Η κυβέρνηση της Τουρκίας εξετάζει το ενδεχόμενο νέων στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Συρία μετά την μείωση των εκλογικών ποσοστών στις δημοσκοπήσεις, τόνισε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Γιασάρ Γιακίς.
Οι στρατιωτικές εισβολές, όσο άστοχες κι αν είναι, θα έχουν ως στόχο στην εξασφάλιση της στήριξης των εθνικιστών ψηφοφόρων ενόψει των εκλογών, που έχουν προγραμματιστεί για το 2023, σημείωσε ο Γιακίς σε άρθρο του στην ιστοσελίδα «Arab News».
Αναλυτικά το άρθρο του πρώην ΥΠΕΞ της Τουρκίας:
Τα φιλοκυβερνητικά τουρκικά μέσα ενημέρωσης την περασμένη εβδομάδα ανέφεραν ότι βρίσκονται σε εξέλιξη προετοιμασίες για μια νέα σειρά στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Συρία. Παράλληλα τον περασμένο μήνα η κυβέρνηση ζήτησε, και φυσικά την πήρε, εξουσιοδότηση από την τουρκική βουλή για να συνεχίσει να στέλνει στρατεύματα στο εξωτερικό.
Τα προηγούμενα χρόνια εξουσιοδοτήσεις για τέτοιες επιχειρήσεις δίνονταν για ένα χρόνο, αλλά αυτή τη φορά έγινε για περίοδο δύο ετών. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι η κυβέρνηση προβλέπει πιο δύσκολες στιγμές στο μέλλον, όταν η θητεία της ενδέχεται να μην ανανεωθεί ως αποτέλεσμα της μείωσης της δημόσιας υποστήριξης προς το κυβερνών κόμμα.
Η Τουρκία έχει ήδη ισχυρή στρατιωτική παρουσία σε τέσσερις περιοχές εντός της Συρίας: Στη βορειοδυτική επαρχία Αφρίν, ως αποτέλεσμα της Επιχείρησης «Κλαδί Ελιάς», την περιοχή της Επιχείρησης Ασπίδα του Ευφράτη στο Aλ Μπαμπ, στη περιοχή στα ανατολικά του ποταμού Ευφράτη. που καταλήφθηκε στην Επιχείρηση «Πηγή Ειρήνης» και πολλά παρατηρητήρια στο Ιντλίμπ. Τώρα έχει «βάλει στο μάτι» τρεις ακόμη περιοχές: τη Μανμπίτζ και το Τελ Ριφάατ στο Χαλέπι και πρόσβαση σε ακόμα μεγαλύτερα εδάφη στα ανατολικά του Ευφράτη.
Αν και η Τουρκία συνεχίζει να παρακολουθεί τη Μανμπιζ, υπάρχουν τέσσερα μέρη που δεν θα χαρούν καθόλου αν δουν αυτή την πόλη να περνάει σε τουρκικά χέρια. Συγκεκριμένα οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η συριακή κυβέρνηση και οι Κούρδοι. Μετά την κατάρρευση της αντίστασης του Daesh στο Μανμπιζ το 2016, η Τουρκία ζήτησε επίμονα από τις ΗΠΑ να εκδιώξουν τους Κούρδους μαχητές από την πόλη. Η Ουάσιγκτον υποσχέθηκε πολλές φορές να ανταποκριθεί στο αίτημα της Τουρκίας, αλλά απέτυχε επειδή τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην εκδίωξη του Daesh από την πόλη τον είχαν οι Κούρδοι μαχητές των Μονάδων Προστασίας του Λαού (YPG), που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), και οι ΗΠΑ δεν ήθελαν να έρθουν σε αντιπαράθεση μαζί τους. Η Τουρκία απείλησε να χτυπήσει τους Κούρδους μαχητές τον Μάρτιο του 2018, αλλά συγκρατήθηκε λόγω των αντιδράσεων τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ρωσίας.
Η δεύτερη περιοχή όπου η Τουρκία θέλει να επεκτείνει τον έλεγχό της είναι το Τελ Ριφάατ, το οποίο επίσης ελέγχεται από τους Κούρδους μαχητές των SDF. Την περασμένη εβδομάδα Παρασκευή, τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης δημοσίευσαν μια λεπτομερή αναφορά σχετικά με τις νάρκες κατά των αρμάτων και κατά προσωπικού που τοποθετήθηκαν από μαχητές των SDF στις πιθανές διαδρομές που θα ακολουθήσει ο τουρκικός στρατός.
Η τρίτη περιοχή είναι ο διάδρομος κατά μήκος των τουρκοσυριακών συνόρων ανατολικά του Ευφράτη. Η Τουρκία σχεδίαζε αρχικά να καταλάβει έναν διάδρομο πλάτους 40 χιλιομέτρων, από το Τελ Αμπιάντ μέχρι τα σύνορα με το Ιράκ, αλλά συνάντησε σκληρές αντιδράσεις από όλες τις πλευρές. Η συριακή κυβέρνηση είπε ότι θα πολεμήσει τον τουρκικό στρατό, το ΝΑΤΟ προσφέρθηκε να περιπολεί τα σύνορα, ενώ ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έστειλε μια επιστολή στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ,όπου χρησιμοποιώντας πρωτοφανείς εκφράσεις για επίσημη αλληλογραφία μεταξύ αρχηγών κρατών, του έγραψε χαρακτηριστικά: «μην είσαι ανόητος».
Τελικά, ο Ερντογάν και ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν συμφώνησαν τον Οκτώβριο του 2019 να δημιουργήσουν μια ασφαλή περιοχή πλάτους 30 χιλιομέτρων μεταξύ Τελ Αμπιάντ και Ρας Αλ-Αΐν, που θα περιπολείται από Σύριους και Ρώσους στρατιώτες. Το υπόλοιπο του διαδρόμου επρόκειτο να μειωθεί σε 10 χιλιόμετρα όπου περιπολούσαν από κοινού Τούρκοι και Ρώσοι στρατιώτες. Αυτή η συμφωνία λίγο ως πολύ λειτούργησε ικανοποιητικά, αλλά η Τουρκία θέλει τώρα να καταλάβει δύο ακόμη στρατηγικά σημαντικά σημεία, το Άιν Ισσα και το Τελ Ταμρ, πιο νότια, όπου οι Κούρδοι μαχητές των SDF ελέγχουν τις πετρελαιοπηγές.
Παρά τις πολεμικές προετοιμασίες που γίνονται, υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι μια τέτοια στρατιωτική επιχείρηση μπορεί να μην είναι επικείμενη. Ένας λόγος είναι οι ταραχώδεις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ. Ο Ερντογάν την περασμένη εβδομάδα είχε συνάντηση με τον Αμερικανό ομόλογό του Τζο Μπάιντεν στο περιθώριο της συνόδου κορυφής της G20 στη Ρώμη. Οι δύο ηγέτες απαρίθμησαν τις εκκρεμότητες μεταξύ τους χωρίς να προσπαθούν απαραίτητα να τα διευθετήσουν. Το μόνο συγκεκριμένο αποτέλεσμα της συνάντησης ήταν η συγκρότηση κοινού μηχανισμού για τη συζήτηση των εκκρεμών θεμάτων σε τεχνικό επίπεδο.
Κατά την επιστροφή του από τη σύνοδο κορυφής, ο Ερντογάν χρησιμοποίησε μια μετριοπαθή αφήγηση στην ενημέρωσή του με τους δημοσιογράφους, που υποδηλώνει ότι θέλει να αποφύγει μια αντιπαράθεση με την Ουάσιγκτον, είτε στη Συρία είτε οπουδήποτε αλλού. Επιπλέον, οι ΗΠΑ πιέζουν έντονα την Τουρκία να απενεργοποιήσει το σύστημα αεράμυνας S-400 που αγόρασε από τη Ρωσία. Η ΕΕ πιέζει επίσης την Άγκυρα στα ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου.
Ένας άλλος λόγος που αξίζει να σημειωθεί είναι η στάση της συριακής κυβέρνησης. Η Δαμασκός οδεύει προς την εκ νέου κατάληψη της έδρας της στον Αραβικό Σύνδεσμο. Υπήρξε επίσης ένα «ξεπάγωμα» των σχέσεων της με τις χώρες του Κόλπου, ενώ και η διεθνής κοινότητα συμφώνησε με την ιδέα της συνέχισης της προεδρίας του Μπασάρ Άσαντ.
Εάν η τουρκική κυβέρνηση πραγματοποιήσει μία ή περισσότερες από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις που φαίνεται να έχουν σχεδιαστεί, πιθανότατα να το κάνει γιατί θέλει να κερδίσει τους ψήφους των εθνικιστών ψηφοφόρων ενόψει των επόμενων εκλογών, οι οποίες είναι προγραμματισμένες για το 2023. Οι κυβερνήσεις μερικές φορές λαμβάνουν αποφάσεις που μπορεί να συμβάλλουν στην πολιτική τους επιβίωση αλλά είναι αντίθετες με τα εθνικά συμφέροντα του λαού τους.