Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα μοναστήρια της Λάκκας Σούλι, τέσσερα χιλιόμετρα από τον δρόμο που οδηγεί στα Δερβίζιανα ,στην Αχλαδέα. Το χωριό λέγεται και Τόσκεσι προφανώς γιατί εδώ εγκαταστάθηκαν Χριστιανοί Τόσκηδες από την Αλβανία.
Το καθολικό της μονής κτίστηκε περί τα μέσα του 18 αιώνα. Κατά τον λαογράφο Σπύρο Μαρκόπουλου το κτίσιμο της μονής στην ουσία άρχισε το 1714.Τότε οι πιστοί της περιοχής έβλεπαν ένα φως μα καίει μέσα στα βάτα: "Κάθε βράδι μέσα στο σκοτάδι, λαμπύριζε από μακριά η καιόμενη βάτος. Πέρασαν χρόνια και η καιόμενη βάτος δεν έσβηνε.
Έμενε και τραβούσε τα μάτια των μακρινών τσοπαναραίων, των περαστικών. Σιγά- σιγά η καιόμενη βάτος έγινε τόπος λατρείας των κατοίκων που έμεναν στις γύρω ράχες, στα υψώματα και τις πλαγιές. Ύστερα από συζητήσεις που ακολούθησαν μεταξύ των κατοίκων και των κληρικών για το γεγονός της καιομένης βάτου, αποφασίστηκε να κτιστεί εκκλησία στο μέρος αυτό".
Το καθολικό της μονής με τον τρούλο του είναι από τα πιο εντυπωσιακά έργα ,ενώ ξεχωρίζουν οι τοιχογραφίες και το τέμπλο. Ο χώρος που έχει κτιστεί είναι μοναδικής φυσικής ομορφιάς δίπλα στον Λακιώτικο Αχέροντα στις πρόποδες του Τόμαρου.
Όπως και σε πολλά μοναστήρια της Ηπείρου στο "σιάδι" της μονής γίνονταν κάθε είδους εκδηλώσεις , με αποκορύφωμα το μεγάλο πανηγύρι στις 15 Αυγούστου. Ο Σπ.Μαρκόπουλος γράφει: "Δύο τακίμια από οργανοπαίχτες, τραγουδιστές, ντέφια, βιολιά, κλαρίνα, λαούτα έρχονταν και δούλευσαν στο πανηγύρι....
Μετά την ακολουθία του εσπερινού άρχιζαν τα όργανα .Έκαναν την πρώτη εισήγηση με τραγούδια κλέφτικα, μοιρολόγια, βλάχικα. Άλλοι καθισμένοι και όρθιοι γύρω-γύρω στα πρόχειρα από χοντροκομμένους κορμούς δέντρων, φτιαγμένα τραπέζια πίνανε με τα ρακοπότηρα ρακί, τρώγανε μεζέδες ψητό κοκορέτσι, σπληνάντερο όλα στα κάρνα ψημένα νόστιμα και καλά".
Στο μοναστήρι αυτό η παράδοση θέλει να γίνονται και θαύματα. Εδώ, σύμφωνα με τον Μαρκόπουλο θεραπεύονταν οι δαιμονισμένοι τους οποίους οι μοναχοί έδεναν στο κούτσουρο της παναγιάς: "Στο Κατηχουμενείο, το σημερινό γυναικωνίτη του ναού, οι μοναχοί έχουν εγκαταστήσει ένα ξύλο χοντρό, μια γρεντιά, από καρδιά φτελιάς, βαρύ μήκο ς 2,75 μέτρα και πάχος 35 εκατοστά, με χοντρές αλυσίδες "μπράγκες".
Το ξύλο αυτό φτιαγμένο με τσεκούρι χοντροπελεκημένο , σχισμένο οριζόντια από σαρτζήδες σώζεται με την ονομασία "κούτσουρο της Παναϊας". Φέρει οκτώ τρύπες στρογγυλές με διάμετρο 8 και 10 πόντους .Δυο-δυό κατά σειρά. Τέσσερις για χέρια και τέσσερις για πόδια.
Σ΄αυτό δένανε χειροπόδαρα τον δυστυχισμένο άρρωστο, τον τρελλό, τον δαιμονισμένο που έπασχε από νευρασθένεια. Στις δύο τρύπες της μεγαλύτερες βάζανε τα πόδια. Στις άλλες δύο μικρότερες βάζανε τα δύο χέρια και τα δένανε με τις χοντρές αλυσίδες της μπράγκες. Κλείδωνε καλά μέσα στις τρύπες τα πόδια χωμένα λίγο πάνω από τον αστράγαλο. Δεν άνοιγε και ήταν βαρειά, δεν μπορούσε να το σηκώσει ο ζουρλός! Έτσι βασανισμένος ο άρρωστος, δεμένος από τα χέρια η τα πόδια στο βαρύ κούτσουρο έμενε ξαπλωμένος στο δάπεδο με τα χοντρολίθαρα στρώμα μ΄ενα σάισμα για σκέπασμα νύχτα και μέρα. Από κει βγήκε και η κατάρα "να σε δω στο κούτσουρο δεμένο".
Συγγενείς και μοναχοί δίνανε στον άρρωστο νερό , φαί να φάει και τον λύνανε κατά διαστήματα να εκτελεί τις σωματικές του ανάγκες. Αν ήταν σοβαρά και δεν επιδέχονταν λύσιμο, τον αφήνανε δεμένο τον ταϊζανε και του σκουπίζανε τις μαγαρισιές.
Μέρα παρά μέρα , γεροδύναμοι μοναχοί και συγγενείς πηγαίνανε τον άρρωστο μπροστά στην εικόνα της Παναγίας για προσευχή. Αυτό συνεχίζονταν μία βδομάδα, δέκα πέντε μέρες, ένα μήνα μήνα ,σαράντα μέρες ώσπου εγένετο καλά ο τρελός και πήγαινε σπίτι του".