Το θέμα της επιστροφής των κειμηλίων των μοναστηριών της Βορείου Ελλάδος έθεσε και επίσημα στον αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκης Επιτροπής κ. Μαργαρίτη Σχοινά ο μητροπολίτης Σερρών κ.Θεολόγος.
Στη συνάντηση που είχαν μετά την ανακήρυξη του κ.Σκοινά ως επίτιμου δημότη της πόλης των Σερρών ο κ. Θεολόγος του επέδωσε σχετικό υπόμνημα, για το θέμα της επιστροφής των κλαπέντων ιερών κειμηλίων της Εκκλησίας των Σερρών.
«Είναι επάναγκες να εξετασθεί με την δέουσα προσοχή και ευαισθησία, με βάση τις διεθνείς συνθήκες και τους κανόνες δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, το ζήτημα της επιστροφής των βιαίως αφαιρεθέντων μητροπολιτικών και μοναστηριακών κειμηλίων, υπό της γείτονος χώρας Βουλγαρίας, στους χώρους που ανήκουν. Η Ελλάδα τείνει χείρα ειλικρινούς φιλίας και συνεργασίας προς τον φίλο, ομόδοξο λαό της Βουλγαρίας, με τον οποίο μοιράζεται τα ίδια οράματα στον κοινό Ευρωπαϊκό οίκο μας. Παρακαλούμεν, όπως, έχωμεν την υψηλήν συναντίληψίν Σας στον δίκαιον αυτόν αγώνα, της Σερραϊκής Εκκλησίας και συνόλης της κοινωνίας. Το αίτημα της επιστροφής των εκκλησιαστικών κειμηλίων, ως έργον δικαιοσύνης και ιστορικής αληθείας, είναι πάντα επίκαιρον!», ανέφερε μεταξύ άλλων ο Σεβ. κ. Θεολόγος.
Το θέμα των κλεμμένων κειμηλίων το τελευταίο διάστημα απασχολεί ιδιαίτερα τις μητροπόλεις Σερρών και Δράμας.
Πριν από 106 χρόνια ο βουλγαρικός Στρατός σύλησε τα μοναστήρια στη Βόρεια Ελλάδα. Οι Βούλγαροι κινήθηκαν βάσει σχεδίου, εστιάζοντας κυρίως στις ιστορικές μονές Εικοσιφοινίσσης στη Δράμα και Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες. Τότε είχαν αρπάξει σπάνια χειρόγραφα και κειμήλια, τα οποία σήμερα φυλάσσονται σε πυρηνικό καταφύγιο στη Σόφια, που ανήκει στο Ίδρυμα Σλαβοβυζαντινών Μελετών «Ιβάν Ντούιτσεφ» (χειρόγραφα) και στο εθνολογικό μουσείο της Σόφιας (κειμήλια). Από το 1975 και μετά, η ελληνική πλευρά άρχισε να αναζητά τρόπους να τα φέρει στην Ελλάδα, για να φτάσουμε σήμερα οι δήμοι της περιοχής, οι μονές και οι μητροπόλεις, αλλά και επιστήμονες κυρίως από τις Σέρρες να έχουν κάνει αρκετά βήματα, με τους Βούλγαρους αυτήν τη φορά να μην ισχυρίζονται ότι «δεν γνωρίζουν κάτι», αλλά να είναι διατεθειμένοι να ανταλλάξουν τα κλεμμένα χειρόγραφα και τα κειμήλια με τα οστά του βασιλιά τους Συμεών που βρίσκονται στο Βυζαντινό Μουσείο της Θεσσαλονίκης – οστά τα οποία είχαν ανακαλύψει σε ανασκαφές που είχαν γίνει στον Άγιο Αχίλλειο στις Πρέσπες.
Πλέον, όλοι εκτιμούν ότι οι συνθήκες είναι ώριμες για οριστική λύση και επιστροφή των χειρογράφων και των κειμηλίων, έχουν γίνει δεκάδες παρεμβάσεις από την Ελλάδα αλλά και το Φανάρι χωρίς αποτέλεσμα.
Κατά την πρώτη δεκαετία του 1900 οι Βούλγαροι, σε μια προσπάθεια να αποδείξουν ότι η Μακεδονία είναι δικό τους έδαφος, έστειλαν βάσει σχεδίου στα πατριαρχικά-σταυροπηγιακά μοναστήρια τον φερόμενο ως βυζαντινολόγο Αυστριακό Βλαδίμηρο Σις, ο οποίος κινούνταν με τσεχικό διαβατήριο και κατάφερε να συγκεντρώσει πολλά στοιχεία για τους θησαυρούς που βρίσκονταν στις Μονές Τιμίου Προδρόμου και Εικοσιφοινίσσης.
Το 1916 Βούλγαροι στρατιώτες άρπαξαν σπάνια χειρόγραφα και κειμήλια, τα οποία μετέφεραν στη Σόφια. Είναι χαρακτηριστική η αφήγηση μοναχών της Εικοσιφοινίσσης σύμφωνα με την οποία οι Βούλγαροι φόρτωσαν τους θησαυρούς σε 18 μουλάρια!
Με την υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγύ, οι Βούλγαροι υποσχέθηκαν να τα επιστρέψουν. Τότε τους επισκέφτηκε ως απεσταλμένος της ελληνικής κυβέρνησης ο καθηγητής Γεώργιος Σωτηρίου, στον οποίο έδωσαν μέσα σε κιβώτια χειρόγραφα και κειμήλια που μεταφέρθηκαν στην Αθήνα. Ο κύριος όγκος, ωστόσο, έμεινε σε βουλγαρικά χέρια. Και, αντί οι Βούλγαροι να φροντίσουν να επιστρέψουν και τα υπόλοιπα, κατά τη γερμανική Κατοχή σύλησαν για ακόμα μία φορά μονές και ναούς της περιοχής.