Εορτολόγιο - Βίοι Αγίων: Οι Άγιοι των οποίων τη μνήμη τιμά σήμερα 6 Φεβρουαρίου η Εκκλησία μας, είναι: Όσιος Βουκόλος Επίσκοπος Σμύρνης, Άγιος Φώτιος ο Μέγας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Άγιος Ιουλιανός ὁ ἐν Ἐμέσῃ, Άγιοι Φαύστα, Ευϊλάσιος και Μάξιμος, Άγιοι Φαύστος, Βασίλειος και Σιλουανός, Όσιοι Βαρσανούφιος και Ιωάννης ο μαθητής του ο επικαλούμενος Προφήτης, Όσιος Ιωάννης ὁ ἐν Λυκῷ, Όσιος Ιάκωβος, Όσιος Μακάριος, Άγιοι Δωροθέα και Θεόφιλος οι Μάρτυρες εν Καισαρεία, Άγιος Άμανδος Επίσκοπος Μάαστριχτ, Άγιος Δαμασκηνός ο Ιερομάρτυρας ο Σιναΐτης, Άγιος Αρτέμιος ο Ιερομάρτυρας ο Σιναΐτης, Όσιος Αρσένιος ο εκ Γεωργίας, Άγιοι Θεόφιλος, Σατουρνίνος και Ρεβοκάτος.
Σήμερα δε, Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου γιορτάζουν όσοι Φώτηδες και Φωτεινές (Αγίου Φωτίου του Μεγάλου) δεν επέλεξαν να γιορτάζουν των Φώτων
Διαβάστε αναλυτικά τη ζωή των Αγίων των οποίων τη μνήμη τιμά σήμερα 6 Φεβρουαρίου η Εκκλησία μας:
Όσιος Βουκόλος Επίσκοπος Σμύρνης
Ο Όσιος Βουκόλος από νεαρή ηλικία έγινε κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος και μαθητής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, ο οποίος τον χειροτόνησε Επίσκοπο της Εκκλησίας της Σμύρνης.
Ο Άγιος διακόνησε την Εκκλησία με όλη την ευσυνειδησία, την θερμότητα και την αυταπάρνηση των μαρτυρικών εκείνων χρόνων. Υπήρξε πατέρας και ποιμένας για τους Χριστιανούς του στη διδασκαλία και την υπεράσπιση, όταν κινδύνευαν από τους διώκτες του Ευαγγελίου. Προς δε τα ειδωλολατρικά πλήθη συμπεριφερόταν με σύνεση και διάκριση, προσέχοντας να μην τα ερεθίσει αλλά και προσπαθώντας με θεία τέχνη και φωτισμό να ελκύει πολλούς από αυτά στην Χριστιανική πίστη.
Λίγο πριν αναχωρήσει από τον πρόσκαιρο αυτό βίο, ο Όσιος χειροτόνησε ως διάδοχό του τον Άγιο Ιερομάρτυρα Πολύκαρπο (τιμάται 23 Φεβρουαρίου) και μετά κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη.
Στο Συναξάρι του αναφέρεται ότι μόλις το ιερό λείψανο του Οσίου Βουκόλου ενταφιάσθηκε, με θαυματουργική ενέργεια του Θεού φύτρωσε στον τόπο της ταφής του ένα δένδρο το οποίο παρείχε ιάσεις στους πιστούς.
Άγιος Φώτιος ο Μέγας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ο Μέγας Φώτιος έζησε κατά τους χρόνους που βασίλευσαν οι αυτοκράτορες Μιχαήλ (842 - 867 μ.Χ.), υιός του Θεοφίλου, Βασίλειος Α' ο Μακεδών (867 - 886 μ.Χ.) και ο Λέων ΣΤ' ο Σοφός (886 - 912 μ.Χ.), υιός του Βασιλείου. Γεννήθηκε το 810 μ.Χ. (κατά άλλους το 820 μ.Χ.) στην Κωνσταντινούπολη από ευσεβή και επιφανή οικογένεια, που αγωνίσθηκε για την τιμή και προσκύνηση των ιερών εικόνων. Οι γονείς ήταν ο Άγιος Σέργιος (βλέπε 13 Μαΐου) και Ειρήνη και καταδιώχθηκαν επί του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (829 - 842 μ.Χ.). Ο Άγιος Σέργιος ήταν αδελφός του Πατριάρχου Ταρασίου (784 - 806 μ.Χ.) και περιπομπεύθηκε δέσμιος από το λαιμό ανά τις οδούς της Κωνσταντινουπόλεως, στερήθηκε την περιουσία του και εξορίσθηκε μετά της συζύγου του και των παιδιών του σε τόπο άνυδρο, όπου από τις ταλαιπωρίες πέθανε ως Ομολογητής.
Ο ιερός Φώτιος διέπρεψε πρώτα στα ανώτατα πολιτικά αξιώματα. Όταν με εντολή του αυτοκράτορα απομακρύνθηκε βιαίως από τον πατριαρχικό θρόνο ο Πατριάρχης Ιγνάτιος, ανήλθε σε αυτόν, το έτος 858 μ.Χ., ο ιερός Φώτιος, ο οποίος διακρινόταν για την αγιότητα του βίου του και την τεράστια μόρφωσή του. Η χειροτονία του εις Επίσκοπο έγινε την ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 858 μ.Χ. υπό των Επισκόπων Συρακουσών Γρηγορίου του Ασβεστά, Γορτύνης Βασιλείου και Απαμείας Ευλαμπίου. Προηγουμένως βέβαια εκάρη μοναχός και ακολούθως έλαβε κατά τάξη τους βαθμούς της ιεροσύνης.
Ο ιερός Φώτιος με συνοδικά γράμματα ανακοίνωσε, κατά τα καθιερωμένα, τα της εκλογής του στους Πατριάρχες της Ανατολής και τόνισε την αποκατάσταση της ειρήνης στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Αλλά πριν ακόμα προλάβει να την παγιώσει επήλθε ρήξη μεταξύ των ακραίων πολιτικών και των οπαδών του Πατριάρχη Ιγνατίου, των «Ιγνατιανών». Οι «Ιγνατιανοί» συγκεντρώθηκαν στο ναό της Αγίας Ειρήνης, αφόρισαν τον ιερό Φώτιο και ανακήρυξαν Πατριάρχη τον Ιγνάτιο. Ο Άγιος Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο στο ναό των Αγίων Αποστόλων για την αντιμετώπιση του ανακύψαντος ζητήματος. Η Σύνοδος καταδίκασε ως αντικανονικές τις ενέργειες των «Ιγνατιανών» και τόνισε ότι ο Ιγνάτιος, αφού παραιτήθηκε από τον θρόνο, δεν ήταν πλέον Πατριάρχης και ότι εάν διεκδικούσε και πάλι την επιστροφή του στον πατριαρχικό θρόνο, τότε αυτόματα θα υφίστατο την ποινή της καθαιρέσεως και του αφορισμού.
Ο μεγάλος αυτός πατέρας της Εκκλησίας ιερούργησε, ως άλλος Απόστολος Παύλος, το Ευαγγέλιο. Αγωνίσθηκε για την αναζωπύρωση της ιεραποστολικής συνειδήσεως, που περιφρουρεί την πνευματική ανεξαρτησία και αυτονομία των ορθοδόξων λαών από εισαγωγές εθίμων ξένων προς την ιδιοσυγκρασία τους, με σκοπό την αλλοίωση της ταυτότητος και της πνευματικής τους ζωής. Διότι γνώριζε ότι ο μέγιστος εχθρός ενός λαού είναι η απώλεια της αυτοσυνειδησίας του, η φθορά της πολιτισμικής του ιδιοπροσωπίας και η αλλοίωση του ήθους του. Ο ιερός Φώτιος γνώριζε την ιεραποστολική δραστηριότητα του ιερού Χρυσοστόμου, αφού αναφέρεται πολλές φορές στο έργο αυτό και μάλιστα επηρεάστηκε από αυτή στο θέμα της χρήσεως των επιτόπιων γλωσσών και των μοναχών ως ιεραποστόλων. Επί ημερών του εκχριστιανίσθηκε το έθνος των Βουλγάρων, το οποίο μυσταγώγησε προς την αμώμητη πίστη του Χριστού και το αναγέννησε με το λουτρό του θείου Βαπτίσματος.
Ο ιερός Φώτιος διεξήγαγε μεγάλους και επιτυχείς αγώνες υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως εναντίων των Μανιχαίων, των Εικονομάχων και άλλων αιρετικών και επανέφερε στους κόλπους της Καθολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας πολλούς από αυτούς.
«Ἅπαντα μὲν τὰ ἀνθρώπινα συγκαταρρεῖ τῷ χρόνῳ καὶ ἀφανίζεται. Ἀρετὴ δέ.... καὶ χρόνου καὶ παθῶν καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου περιγίνεται. Εἰ δὲ ἀκριβέστερον ἴδοις, τῷ χρόνῳ καὶ τῷ θανάτῳ μᾶλλον ἀναζὴ καὶ θάλλει καὶ τὸ οἰκεῖον κλέος καὶ τὴν εὐπρέπειαν, ἐναποσβεσθέντος αὐτοὶς τοῦ φθόνου, λαμπρότερον τὲ καὶ θαυμασιώτερον ἀναδείκνυται».
Ο λόγος αυτός, απόσταγμα της βαθιάς πίστεως και της κατά Θεόν σοφίας του Ισαποστόλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητού, «μυρίαις ἀρεταὶς ἐξανθήσαντος καὶ πάση γνώσει διαλάμψαντος», πληρέστατα εφαρμόζεται σε αυτόν τον ειπόντα, τον οποίο η αδιάφθορη συνείδηση της Εκκλησίας και του Γένους, ομολόγησαν αυτόν Άγιο και Ισαπόστολο «τοὶς οὐρανίοις ἀδύτοις ἀγκατοικιζόμενον», ως «ἀοίδιμον μὲν τοὶς διωγμοίς, δεδοξασμένον δὲ τοὶς θανάτοις».
Το θεολογικό του έργο δικαίωνε τους αγώνες της Εκκλησίας, βεβαίωνε την Ορθόδοξη πίστη και ενέπνεε την Εκκλησιαστική συνείδηση για την συνεχή εγρήγορση του όλου εκκλησιαστικού Σώματος. Υπό την έννοια αυτή η εκκλησιαστική συνείδηση διέκρινε στο πρόσωπό του τον υπέρμαχο της Ορθοδόξου πίστεως και τον εκφραστή του αυθεντικού φρονήματος της Εκκλησίας. Σε οιονδήποτε στάδιο του βίου και αν παρακολουθήσουμε τον ιερό Φώτιο, είτε στην βιβλιοθήκη, επιδιδόμενο σε μελέτες, είτε ως καθηγητή της φιλοσοφίας στο πρώτο Πανεπιστήμιο της Μεσαιωνικής Ευρώπης της Μαγναύρας σε μια εποχή που η Δύση ήταν ακόμη βυθισμένη στο τέλμα των σκοτεινών αιώνων, είτε υπουργούντα σε αξιώματα μεγάλα και περιφανή της Πολιτείας, είτε κοσμούντα τον αγιότατο Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, είτε εξασκούμενο στην ελεημοσύνη και τη φιλανθρωπία, είτε υφιστάμενο την παραγνώριση των ανθρώπων και τις σκληρές στερήσεις δύο εξοριών, παντού αναγνωρίζουμε τον μαχόμενο υπέρ της αληθούς Ορθοδόξου πίστεως, της «ἀποστολικῆς τὲ καὶ πατρικῆς παραδόσεως» και «τῆς προγονικῆς εὐσεβείας», η οποία αποτελεί και το περιεχόμενο της πατερικής διδασκαλίας αυτού. Γι' αυτό και ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Βασίλειος καταθέτοντας τη συνείδηση της Εκκλησίας περί της πρώιμης αγιοποιήσεως του μεγάλου Ιεράρχου, γράφει:
«Φώτιος γὰρ ἣν ὁ μακάριος, ὁ φωτὸς ἀκτίσι φερωνύμος τοῦ ὀνόματος πλήθει διδασκαλιῶν καταλάμψας τὰ πέρατα, ὁ ἐξ αὐτῶν σπαργάνων ἀφιερωθεῖς τῷ Χριστῷ, ὡς ὑπὲρ τῆς αὐτοῦ εἰκόνος δημεύσει καὶ ἐξορία, τούτοις δὴ τοὶς ἀθλητικοὶς ἐκ προοιμίου ἀγώσι συγκοινωνήσας τῷ γεννήτορι, οὐ καὶ ἡ ζωὴ θαυμαστὴ καὶ τὸ τέλος ἐπέραστον, ὑπὸ Θεοῦ τοὶς θαύμασι μαρτυρουμένη».
Η ζωντανή Ορθόδοξη πίστη, κατά τον ιερό Πατέρα, η πίστη της αληθείας, είναι η αρχή της Χριστιανικής μας υποστάσεως και επιβάλλει την συνεχή προσπάθεια για το «ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοὶς οὐρανοὶς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς», για την πραγμάτωση της «καινῆς κτίσεως», που επιτυγχάνεται με τη δυναμική γεφύρωση, σύνδεση και αλληλοπεριχώρηση του θείου και ανθρώπινου στοιχείου. Ο Χριστός ενώνει στο πρόσωπό Του τη θεία με την ανθρώπινη φύση. Αυτό σημαίνει ότι η θεότητα και η ανθρωπότητα έχουν εν Χριστώ ένα κοινό τρόπο υπάρξεως και αυτός ο τρόπος είναι η ενότητα, η αλληλοπεριχώρηση των προσώπων, η κοινωνία της αγάπης. Η ένωση της θείας με την ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του Χριστού δεν είναι μία αφηρημένη αρχή. Φανερώνεται σε εμάς, όπως φανερώνεται πάντοτε η φύση: μόνο ως τρόπος υπάρξεως, δηλαδή ως δυνατότητα ζωής. Είναι η δυνατότητα να ζήσουμε, να πληρωθεί η απύθμενη δίψα για ζωή που βασανίζει την ύπαρξή μας, να ζήσουμε όλες τις δυνατότητες της ζωής νικώντας την αναπηρία και τον θάνατο της τεμαχισμένης υπάρξεως. Αρκεί να αποδεχθεί ο άνθρωπος την αμαρτία και αποτυχία του και να ζήσει την κένωση του Χριστού, τη ζωή του Θεού.
Η αληθινή Χριστιανική ζωή είναι η γέφυρα που συνδέει τον ουρανό με την γη, η συνεχής πηδαλιούχηση του πορθμείου εκείνου, το οποίο, όπως λέγει ο ιερός Φώτιος, έρχεται από τον ουρανό και «διαπορθμεύει ἠμὶν τὴν ἐκεῖθεν ἀγαθοειδὴ καὶ θείαν εὐμένειαν» και Χάρη. Αυτό ακριβώς είναι το αληθινό ήθος της Ορθοδοξίας: η αναγέννηση, ένωση, μετοχή και κοινωνία με τον Χριστό διά του Αγίου Πνεύματος.
Το Ορθόδοξο, λοιπόν, ήθος, που είναι η κοινωνία του προσώπου με τον Θεό Πατέρα εν Χριστώ διά του Αγίου Πνεύματος και ο αγιασμός του όλου ανθρώπου στην οδό της θεώσεως αρχίζει να υπάρχει μόνο όταν έχουμε ως προϋπόθεση την ορθή πίστη, την ορθοδοξία. Γι' αυτό ουδέποτε ο Άγιος ανέχθηκε οποιαδήποτε παρασιώπηση ή παραφθορά της αλήθειας.
Γράφει χαρακτηριστικά ο ιερός Φώτιος προς τον Πάπα Νικόλαο: «τὰ οἰκουμενικαὶς καὶ κοιναὶς τυπωθέντα ψήφοις πάσι προσήκει φυλάττεσθαι». Διότι, διά της επιμελούς φυλάξεως της διδασκαλίας των Οικουμενικών Συνόδων, «πᾶσα καινοτομία καὶ αἵρεσις ἀπελαύνεται, τὸ δὲ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀκήρατον καὶ ἀρχαιοπαράδοτον φρόνημα ταὶς εὐσεβούντων ψυχαὶς εἰς ἀδίστακτον σεβασμιότητα καθιδρύνεται». Έτσι η μία γενεά, μετά φόβου Θεού, παραδίδει στην επερχόμενη τα της πίστεως πολύτιμα κεφάλαια που έλαβε, με πλήρη συναίσθηση ότι και η επερχόμενη θα διατηρήσει αλώβητη την πίστη. Σε μία ομιλία του ο Άγιος εξαίρει τη σπουδαιότητα της συνεχιζόμενης ανελλειπώς διαδοχής:
«Πρὸ τῆς ἑβδόμης Συνόδου, ἔσχε πρὸ ταύτης ἡ Πρώτη πολλῶν ἐν μέρει τᾶς πράξεις μιμήσασθαι. Ἡ Δευτέρα τὴν Πρώτην ὑπογραμμὸν καὶ τύπον ἐδέξατο, τῆς δὲ Τρίτης αὐτὴ μετὰ τὴν πρώτην ὑπῆρξε παράδειγμα, ναὶ δὴ καὶ Τετάρτην ταυταὶς ἐπλούτει μιμήσασθαι καὶ ταὶς ἐφεξῆς ὑπῆρχον αἳ προλαβούσαι διδάσκαλοι».
Η απαρίθμηση εδώ των Συνόδων δεν είναι συμπτωματική. Για τον Άγιο, τον της απλανούς γνώσεως κανόνα, το παρελθόν, η παράδοση, τα γενόμενα στο άγιο Σώμα της Εκκλησίας του Χριστού δεν αποτελούν απλά ιστορικά γεγονότα. Μάλλον αποτελούν υπόδειγμα, τύπο για το μέλλον του Κυριακού Σώματος. Γι' αυτό και δεν επιμένει μόνο στην ιστορική παράδοση ή μετάδοση, ούτε μόνο για τον κληρονομικό χαρακτήρα της διδασκαλίας, αλλά προ παντός για την πληρότητα της αλήθειας, για την ταυτότητα και την συνέχεια της καθολικής εμπειρίας της Εκκλησίας, για τη ζωή της μέσα στη χάρη, για το παρόν μέσα στο οποίο κατοικεί ήδη το μέλλον, για το μυστήριο της πίστεως.
Η ενότητα, η αγιότητα και η καθολικότητα της Εκκλησίας συμπληρώνονται και καταξιώνονται με την αποστολικότητά της. Στην αρχιερατική προσευχή του Ιησού ο αγιασμός και η καθολική ενότητα της Εκκλησίας συνδέονται άμεσα με την αποστολικότητα: «Ἶνα ὁ κόσμος πιστεύση, ὅτι Σὺ μὲ ἀπέστειλας». Έτσι η αποστολικότητα γίνεται οντολογικό γνώρισμα της Εκκλησίας, που εκφράζει και τα άλλα γνωρίσματά της. Η Εκκλησία είναι αποστολική, γιατί συνεχίζει την αποστολή του Χριστού και των Αποστόλων Του μέσα στον κόσμο. Ο ιστορικός σύνδεσμός της με τους Αποστόλους και η βεβαίωση του συνδέσμου αυτού με την αναγωγή των κατά τόπους Εκκλησιών και των Επισκόπων στους Αγίους Αποστόλους αποτελούν τα εξωτερικά τεκμήρια της αποστολικής ιδιότητας και διαδοχής. Το ηθικό δε αίτημα της αποστολικότητας της Εκκλησίας είναι η υποχρέωση για πιστότητα στην αποστολική παράδοσή της, η οποία εξασφαλίζει την ταυτότητα και ενότητα του ζώντος Σώματος. «Τοῦτο γὰρ τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, τοῦτο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὸ φρόνημα».
Αγωνιζόμενος ο Άγιος Φώτιος υπέρ «τῆς πίστεως ἠμῶν τῶν Χριστιανῶν...., τῆς ἀχράντου καὶ εἰλικρινοῦς λατρείας, καὶ τῶν περὶ αὐτὴν μυστηρίων», στην εγκύκλιο επιστολή του, το 867 μ.Χ., που απευθυνόταν προς τους κατά Ανατολάς Επισκόπους και Πατριάρχες, στρέφεται στην καταπολέμηση της αιρέσεως, «κατὰ πάσης αἱρέσεως», που αποτελεί την ενότητα και την ακεραιότητα της Ορθοδοξίας και συγχρόνως καλεί όλους να είναι άγρυπνοι εναντίων κάθε δυσέβειας. Ο Μέγας Φώτιος, γνωρίζοντας ότι κάθε εκτροπή από την αληθή πίστη έχει ως συνέπεια την έκπτωση από την πνευματικότητα, κατακρίνει «τὸ τῆς γνώμης ἠρρωστηκὸς καὶ ἀστήρικτον» και καταδικάζει, ως «ἁμαρτίαν πρὸς θάνατον», κάθε εκτροπή από την Ορθοδοξία και την «τῶν παραδοθέντων ἀθέτησιν» ή «καταφρόνησιν» από εκείνους που «κατὰ τῶν ἰδίων ποιμένων ὑπερήφανον ἀναλαμβάνουν φρόνημα, ἐκεῖθεν δὲ κατὰ τοῦ κοινοῦ Ποιμένος καὶ Δεσπότου παρατείνουν τὴν ἀπόνοιαν». Επί της βάσεως αυτής αντέκρουσε όχι μόνο τους εικονομάχους αλλά και τις παπικές αξιώσεις και το γερμανοφραγκικό δόγμα του filioque, το οποίο διασαλεύει την κοινωνία των αγιοπνευματικών προϋποθέσεων και ενεργειών και δεν έχει θέση μέσα στην κοινωνία του Σώματος της Εκκλησίας και της κοινότητος των αδελφών.
Γι' αυτό και η Σύνοδος, η οποία συνήλθε τον Ιούλιο ή Αύγουστο του 867 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, καθαίρεσε τον Πάπα Νικόλαο για τις αντικανονικές του ενέργειες, ενώ αποδοκίμασε τη διδασκαλία του filioque και τα ρωμαϊκά έθιμα. Μάλιστα η εγκύκλιος επιστολή του ιερού Φωτίου για τα θέματα αυτά, μετά τη συνοδική κατοχύρωση του περιεχομένου της, κατέστη ένα σταθερό πλέον κριτήριο για την αξιολόγηση των σχέσεων Ανατολής και Δύσεως.
Η δολοφονία του αυτοκράτορα Μιχαήλ του Γ', στις 24 Σεπτεμβρίου 867 μ.Χ., από τον Βασίλειο Α' τον Μακεδόνα, συνοδεύτηκε και με κρίση στην Εκκλησία. Ο νέος αυτοκράτορας τάχθηκε υπέρ της προσεγγίσεως Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης και αναζήτησε ερείσματα στοςυ «Ιγνατιανούς». Ο ιερός Φώτιος υπήρξε το θύμα αυτής της νέας πολιτικής σκοπιμότητας του αυτοκράτορα, ο οποίος εκθρόνισε τον Άγιο Φώτιο και αποκατέστησε στον θρόνο τον Πατριάρχη Ιγνάτιο, στις 23 Νοεμβρίου 867 μ.Χ. Η Σύνοδος του έτους 869 μ.Χ., που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, στο ναό της Αγίας Σοφίας, αναθεμάτισε τον Άγιο Φώτιο, όσοι δε Επίσκοποι χειροτονήθηκαν από αυτόν ή παρέμεναν πιστοί σε αυτόν καθαιρέθηκαν και όσοι από τους μοναχούς ή λαϊκούς παρέμειναν οπαδοί του αφορίσθηκαν. Ο ιερός Φώτιος καθ' όλη την διαδικασία και παρά την προκλητική στάση των αντιπροσώπων του Πάπα τήρησε σιγή, τους υπέδειξε να μετανοήσουν και αρνήθηκε να δεχθεί την αντικανονική ποινή. Στη συνέχεια εξορίστηκε και υποβλήθηκε σε ποικίλες και πολλαπλές στερήσεις και κακουχίες. Επακολούθησε βέβαια η συμφιλίωση των δύο Πατριαρχών, Φωτίου και Ιγνατίου, αλλά ο θάνατος του Ιγνατίου, στις 23 Οκτωβρίου του 877 μ.Χ., επέτρεψε την αποκατάσταση του ιερού Φωτίου στον πατριαρχικό θρόνο μέχρι το έτος 886 μ.Χ. κατά τον οποίο εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από το διαδεχθέντα τον αυτοκράτορα Βασίλειο δευτερότοκο υιό του Λέοντα ΣΤ' τον Σοφό.
Ο Άγιος Φώτιος κοιμήθηκε οσίως το έτος 891 μ.Χ. όντας εξόριστος στην ιερά μονή των Αρμενιανών, όπως άλλοτε ο θείος και ιερός Χρυσόστομος στα Κόμανα του Πόντου. Το ιερό και πάντιμο σκήνωμα του Αγίου και Μεγάλου Φωτίου εναποτέθηκε στην λεγόμενη μονή της Ερημίας ή Ηρεμίας, που ήταν κοντά στην Χαλκηδόνα. Παλιότερα η Σύναξή του ετελείτο στο Προφητείο, δηλαδή στο ναό του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, που βρισκόταν στη μονή της Ερημίας, ενώ τώρα τελείται στην ιερά πατριαρχική μονή της Αγίας Τριάδος στη νήσο Χάλκη, όπου ιδρύθηκε και η Θεολογική Σχολή της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Άγιος Ιουλιανός ὁ ἐν Ἐμέσῃ
Ο Άγιος Μάρτυς Ιουλιανός καταγόταν από την Έμεσα, πόλη της Κοίλης Συρίας και έζησε κατά τα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. Διακρινόταν για την ευσέβειά του προς τον Θεό και για την αγάπη του προς τους αδελφούς του. Ασκούσε το επάγγελμα του ιατρού και φρόντιζε για την αποκατάσταση της σωματικής και ψυχικής υγείας των συνανθρώπων του, είτε Χριστιανών είτε ειδωλολατρών.
Κατά τους χρόνους του βασιλέως Νουμεριανού, το έτος 284 μ.Χ., συνελήφθησαν από τους ειδωλολάτρες ο Επίσκοπος Εμέσης Σιλουανός, ο διάκονος Λουκάς και ο αναγνώστης Μώκιος (βλέπε 29 Ιανουαρίου), οι οποίοι ομολόγησαν με θάρρος και ανδρεία την πίστη τους στον Χριστό. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να κατασπαραχθούν οι Άγιοι από τα άγρια θηρία.
Ο Άγιος Ιουλιανός δεν είχε παρασταθεί στην καταδίκη τους, αλλά άκουσε όμως περί αυτής. Έτρεξε, λοιπόν, με όλες του τις δυνάμεις, για να τους προφθάσει, αλλά όταν ήλθε στο κριτήριο, πληροφορήθηκε ότι τους μετέφεραν ήδη στο αμφιθέατρο, για να βρουν τον θάνατο εκεί. Στη θέα των Αγίων τα μάτια του δάκρυσαν αλλά η ψυχή του φλογίσθηκε. Οι τρεις εκείνοι Άγιοι Μάρτυρες ήταν αθλητές του Χριστού, καυχήματα της Εκκλησίας, στηρίγματα των ψυχών. Και αμέσως έτρεξε κοντά τους, χωρίς να προλάβουν να τον εμποδίσουν οι στρατιώτες και τους ασπάσθηκε αδελφικά. Η πράξη του αυτή θεωρήθηκε έγκλημα και κρίθηκε ότι οι ασπασμοί εκείνοι έπρεπε να επισύρουν τον θάνατο.
Ο Άγιος Ιουλιανός δεν φοβήθηκε από την κρίση των διωκτών. Έμεινε έως τέλους απτόητος και άσειστος. Οι δήμιοι του διαπέρασαν καρφιά στο κεφάλι, στα χέρια και τα πόδια, κατόπιν δε και στην κεφαλή. Έτσι, ο Άγιος Μάρτυς Ιουλιανός ακολούθησε τους άλλους Αγίους Μάρτυρες και έλαβε το ένδοξο στέφανο του μαρτυρίου.
Άγιοι Φαύστα, Ευϊλάσιος και Μάξιμος
Η Αγία Μάρτυς Φαύστα καταγόταν από την Κύζικο της Μικράς Ασίας και ήταν θυγατέρα πλούσιων και ευσεβών γονέων. Έμεινε ορφανή σε ηλικία μόλις 13 ετών, έχοντας κληρονομήσει την τεράστια περιουσία των γονέων της. Όμως ούτε το νεαρό της ηλικίας της, ούτε η απάτη του πλούτου της κυρίευσαν το νου και την καρδιά της. Η Χριστιανική ανατροφή που είχε από τους μακαριστούς γονείς της ήταν βαθιά χαραγμένη στην ψυχή της. Έμεινε λοιπόν στην ευσέβεια των γονέων της και εξακολουθούσε να προσεύχεται στον Θεό με την ίδια και μεγαλύτερη μάλιστα αγάπη και αφοσίωση, την στιγμή που είχε χάσει τους φιλόστοργους προστάτες της.
Κατά το έτος 299 μ.Χ., επί αυτοκράτορα Μαξιμιανού (285 - 305 μ.Χ.), η Αγία Φαύστα προσκλήθηκε από τον επιφανή Συγκλητικό Ευϊλάσιο, εκπρόσωπο του ηγεμόνα, να αρνηθεί την πίστη της στον Χριστό και να θυσιάσει στους θεούς των ειδωλολατρών. Η Αγία όμως αρνήθηκε. Ο Ευϊλάσιος, που ήταν γέροντας στην ηλικία, προσπάθησε να πείσει την Αγία ότι πίστευε σε ανόητη πίστη αλλά εκείνη, έχουσα καλά και ασφαλή διδάγματα, φωτιζόμενη δε και από το Πανάγιο Πνεύμα, ανέλυσε τα δόγματα της πίστεώς μας και του έδωσε θαυμαστές απαντήσεις. Όταν άρχισαν τα βασανιστήρια, η Αγία τα υπέμεινε με τόση καρτερία, ώστε ο Ευϊλάσιος, στην ψυχή του οποίου υπήρχαν ευγενή σπέρματα, θαύμασε την Μάρτυρα και αισθάνθηκε μεγάλη εντύπωση από τους καρπούς της Χριστιανικής πίστεως, η οποία χάριζε στην Αγία τόση αλύγιστη σταθερότητα ενωμένη με τα πλέον φιλάδελφα αισθήματα ακόμη και για τους διώκτες της. Η δε κατάπληξή του κορυφώθηκε όταν η Αγία, που την έριξαν στη φωτιά, έμεινε άθικτη και αβλαβής με τη Χάρη του Θεού. Προ του θαύματος αυτού ο Ευϊλάσιος αισθάνθηκε να γκρεμίζεται μέσα του ο ειδωλολάτρης. Διέταξε, λοιπόν, να οδηγήσουν ενώπιον του την Αγία, την προσέβλεψε με σεβασμό και ευλάβεια και την ρώτησε, με ανοικτή καρδιά και πνεύμα πρόθυμο για την υποδοχή της αλήθειας, περί της Ορθοδόξου πίστεως. Τα λόγια της Αγίας άγγιξαν την καρδιά του γέροντος συγκλητικού, ο οποίος αισθάνθηκε βαθιά κατάνυξη και απέλυσε ελεύθερη την Αγία.
Η είδηση αυτή εξόργισε τον έπαρχο Μάξιμο. Αμέσως κάλεσε τον Ευϊλάσιο και τον επέπληξε έντονα για την στάση του και την αφέλειά του. Ο Ευϊλάσιος, ατάραχος προς τις ύβρεις, του διηγήθηκε την ιστορία των βασάνων της Μάρτυρος και το θαύμα της διασώσεώς της και του εξέφρασε τους λόγους, για τους οποίους έκρινε ότι η αλήθεια είναι ο Χριστός. Τότε ο έπαρχος υπέβαλε τον Ευϊλάσιο και την Αγία Φαύστα σε φρικώδη βασανιστήρια, τα οποία οι δύο Μάρτυρες υπέμειναν με πνευματική ανδρεία. Και ο Θεός έκανε πάλι το θαύμα του. Ο έπαρχος Μάξιμος, μπροστά στα γενόμενα, ομολόγησε τον Χριστό και με συντριβή καρδιάς και ταπείνωση γονάτισε μπροστά στην Αγία ζητώντας συγχώρεση. Το γεγονός αυτό αντήχησε σε όλη την Κύζικο. Η είδηση δεν άργησε να φτάσει και στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό (284 - 305 μ.Χ.). Κατά προσταγή του θανατώθηκαν και οι τρεις Άγιοι, που δέχθηκαν με χαρά το στέφανο του μαρτυρίου και της δόξας του Θεού.
Άγιοι Φαύστος, Βασίλειος και Σιλουανός
Οι Άγιοι Φαύστος, Βασίλειος και Σιλουανός ήταν αδελφικοί φίλοι, νέοι στην ηλικία και μαρτύρησαν δια ξίφους.
Ίσως είναι οι ίδιοι με τους Άγιους Φαύστο, Βασίλειο και Λουκιανό που εορτάζουν στις 25 Οκτωβρίου αφού έχουν το ίδιο δίστιχο.
Όσιοι Βαρσανούφιος και Ιωάννης ο μαθητής του ο επικαλούμενος Προφήτης
Οι Όσιοι Βαρσανούφιος και Ιωάννης έζησαν κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. Ήταν και οι δύο μοναχοί και φημισμένοι για τον ασκητικό βίο και την αγιότητά τους και γνώριζαν άριστα την διδασκαλία της Εκκλησίας. Γι' αυτό συνέγραψαν και βιβλίο στο οποίο διατυπώνονται διάφορες ερωτήσεις και απορίες και δίδονται απαντήσει με σκοπό το φωτισμό των πιστών. Το βιβλίο αυτό εκτυπώθηκε, κατά τον Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου, στη Βενετία.
Ο Όσιος Βαρσανούφιος κοιμήθηκε με ειρήνη πριν τον Όσιο Ιωάννη, στον οποίο ο Θεός χάρισε το προφητικό και θαυματουργικό χάρισμα. Περί αυτού άκουσε και ο αυτοκράτορας Μέγας Θεοδόσιος (379 - 395 μ.Χ.) και τον είχε σε πολύ σεβασμό και τιμή.
Ο Όσιος Ιωάννης ασκήτευε στα μέρη της Θηβαΐδος, σε τόπο ψηλό και απομακρυσμένο, αλλά η φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα και πλήθος πιστών προσέτρεχε κοντά του, για να ζητήσει τις πνευματικές συμβουλές του και την γιατρειά από τις ασθένειες. Τον επισκέπτονταν και άλλοι Πατέρες και Ασκητές, που είχαν τον πόθο να ακούσουν τις συμβουλές του και να δεχθούν την ευλογία του.
Εκείνος τους υποδεχόταν με πολλή ταπεινοφροσύνη, λέγοντας ότι δεν ήταν τίποτε, ώστε να αξίζει να υποβάλλονται σε τέτοιο κόπο προς συνάντησή του. Ούτε έλειπαν από το ερημητήριό του οι αναχωρητές. Μελετούσαν μαζί, συνέψαλλαν και συζητούσαν πνευματικά θέματα, προς δε τους νεότερους έδινε πατρικά τις σοφές νουθεσίες του.
«Σεις βέβαια», τους έλεγε, «θα νομίζετε πως κατορθώσατε κανένα μεγάλο πράγμα με το να εγκαταλείψετε τον κόσμο. Αφήσατε οικίες ίσως, και χρήματα και κτήματα και περιουσία. Αλλά αφήσατε και τον πόθο της αμαρτίας; Εδώ είναι το σπουδαίο, διότι αυτή είναι ο κόσμος. Ήλθαμε στην ησυχία. Αλλά είναι πράγματι κτήμα μας η ησυχία μας αυτή; Μήπως ανάβουν μέσα μας ακόμη επιθυμίες της σάρκας; Μήπως μα τυραννούν κοσμικές ανησυχίες ή εγωισμοί ή ζήλιες, φθόνοι και ενθυμήσεις φλογερές των θέλγητρων της κοσμικής ζωής; Μήπως το σώμα μας μένει στην έρημο, αλλά ο κόσμος είναι ολόκληρος μέσα στην ψυχή μας; Και προ πάντων, αδελφοί μου, ας φυλαττώμεθα από την υπερηφάνεια. Ξέρετε εσείς κάτι περισσότερο ανόητο από την υπερηφάνεια; Εγώ δεν ξέρω. Τι είναι αρετή; Το γνωρίζετε. Είναι Αυτός ο Θεός. Η υπερηφάνεια, αδελφοί, όχι μόνο δεν μας φέρνει ψηλότερα, αλλά και μας γκρεμίζει ολότελα. Διότι μας τυφλώνει και μας σπρώχνει ώστε να μας καταστρέψει. Η υπερηφάνεια φίλοι μου, τι άλλο είναι παρά μία κυριαρχία του Σατανά στην ψυχή μας. Ταπείνωση, λοιπόν, αδελφοί μου! Ταπείνωση, όσο περισσότερο μπορούμε. Αυτή είναι η ασφάλειά μας, αλλά και η ύψωσή μας και αυτή μας αποδίδει στη φιλία του Θεού».
Τέτοιες συμβουλές εξέρχονταν από το γλυκύ στόμα του μεγάλου Ασκητού και εισέρχονταν στις ψυχές ως καθαρά ύδατα, τα οποία καθαρίζουν, δροσίζουν και γονιμοποιούν.
Και έφτασε ο Άγιος Ιωάννης σε βαθύτατο γήρας. Προείδε δε το θάνατό του τρεις ημέρες πριν αυτός συμβεί. Ο Μέγας Ασκητής κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη αναπαυόμενος στην αγκαλιά του Ουρανίου Πατρός.
Όσιος Ιωάννης ὁ ἐν Λυκῷ
Ο Όσιος Ιωάννης ήταν στις αρετές περιβόητος και τόσο θαυμάσιος, ώστε αν και αγωνιζόταν μέσα σε μεγάλους Όσιους, τους ξεπέρασε με την αγγελική πολιτεία του.
Έζησε κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. και κατοικούσε στα μέρη της Θηβαΐδας κοντά στην πόλη Λυκώ. Η Λυκώ ήταν πόλη της Θηβάίδας, περιοχή της Άνω Αιγύπτου, που είχε πρωτεύουσα την Θήβα. Ο Ιωάννης γνώρισε τις περισσότερες παγίδες του σατανά, αλλά με τη μεγάλη του αρετή, άσκηση και με τη χάρη του Θεού τις ξεπέρασε. Ο Ιωάννης είχε αξιωθεί από τον Θεό και το χάρισμα να θεραπεύει θαυματουργικά ασθένειες και απεβίωσε ειρηνικά.
Όσιος Ιάκωβος
Για τον Όσιο Ιάκωβο μας αναφέρει ο Θεοδώρητος Κύρου, που τον γνώρισε προσωπικά. Καταγόταν από την πόλη Κύρου και στην αρχή ασκήθηκε μέσα σ' ένα στενότατο κελί. Έπειτα ανέβηκε σ' ένα βουνό, κοντά στην πόλη Κύρου, όπου βάδισε τον ασκητικό δρόμο με αυστηρότητα. Στο όνομα της ακτημοσύνης δεν έκτισε ποτέ καλύβη. Προσευχόταν στο ύπαιθρο, όρθιος και με σιδερένια βάρη επάνω του. Η δε νηστεία του ήταν αυστηρότατη. Έτσι καλά αφού αγωνίστηκε, παρέδωσε ειρηνικά την ψυχή του στον Θεό.
Όσιος Μακάριος
Η μνήμη του Οσίου Μακαρίου αναφέρεται στο Βυζαντινό Εορτολόγιο του Γεδεών (σελ. 219) αλλά είναι άγνωστος στους Συναξαριστές. Λέγεται ότι καταγόταν από τη Σαμψούντα και μετά τον θάνατο της συζύγου του έφυγε στο Λάτρο όρος και στην εκεί Μονή εκάρη μοναχός. Κατόπιν πήγε στη Μονή του Κρίτζους και τελευταία στην Κωνσταντινούπολη, στη Μονή της Θεοτόκου του Καλλίου (στα μέσα του 14ου αιώνα μ.Χ.), όπου οσιακά αφού έζησε απεβίωσε ειρηνικά.
Άγιοι Δωροθέα και Θεόφιλος οι Μάρτυρες εν Καισαρεία
Οι Άγιοι μάρτυρες Δωροθέα και Θεόφιλος μαρτύρησαν επί ηγεμόνα Σαπρικίου μεταξύ των ετών 284 - 304 μ.Χ.
Η Αγία Δωροθέα ήταν ευγενής νέα, ορφανή, και καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο διοικητής Σαπρίκιος, σταλμένος στην Καισάρεια για να επιβάλει τα διατάγματα του διωγμού που είχε εκδώσει ο Διοκλητιανός, διέταξε να συλληφθεί και την ανέκρινε, δίχως, ωστόσο, να καταφέρει να λυγίσει την αντίστασή της. Αποφάσισε τότε να την παραδώσει σε δύο αδελφές που είχαν μεταστραφεί στην ειδωλολατρία, την Χριστίνα και την Καλλίστη, με σκοπό να την πείσουν να αρνηθεί τον Χριστό. Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν αντίθετο από εκείνο που προσδοκούσε, αφού οι επιτιμήσεις της Δωροθέας έκαναν τις δύο αδελφές να επιστρέψουν στην αληθινή πίστη. Ο Σαπρίκιος διέταξε τότε να δέσουν την Χριστίνα και την Καλλίστη πλάτη με πλάτη και να τις κάψουν ζωντανές, εν συνεχείᾳ δε καταδίκασε την Δωροθέα με αποκεφαλισμό. Ακούγοντας την ποινή η αγία μάρτυς αναφώνησε: «Ευχαριστώ σε, Χριστέ, Νυμφίε της ψυχής μου, γιατί με καλείς να εισέλθω στον Παράδεισό Σου»!
Ένας ειδωλολάτρης δικηγόρος, ονόματι Θεόφιλος, που βρισκόταν εκεί, της είπε χλευαστικά: «Δωροθέα, θα μου στείλεις, λοιπόν, καρπούς ή τριαντάφυλλα από τον κήπο του νυμφίου σου»; Η αγία απάντησε: «Βεβαίως, να είσαι σίγουρος γι’ αυτό»! Φθάνοντας στον τόπο της εκτέλεσης, άγγελος Κυρίου φανερώθηκε αίφνης με την μορφή ενός παιδιού απαράμιλλης ομορφιάς που κρατούσε στο χέρι τρία μεγάλα μήλα και τρία όμορφα κόκκινα τριαντάφυλλα, γεγονός που προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη, μιας και ήταν τότε καταχείμωνο. Με την προτροπή της Δωροθέας τα έφερε στο Θεόφιλο και του είπε: «Ορίστε, αυτά που η Δωροθέα σού υποσχέθηκε. Σου τα στέλνει από τον κήπο του Νυμφίου της». Εμβρόνητος εκείνος που μέχρι τότε είχε την φήμη εχθρού των χριστιανών, άρχισε να ομολογεί μεγαλοφώνως τον Χριστό, προς μεγάλη έκπληξη όλων των συναδέλφων του. Όταν συνελήφθη και ανακρίθηκε, απάντησε στον Σαπρίκιο ότι η μόνη του επιθυμία ήταν πλέον να πεθάνει για να βρει το γρηγορότερο τον Παράδεισο όπου τον περίμενε η Δωροθέα. Άντεξε αγόγγυστα όλα τα βασανιστήρια και με προθυμία προσέφερε τον αυχένα του στο ξίψος του δημίου.
Άγιος Άμανδος Επίσκοπος Μάαστριχτ
Ο Άγιος Άμανδος γεννήθηκε κοντά στην Ακυϊτανία περί τα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ. και σπούδασε θεολογία στη Ρώμη. Από νεαρή ηλικία μόνασε σε μοναστήρι της νήσου Γιε. Επειδή ο πατέρας του δεν ήθελε να γίνει ο υιός του μοναχός και του έφερνε εμπόδια, ο Άγιος κατέφυγε στην πόλη Τουρ, όπου ήταν επί δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια έγκλειστος σε ένα κελί στα τείχη της πόλεως. Σε ένα προσκύνημά του στους τάφους των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, στη Ρώμη, είδε σε όραμα τον Απόστολο Πέτρο, ο οποίος του φανέρωσε ότι το θέλημα του Θεού είναι να κηρύξει ο Άγιος το Ευαγγέλιο στους λαούς της Βελγικής. Γι' αυτό επέστρεψε στην πόλη Μπουρζ, όπου χειροτονήθηκε Επίσκοπος και άρχισε την ιεραποστολική του δράση στους λαούς της Γάνδης, της Φλάνδρας, των Πυρηναίων και της Γασκώνης.
Μετά από το δεύτερο προσκύνημά του στη Ρώμη, στους τάφους των Αγίων Αποστόλων, εξελέγη το έτος 647 μ.Χ. Επίσκοπος της πόλεως Μάαστριχτ. Εκεί εργάσθηκε για την εξημέρωση των ηθών και των εθίμων των εθνικών λαών και πολλές φορές έσωσε, με την προσευχή του, το ποίμνιό του από φυσικές καταστροφές. Με την ευλογία του Αγίου Μαρτίνου, Πάπα Ρώμης (βλέπε 13 Απριλίου), συνεκάλεσε τοπικές Συνόδους κατά της αιρέσεως του Μονοθελητισμού.
Μετά από τόσα χρόνια ιεραποστολικής δράσεως και διακονίας, ο Άγιος Άμανδος, αφού ενθρόνισε ως διάδοχό του τον Άγιο Ρεμάκ, παραιτήθηκε από τον Επισκοπικό θρόνο. Συνέχισε όμως το κηρυκτικό έργο του, το οποίο τελείωσε στη Γασκώνη και κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη στη μονή του Ελνόν, το έτος 680 μ.Χ.
Άγιος Δαμασκηνός ο Ιερομάρτυρας ο Σιναΐτης
Ο Άγιος Δαμασκηνός (Τζαγκάρης) ήταν αδελφός στη μονή Σινά και μαρτύρησε από τους Μεζένιδες το 1623 μ.Χ. έξω από τη μάνδρα της μονής.
Άγιος Αρτέμιος ο Ιερομάρτυρας ο Σιναΐτης
Ο Άγιος Αρτέμιος ήταν αδελφός της μονής Σινά και διακονούσε στο μετόχι της μονής στην Αγία Τριάδα Ηρακλείου της Κρήτης. Ο Άγιος ήταν μέλος της συνοδείας του ιερομάρτυρα Νεοφύτου του Σιναΐτου (τιμάται 20 Δεκεμβρίου) και μαρτύρησε το έτος 1822 μ.Χ.
Όσιος Αρσένιος ο εκ Γεωργίας
Ο Όσιος Αρσένιος του Ικαλτοέλι έζησε μεταξύ του 11ου και 12ου αιώνα μ.Χ. στη Γεωργία. Σπούδασε στη θεολογική ακαδημία του Ικάλτο και γνώρισε τη βυζαντινή παράδοση από την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη.
Κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη το έτος 1127 μ.Χ. στη Γεωργία.
Άγιοι Θεόφιλος, Σατουρνίνος και Ρεβοκάτος
Οι Άγιοι Θεόφιλος, Σατουρνίνος και Ρεβοκάτος μαρτύρησαν στην Ισπανία επί αυτοκράτορα Δεκίου (249 - 251 μ.Χ.).
ΠΗΓΗ: saint.gr