Αλλαγές στο μεταναστευτικό και στην ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου φέρνει το σχέδιο, στο οποίο κατέληξε η γερμανική κυβέρνηση και το οποίο προτίθεται να προτείνει η γερμανική Προεδρία της ΕΕ.
Το έγγραφο επί του οποίου υπήρξε συμφωνία μεταξύ των εταίρων του συνασπισμού (Χριστιανοδημοκρατών /CDU, Χριστιανοκοινωνιστών / CSU, Σοσιαλδημοκρατών /SPD) και περιήλθε σε γνώση του Γερμανικού Πρακτορείου Ειδήσεων (dpa) προβλέπει, μεταξύ άλλων, την «προκαταρκτική εξέταση» των αιτήσεων ασύλου στις χώρες εισόδου.
Με αυτόν τον τρόπο θα διευκρινίζεται γρήγορα εάν ένας πρόσφυγας/μετανάστης έχει ρεαλιστικές προοπτικές να αναγνωριστεί ως πολιτικά διωκόμενος ή πρόσφυγας και, σε περίπτωση θετικής προκαταρκτικής εξέτασης, οι εξετασθέντες θα πρέπει να κατανέμονται στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με μια κατά το δυνατόν δίκαιη διαδικασία. Αυτή η -αποκαλούμενη- αρχή της «δίκαιης κατανομής» θα βασίζεται στον πληθυσμό και την οικονομική ισχύ των μεμονωμένων χωρών.
Σημειώνεται πως, σύμφωνα με το μέχρι τώρα ισχύον σύστημα του Δουβλίνου, ο αιτών άσυλο πρέπει να υποβάλει την αίτησή του στην πρώτη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία καταγράφηκε. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο χώρες που βρίσκονται στα εξωτερικά σύνορα, όπως είναι η Ελλάδα και η Ιταλία, επιβαρύνονται ιδιαίτερα.
Το έγγραφο της γερμανικής κυβέρνησης προβλέπει επίσης ότι οι κοινωνικές παροχές για τους αιτούντες άσυλο θα παρέχονται αποκλειστικά και μόνο στη χώρα της ΕΕ που είναι αρμόδια για την αντίστοιχη διαδικασία ασύλου. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται να περιοριστεί η λεγόμενη δευτερεύουσα μετανάστευση, δηλαδή η μη ελεγχόμενη μετακίνηση των αιτούντων άσυλο από το ένα μέλος της ΕΕ στο άλλο. Έτσι, ουσιαστικά δεν θα μπορεί πλέον να είναι δυνατή η παράλληλη εξέταση της αίτησης ασύλου σε άλλο κράτος-μέλος.
Για την εφαρμογή αυτών των προτάσεων, ο Χριστιανοκοινωνιστής (CSU) υπουργός Εσωτερικών, Χορστ Ζέεχοφερ, σχεδιάζει να αξιοποιήσει τη γερμανική προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2020. «Η συμφωνία εντός της ομοσπονδιακής κυβέρνησης είναι σημαντική για τις συνομιλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο» δήλωσε σχετικά, ξεκαθαρίζοντας ότι προτίθεται να συνεχίσει να κάνει «ό,τι είναι δυνατόν, ώστε να μπορέσουμε τελικά να προχωρήσουμε και να βάλουμε ένα τέλος στη στασιμότητα της μεταναστευτικής πολιτικής».