικού παραδείγματος ίσως μπορεί να αναδείξει την αδυναμία της πλήρους εφαρμογής κάποιων συνταγματικών κανόνων. Συγκεκριμένα ένας μισθωτός που λαμβάνει μηνιαίως 1.000 ευρώ μικτά και στοιχίζει στον εργοδότη του 1225,4 ευρώ καταβάλει στην πηγή 182 ευρώ. Άρα εισπράττει στο χέρι 818 ευρώ, ενώ παράλληλα το κράτος στην εφορία ή στα ασφαλιστικά του ταμεία εισπράττει 407,21 ευρώ, δηλαδή το 40,54%.

Αν ο πολίτης ζει στο ενοίκιο, πληρώνει μεσοσταθμικά 400 ευρώ με φόρο 15%. Αν είναι ιδιοκτήτης καταβάλει ΕΝΦΙΑ ανάλογα με την παλαιότητα του κτηρίου, τα τετραγωνικά και φυσικά την περιοχή που επηρεάζει την αντικειμενική του αξία. Ένας φορολογούμενος όμως που έχει κληρονομήσει από τους γονείς του κάτι καλύτερο έχοντας πληρώσει τους απαιτούμενους φόρους μεταβίβασης, δωρεάς, γονικής παροχής ή όποιον άλλο, καλείται να ξαναπληρώνει σταδιακά τη δική του ιδιοκτησία. Το ερώτημα που εύλογα τίθεται με την επέκταση της προοδευτικής άμεσης φορολογίας με κλιμάκωση, δηλαδή του φορολογικού συντελεστή ανάλογα με το ύψος εισοδήματος ή της περιουσίας, ώστε να επιτυγχάνεται η ανόμοια μεταχείριση των πολιτών που βρίσκονται σε ανόμοιες, ως προς την οικονομική τους κατάσταση περιστάσεις, αν προεκταθεί στην εφαρμογή του ΕΝΦΙΑ, ο οποίος ξεκίνησε προσωρινά αλλά μονιμοποιήθηκε ως φόρος, μήπως αποτελεί απειλή κατά του δικαιώματος της ίδιας της ιδιοκτησίας και άρα στην πράξη παραβίαση του άρθρου 17 του Συντάγματος που την προστατεύει; Πόσες φορές στο μέλλον πρέπει οι πολίτες να συνεχίσουν να πληρώνουν στο κράτος για μια περιουσία που με πολύ κόπο δημιούργησε η προηγούμενη γενιά της οικογενείας τους και γιατί; Ένας τέτοιος φόρος δεν καταστρέφει την αρχή της αλληλεγγύης των γενεών, η οποία στην περίπτωση της ακίνητης περιουσίας που κληροδοτούν οι γονείς προς τα παιδιά λειτουργεί αντίστροφα σε σχέση με τις ασφαλιστικές κρατήσεις που πληρώνουν τα παιδιά για να στηρίζεται η σύνταξη των γονέων;

Εθνική ιδιαιτερότητα αποτελεί και ο φόρος του αυτοκινήτου στην Ελλάδα.

Είναι ενδιαφέρον ότι ο Έλληνας πολίτης πληρώνει πέντε φορές φόρο για τον ίδιο λόγο. Πληρώνει φόρο κατά την αγορά του αυτοκινήτου του, τέλη κυκλοφορίας κάθε χρόνο, ΚΤΕΟ, συχνά φόρο πολυτελείας, διόδια στους κεντρικούς δρόμους της χώρας και φόρο καυσίμων, προσδοκώντας από το κράτος τις ελάχιστες αντιπαροχές που συνδέονται με σύγχρονες υποδομές που εγγυώνται την οδική ασφάλεια, χωρίς σε πολλές περιπτώσεις του οδικού δικτύου να τις απολαμβάνει.

Τίθεται λοιπόν ζήτημα κατά πόσο αυτές οι πολλαπλές φοροεισπρακτικές διατάξεις για τον ίδιο σκοπό είναι συμβατές τόσο με το άρθρο 78 του Συντάγματος που αναφέρεται στη φορολογία όσο και με το άρθρο 5 παρ. 1 που αναφέρεται στο δικαίωμα των πολιτών να συμμετέχουν ελεύθερα στην οικονομική ζωή της χώρας(οικονομική ελευθερία) κάτι που περιορίζεται απαγορευτικά από την υπερφορολόγηση. Αν στους παραπάνω φόρους αθροίσουμε το κόστος για φως, νερό, τηλέφωνο, κινητό τηλέφωνο-Internet, έξοδα διαβίωσης κλπ διαπιστώνουμε ότι ο Έλληνας πολίτης επιστρέφει στο κράτος περίπου το 37,2% των χρημάτων που εισπράττει και ξοδεύει περισσότερα από αυτά που κερδίζει. Κατά την ΕΛΣΤΑΤ αν κάνουμε αναγωγή αυτών των στοιχείων σε επίπεδο οικογενειακού προϋπολογισμού, τα νοικοκυριά ξοδεύουν κατά μέσο όρο 1478,22 ευρώ το μήνα. Υπολογίζεται η σχετική δαπάνη στα 1576,44 ευρώ σε αστικές περιοχές και στα 1190,96 ευρώ σε αγροτικές. Υπό αυτή την έννοια είχε δίκιο ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρήγκαν όταν υποστήριζε ότι: «Ο φορολογούμενος είναι κάποιος που δουλεύει για την κυβέρνηση, αλλά δεν χρειάστηκε να περάσει από εξετάσεις για να προσληφθεί».

 3. Μπορεί να πετύχει στην Ελλάδα μια «φορολογική επανάσταση»;

Η οικονομική κρίση που προηγήθηκε το 2010 καθώς και η τρέχουσα υγειονομική και ενεργειακή κρίση αναδεικνύουν την αδυναμία του κοινωνικού κράτους δικαίου. Η επανάκαμψη μετά από χρόνια ενός επιθετικού πληθωρισμού στην ευρωζώνη, μαζί με τα προβλήματα που προκαλεί η υπερφορολόγηση και η κακή, ευκαιριακή, πληθωριστική και αποσπασματική φορολογική νομοθεσία αποτελούν μια μεγάλη απειλή για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Η Κυβέρνηση κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση μείωσης των φόρων μετά από αρκετά χρόνια φοροεπιδρομών και ιδεοληπτικής πολιτικής.

Δεν αρκεί, όμως, μόνο η ευκαιριακή μείωση των φόρων. Απαιτείται μια «φορολογική επανάσταση» που θα χαρακτηρίζεται:

α) Από την απλούστευση και τη ποιοτική βελτίωση της φορολογικής νομοθεσίας, ώστε να μην αφήνονται πολλά περιθώρια αυθαίρετης ερμηνείας στη διοίκηση, κάτι που γεννά απίστευτη γραφειοκρατία και διαφθορά.

β) Από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, ώστε να αποθαρρύνεται η φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, να διευρύνεται η φορολογική βάση και να διαμορφώνεται σταδιακά ένα ελκυστικό περιβάλλον για να ζει ή να επιχειρεί κάποιος στην Ελλάδα π.χ. δεν είναι δυνατόν στην Κύπρο να πληρώνει κάποιος 12% φόρο, όταν στην Ελλάδα το κράτος καθίσταται αυθαίρετα συνέταιρος στην περιουσία, στην επιχείρηση ή και στην οικογένεια του κάθε πολίτη εισπράττοντας μέχρι και το 40% περίπου.

γ) Από την καταβολή των φόρων στην πηγή, διότι αυτό απλουστεύει δαπανηρές γραφειοκρατικές διαδικασίες, διευκολύνει το φορολογούμενο να έχει μια σαφή εικόνα των καθαρών εισοδημάτων του, ώστε να κάνει καλύτερο προϋπολογισμό και τέλος διευκολύνει το κράτος.

δ) Από τη θέσπιση της δυνατότητας εκ των προτέρων ad hoc φορολογικής συμφωνίας νέων μεγάλων επενδύσεων με την πολιτεία, ώστε να καταστεί η Ελλάδα ένας ελκυστικός επενδυτικός προορισμός και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.

ε) Από την επιτάχυνση της φορολογικής δικαιοσύνης και την προώθηση μεθόδων διαμεσολάβησης, εξωδικαστικού συμβιβασμού, συμψηφισμού και γενικότερα ταχύτερης επίλυσης φορολογικών εκκρεμοτήτων, ώστε η πολιτεία να επιτύχει ταχύτερες και ίσως περισσότερες εισπράξεις και οι πολίτες, τα νοικοκυριά ή οι επιχειρήσεις λιγότερη ταλαιπωρία και έξοδα, ταχύτερη εξυπηρέτηση, χρηστή αντιμετώπιση από τη διοίκηση και φυσικά απελευθέρωση κεφαλαίων προκειμένου να επιδιώξουν μεγαλύτερη ανάπτυξη και κερδοφορία.

Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται αυτονόητα και αναγκαία. Δεν είναι, όμως, ούτε εύκολα, ούτε απλά, διότι συχνά προσκρούουν σε ξεπερασμένες νοοτροπίες, σε ιδεοληπτικές προσεγγίσεις ή και σε συμφέροντα που προστατεύονται από τη δύναμη της αδράνειας για να διαφυλάξουν την προνομιακή τους θέση μέσα στη δημόσια διοίκηση ή τη δεσπόζουσα θέση τους στην αγορά.

Για τους λόγους αυτούς, μια «Φορολογική Επανάσταση» προϋποθέτει ολοκληρωμένο και επικαιροποιημένο σχέδιο δράσης, ξεκάθαρη στρατηγική συμβατή με την νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα και ισχυρή πολιτική βούληση που θα ταυτίζεται απόλυτα με την βούληση της υγιούς αγοράς και της δοκιμαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι οι σημαντικότερες ανατροπές στην ιστορία ξεκίνησαν από αδικίες στη φορολογική πολιτική ή από τη διαφθορά στα φορολογικά συστήματα. Όπως έλεγε ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά: «Επιδίωξη της τυραννίας είναι να πτωχεύσουν οι πολίτες, αφ’ ενός για να συντηρείται με τα χρήματα τους η φρουρά του καθεστώτος, και αφ’ εταίρου για να είναι απασχολημένοι οι πολίτες και να μην τους μένει χρόνος για επιβουλές. Σ’ αυτό το αποτέλεσμα αποβλέπει τόσο η επιβολή μεγάλων φόρων, η απορρόφηση των περιουσιών των πολιτών, όσο και η κατασκευή μεγάλων έργων που εξαντλούν τα δημόσια οικονομικά….»

*Ο Ευριπίδης Στ. Στυλιανίδης είναι Επίκουρος Καθηγητής Νομικής του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, Βουλευτής Ροδόπης, πρώην Υπουργός και εκπροσώπος της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα «Εστία»