Μεγάλες αλλαγές στην παγκόσμια σκηνή και στην Ευρώπη βρίσκονται σε εξέλιξη και η χώρα μας θα πρέπει να πάρει σοβαρά υπόψη : «Γερμανία χωρίς τη Μέρκελ, Τουρκία χωρίς Ερντογάν»,γράφει η γερμανική εφημερίδα Die Zeit, τονίζοντας ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά το τέλος εποχής για τους δύο από τους μακροβιότερους στον κόσμο: «Η Μέρκελ καγκελάριος της Γερμανίας από το 2005,αποσύρεται από την πολιτική και ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν βρίσκεται στην πιο δύσκολη φάση της θητείας του ,καθώς όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι έχει μείνει πολύ πίσω από τους πιθανούς υποψήφιους αντιπάλους του και θα αποχωρήσει από το Παλάτι του στις επόμενες εκλογές, αν διεξαχθούν φυσικά, με δημοκρατικό τρόπο».
Στη Γερμανία, θεωρείται πλέον σίγουρο ότι οι Πράσινοι θα μετάσχουν στην νέα κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου και ενδεχομένως να ελέγχουν και την καγκελαρία. «Οι Πράσινοι είναι ένα από τα κόμματα που επικρίνουν πολύ έντονα την ανοχή του Βερολίνου απέναντι στην Τουρκία.
Ο Πράσινος βουλευτής Τζεμ Οζντεμίρ καλεί συνεχώς τη γερμανική κυβέρνηση να βάλει τέλος στην πολιτική κατευνασμού του Ερντογάν και να πάρει σαφή θέση σε θέματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου και η ελευθερία του Τύπου στην Τουρκία. Οι Πράσινοι λένε μάλιστα ότι μόλις ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου, η στάση του Βερολίνου απέναντι στην Άγκυρα θα αλλάξει», τονίζει η Die Zeit.
Στην Τουρκία επίσης ,οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι ο Ερντογάν θα αναγκαστεί να προκηρύξει εκλογές το αργότερο τον επόμενο χρόνο , καθώς η οικονομία βουλιάζει ημέρα με την ημέρα όλο και περισσότερο. Ο Τούρκος πρόεδρος έχει χάσει επίσης δια παντός τον ένθερμο σύμμαχό του, Ντόναλντ Τραμπ στην άλλη ακτή του Ατλαντικού, ενώ ο νέος πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δείχνει ότι θέλει φυσικά την Τουρκία ως στρατηγικό εταίρο, αλλά χωρίς τον Ερντογάν.
«Τα πρώτα δείγματα της σχέσης Ερντογάν-Μπάιντεν ήταν εκρηκτικά και τώρα ο Τούρκος πρόεδρος αναμένεται να χάσει μια σημαντική υποστήριξη στην Ευρώπη μετά την αποχώρηση της Μέρκελ - και να βιώσει παρόμοιες εντάσεις με τη νέα γερμανική κυβέρνηση», εκτιμά η Die Zeit . Η γερμανική εφημερίδα προειδοποιεί πάντως ότι ο Ερντογάν δεν θα μείνει άπραγος και «θα μπορούσε να μεταφέρει στο …εξωτερικό ,την πολιτική κρίση , που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό της Τουρκίας».
Η «μεταμόρφωση» της Λε Πεν
Την ίδια ώρα στη Γαλλία, μια «μεταμορφωμένη» Μαρίν Λε Πεν, έχοντας εγκαταλείψει πολλά από τα ακροδεξιά της χαρακτηριστικά, εμφανίζεται έτοιμη να διαδεχτεί τον Εμμανουέλ Μακρόν στην προεδρία, καθώς ένα ισχυρό τμήμα της γαλλικής ελίτ, αλλά και της κοινωνίας φαίνεται πρόθυμο να δοκιμάσει και αυτή τη λύση .
«Η Μαρίν Λε Πεν δεν απέχει πολύ από το να γίνει η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της Γαλλίας», εκτιμά το γερμανικό δίκτυο N-tv και εξηγεί: «Η Λε Πεν έχει αποτοξινώσει τον εαυτό της και το κόμμα της – τουλάχιστον εξωτερικά -δεν θέτει πλέον ζήτημα εξόδου της Γαλλίας από το ευρώ και υποστηρίζει μια «Ευρώπη των λαών». Αν και επιμένει στην απαγόρευση της μετανάστευσης ,η Μαρίν Λε Πεν τονίζει τώρα ότι οι «καλά αφομοιωμένοι» Μουσουλμάνοι μπορούν να αποτελέσουν τμήμα της Γαλλίας», σημειώνει το Γερμανικό δίκτυο.
Πριν από τέσσερα χρόνια, ο Μακρόν μπόρεσε να βασιστεί σε ένα πανεθνικό τείχος προστασίας ενάντια στην άκρα δεξιά – στο λεγόμενο "δημοκρατικό μέτωπο" – για να νικήσει την Μαρίν Λε Πέν στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Αλλά ,σήμερα αυτό το «δημοκρατικό τείχος» δεν υπάρχει καθώς η κεντροαριστερά κατηγορεί τον Γάλλο πρόεδρο άκρατο νεοφιλελευθερισμό και η κεντροδεξιά τον αποστρέφεται καθώς της στέρησε πολλούς οπαδούς.
Αλλωστε, η πανδημία και η κάκιστη αντιμετώπισή της από τον Μακρόν ,έχει ανατρέψει πολλά θέσφατα και στη Γαλλία. «Η πολιτική πραγματικότητα διαφέρει πολύ από το 2017 οι Σοσιαλιστές είναι κλινικά νεκροί, οι Κεντροδεξιοί είναι απελπιστικά διχασμένοι - και η Αριστερά εξακολουθεί να είναι τόσο ιδεοληπτική ώστε να μην έχει καμία ευκαιρία» ,σημειώνει το N-tv.
Ενδεχόμενη νίκη της Μαρίν Λε Πεν στη Γαλλία ,θα υπονομεύσει βέβαια τον παραδοσιακό Γαλλο-γερμανικό άξονα, που καθόρισε τις μεταπολεμικές εξελίξεις στη Γηραιά ήπειρο.
Νέος άξονας Βερολίνου -Ρώμης;
Με τους Πράσινους να παίζουν σημαντικό ρόλο στην νέα γερμανική κυβέρνηση, δεν αποκλείεται να δούμε να διαμορφώνεται ένας νέος άξονας: Βερολίνου-Ρώμης, λόγω της παρουσίας του Μάριο Ντράγκι στην ιταλική πρωθυπουργία. Τόσο οι Γερμανοί Πράσινοι όσο και ο Μάριο Ντράγκι έχουν πολλά σημεία που τους ενώνουν και κυρίως τη βούλησή τους να ακολουθήσουν την κεϋνσιανική πολιτική του Αμερικανού προέδρου Μπάιντεν στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με ανάλυση του αμερικανικού Ινστιτούτου «Center for American Progress ,ο Μάριο Ντράγκι αποτελεί «μια τεράστια ευκαιρία για τον Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να προωθήσει την ατζέντα του και στον οικονομικό τομέα στην Ευρωπαϊκή Ενωση» .
Με την ανάδειξη των Γερμανών Πρασίνων σε ρυθμιστικό παράγοντα στην Καγκελαρία ,ο Ιταλός πρωθυπουργός θα μπορέσει πιο εύκολα να προωθήσει μια άλλη πολιτική στην ΕΕ, μακριά από την αποτυχημένη και καταστροφική συνταγή της λιτότητας του διδύμου Μέρκελ-Σόιμπλε. «Ο Ντράγκι θέλει να υιοθετήσει η Ευρώπη μια νέα πορεία , ενάντια τους νεοφιλελεύθερους ιδεολόγους που επιδιώκουν την επιστροφή της ΕΕ στους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες που έφεραν την οικονομική καταστροφή. Και αυτό δεν πρόκειται για μια αυστηρά ευρωπαϊκή συζήτηση.
Η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο δεύτερος μεγαλύτερος εισαγωγέας αμερικανικών προϊόντων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ αντιπροσωπεύουν το ήμισυ της οικονομικής παραγωγής στον κόσμο, και μια ισχυρή ευρωπαϊκή οικονομία σημαίνει μεγαλύτερη αγορά αμερικανικών προϊόντων. Οπως λοιπόν ο Πρόεδρος Μπάιντεν πιέζει για τολμηρά μέτρα και μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών, πρέπει να ενθαρρύνει την Ευρώπη να κάνει το ίδιο ,με στόχο τη διαμόρφωση ενός διατλαντικού σχεδίου οικονομικής ανάκαμψης» τονίζεται στην ανάλυση του Center for American Progress
15% παγκόσμιος φόρος στις πολυεθνικές
Στον Αμερικανό πρόεδρο Μπάιντεν πρέπει να πιστωθεί άλλωστε και η ιστορική συμφωνία των υπουργών Οικονομικών των χωρών της G7 για τη θέσπιση ενός παγκόσμιου ελάχιστου φορολογικού συντελεστή 15% στα κέρδη των πολυεθνικών κολοσσών.
Ο Μπάιντεν είχε προτείνει ο ελάχιστος φόρος να είναι 21%, θέλοντας και με το «εργαλείο» αυτό να χρηματοδοτήσει το φιλόδοξο πρόγραμμά του για την παραγωγική ανασυγκρότηση και την ενίσχυση της απασχόλησης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τελικά, υιοθετήθηκε μια συμβιβαστική λύση στο 15%, στη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών των Επτά πλουσιότερων χωρών του κόσμου στο Λονδίνο στις 4 και 5 Ιουνίου.
Ο στόχος είναι η καταπολέμηση των φορολογικών παραδείσων ,καθώς θα αποθαρρύνονται οι πολυεθνικές να μεταφέρουν τα κέρδη τους σε χώρες με χαμηλό φόρο, ανεξάρτητα από το πού πραγματοποιούνται οι πωλήσεις τους. Η συμφωνία πλήττει κυρίως του Γίγαντες του διαδικτύου -τις λεγόμενες GAFAM ( Google, Amazon, Facebook,Apple και Microsoft) , που έχουν καταφέρει μέχρι τώρα να μην καταβάλουν φόρους.
«Οι πιθανότητες μιας παγκόσμιας συμφωνίας έχουν αυξηθεί πολύ. Τώρα πρέπει να κάνουμε το τελευταίο βήμα για να επεκτείνουμε αυτήν τη συναίνεση σε όλα τα μέλη της G20 και σε όλες τις χώρες που συμμετέχουν στον ΟΟΣΑ », δήλωσε ο επίτροπος Οικονομίας της ΕΕ , Πάολο Τζεντιλόνι.
Οπως λέει ο διάσημος Κολομβιανός οικονομολόγος Χοσέ Αντόνιο Οκάμπο στην Le Monde, « ενώ μέχρι τώρα, η ιστορία μας είχε διδάξει να μην έχουμε πάρα πολλές προσδοκίες από τον εκάστοτε νέο ένοικο του Λευκού Οίκου, θα πρέπει σήμερα να χειροκροτήσουμε και με τα δύο χέρια τις πρωτοβουλίες της νέας αμερικανικής κυβέρνησης, όπως, και την πρόταση Μπάιντεν να αρθούν οι πατέντες πνευματικής ιδιοκτησίας στα εμβόλια κατά του Covid-19, ώστε να μπορούν να παραχθούν σε διάφορες χώρες».
Η συμφωνία των υπουργών Οικονομικών του G7 είναι βέβαια ένα πρώτο βήμα, καθώς τις επόμενες εβδομάδες θα συζητηθεί και στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), αλλά και στη συνάντηση του G20, στην οποία θα μετάσχουν επίσης οι εκπρόσωποι της Ινδίας, της Βραζιλίας και της Κίνας.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, κερδίζει έδαφος η πρωτοβουλία Μπάιντεν να αντικατασταθεί επιτέλους το καταστροφικό δόγμα των “Reaganomics” – της νεοφιλελεύθερης πολιτικής του μακαρίτη Ρόναλντ Ρέιγκαν που κυριάρχησε από τη δεκαετία του `80 και στην Ευρώπη με τη συνταγή του Θατσερισμού. Οι πολιτικές ελίτ αρχίζουν να κατανοούν ότι είναι ανάγκη για το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα να περιοριστούν οι κοινωνικές ανισότητες. Όχι από φιλανθρωπική διάθεση φυσικά, αλλά για να μην ακολουθήσει μια κοινωνική έκρηξη με απρόβλεπτες συνέπειες για το ίδιο το σύστημα…
ΠΗΓΗ:: Εφημερίδα «Δημοκρατία»